Το μέλλον της περιφερειακής ανάπτυξης. Γράφει ο Κωστής Παυλίδης

Στο παρών άρθρο θα αναφερθούμε στην διάσταση της περιφερειακής πολιτικής που ασκείται μέσα σε ένα ευρύτερο οικονομικό περιβάλλον, το οποίο περιπλέκεται αν συνυπολογίσουμε και την άκρως ιδιάζουσα μορφή λειτουργίας της Ε.Ε.. Θα αναλύσουμε τρεις σημαντικούς παράγοντες που κατά την γνώμη μου επηρεάζουν την άσκηση της περιφερειακής πολιτικής, αντιλαμβανόμενοι όμως την πολύ μεγάλη διάσταση παραγόντων που μπορούν να επηρεάσουν την άσκηση της περιφερειακής εξέλιξης. Αν και το ζήτημα της περιφερειακής πολιτικής και των ζητημάτων που άπτονται σε αυτήν είναι πολυποίκιλο και πολυπαραγοντικό, θα αναφερθούμε σε δύο κρίσιμα μέσα εφαρμογής της περιφερειακής πολιτικής, εξηγώντας πως αυτά δύναται να συμβάλλουν στην ανάπτυξη ενός τόπου. Θα αποτυπώσουμε και τους τυχόν περιορισμούς που μπορεί να δημιουργούν οι πολιτικές εφαρμογές αυτές. Η παρούσα χρονική περίοδος χαρακτηρίζεται από περιφερειακές ανισότητες που είναι σε ένταση, απότοκο της οικονομικής δυσχέρειας της χώρας μας αλλά και της συνολικής εικόνας της Ευρωπαϊκής οικογένειας της οποίας είμαστε αναπόσπαστο μέλος. Η πρότερη περίοδος της υγειονομικής καραντίνας και των πολλαπλών αλλαγών που επέφερε στον σύνολο της παγκόσμιας κοινότητας επέβαλλαν σημαντικές οικονομικές και γεωπολιτικές αλλαγές οι οποίες είχαν σημαντικές επιπτώσεις στο σύνολο της ελληνικής οικονομίας αλλά και στο πεδίο της περιφερειακής ανάπτυξης και εξέλιξης. Αν κανείς συνυπολογίσει και την προηγούμενη περίοδο της οικονομικής ύφεσης της Ελλάδας, με τις χρόνιες προσπάθειες δημοσιονομικού ελέγχου και σταθεροποίησης της οικονομίας μας, μπορεί να αντιληφθεί τις ελλειμματικές πολιτικές πρωτοβουλίες αλλά και δυνατότητες στην ανάπτυξη μιας υγιούς και ισχυρής περιφερειακής πολιτικής στο σύνολο της επικράτειας.
Η περιφερειακή πολιτική επηρεάζεται από μια πλειάδα παραγόντων, όπου το κάθε στοιχείο έχει τα δικά του χαρακτηριστικά και επηρεάζει με διαφορετικό τρόπο την κατεύθυνση και την εξέλιξη των περιφερειών. Ο κάθε τόπος και η κάθε περιφέρεια έχει μοναδικά δικά του χαρακτηριστικά και ως τέτοιος θα πρέπει να αντιμετωπίζεται αλλά πολλές φορές το ευρύτερο περιβάλλον έχει κοινά χαρακτηριστικά που επηρεάζουν αλλού περισσότερο και αλλού λιγότερο την κατά τόπους ανάπτυξη και εξέλιξη.
Ο προκυκλικός χαρακτήρας των περιφερειακών ανισοτήτων, μας δείχνει πως οι ανισότητες αυξάνονται σε περιόδους έντονης οικονομικής ανάπτυξης και μειώνονται σε περιόδους ύφεσης. Αυτό σηματοδοτεί ότι η οικονομική ανάπτυξη ξεκινά από τα κέντρα των οικονομικών δραστηριοτήτων και αυξάνει τις ανισότητες, καθώς η επέκταση και η εξάπλωση στην υπόλοιπη χώρα δεν είναι μια εύκολη διαδικασία. Στον αντίποδα η οικονομική ύφεση χτυπά πρώτα τις μητροπολιτικές περιοχές επηρεάζοντας αρνητικά την οικονομική δραστηριότητα και στην συνέχεια τις υπόλοιπες περιοχές της χώρας όπου η οικονομική δραστηριότητα υπολείπεται, με αποτέλεσμα οι ανισότητες μεταξύ των περιφερειών να μειώνονται. Δεν ακολουθείται μια μακροχρόνια πτωτική τάση των περιφερειακών ανισοτήτων, αφού η σπειροειδής εξέλιξη της οικονομίας καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τους κύκλους ανάπτυξης – ύφεσης.
Σημαντικό στοιχείο και παράγοντας που επηρεάζει την κατεύθυνση της περιφερειακής πολιτικής είναι κατά την άποψη μου η αλληλοσυσχέτιση των χωρικών επιπέδων, αφού η ανισότητες επηρεάζουν και αφορούν αυτές. Η πορεία μιας χώρας διεθνώς συνήθως επηρεάζεται από την κατεύθυνση και την πορεία με τις ανισότητες που καταγράφονται στο εσωτερικό της. Αν μια χώρα η οποία είναι λιγότερο αναπτυγμένη, χειροτερεύει διεθνώς, τότε προφανώς επηρεάζονται και οι περιφερειακές αντιθέσεις στο εσωτερικό της. Το παράδειγμα της Ελλάδας των προηγούμενων δεκαετιών όπου η εμβάθυνση της χώρας στην ενιαία αγορά της ΟΝΕ, δημιούργησε προβλήματα στην βιομηχανική πρόοδο διαφόρων βιομηχανοποιημένων περιφερειών της πατρίδας μας όπως το παράδειγμα της Πάτρας, της Αττικής και Βοιωτίας αλλά και της Αχαϊας. Η αποβιομηχάνιση ελληνικών περιοχών και σημαντικού αριθμού επιχειρήσεων, αναδεικνύει ότι η μεν λειτουργία της ενιαίας αγοράς ενίσχυσε την οικονομική ολοκλήρωση των χωρών της Ευρώπης, από την άλλη όμως άσκησε τεράστια πίεση στον ελληνικό χώρο, συρρικνώνοντας οργανωμένα και παραγωγικά του τμήματα. Οι διεθνείς εξελίξεις πρέπει να κατανοηθεί επαρκώς ότι επηρεάζουν περιφερειακές ισορροπίες και η κατανόηση του εύρους της επιρροής τους, οδηγούν στον βέλτιστο σχεδιασμό των περιφερειακών πολιτικών.
Όσο μειώνονται οι περιφερειακές ανισότητες σε μια χώρα, αλλά, και όσο αξιοποιούνται καλύτερα οι παραγωγικές της δυνατότητες, τόσο καλύτερα διαμορφώνεται και βελτιώνεται η παραγωγική της βάση, με την ενίσχυση επίσης της εξαγωγικής της δυναμικής και κατ’ επέκταση και της απόδοσης στις διεθνείς αγορές, με αποτέλεσμα την μείωση του εμπορικού ελλείμματος και την αύξηση του κατά κεφαλήν προϊόντος.
Οι διεθνείς μεταβολές και ισορροπίες είναι προάγγελος συνήθως και των αλλαγών που πιθανών να εκφραστούν και σε χαμηλότερο επίπεδο. Στο βαθμό που οι επιδράσεις έχουν αλυσιδωτό χαρακτήρα, γίνεται αντιληπτή η σημασία τους στην αποκόμιση ωφελειών για μια περιοχή ή και στην συσσώρευση προβλημάτων.
Δεύτερο στοιχείο που θεωρώ σημαντικό στην κατεύθυνση της περιφερειακής πολιτικής, είναι η διεθνοποίηση των οικονομικών δραστηριοτήτων. Είναι ένα στοιχείο στην εφαρμογή της άσκησης των περιφερειακών πολιτικών, καθώς η παγκοσμιοποίηση και ο διεθνής χαρακτήρας των οικονομικών σχέσεων και του εμπορίου έχει απελευθερώσει σε σημαντικό βαθμό σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια τις σχέσεις κρατών, καθώς και η αύξηση της τάσης της περιφερειακής ολοκλήρωσης όπως είναι η δημιουργία οικονομικών ενώσεων, ζωνών ελευθέρων συναλλαγών και πολλών μορφών διακρατικής συνεργασίας σε όλο τον πλανήτη. Χαρακτηριστικό αυτής της εξέλιξης είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση ως μορφή διακρατικής συνεργασίας και συνύπαρξης, αλλά και όλες οι μορφές διεθνούς συνεργασίας οι οποίες προσπαθούν να απελευθερώσουν τις συναλλαγές και το εμπόριο μεταξύ των μελών τους. Κοινή πεποίθηση όλων αυτών των προσπαθειών είναι ότι η επέκταση του διεθνούς εμπορίου συμβάλλει στην ανάπτυξη των χωρών στο σύνολο τους, αφού επιτρέπει μέσω των συναλλαγών την εξειδίκευση σε κατηγορίες και προϊόντα στα οποία έχουν συγκριτικό πλεονέκτημα.
Βέβαια, με την απελευθέρωση του εμπορίου και των συναλλαγών σε παγκόσμιο επίπεδο δεν πρέπει να θεωρήσουμε αυτονόητο και το γεγονός της ωφέλειας όλων των πολιτών των κρατών που μετέχουν σε αυτές τις πολιτικές. Διότι κερδισμένοι είναι οι πολίτες των περιοχών που έχουν συγκριτικό πλεονέκτημα σε διάφορα προϊόντα έναντι άλλων, αλλά οι πολίτες που δραστηριοποιούνται σε περιοχές με συγκριτικό μειονέκτημα ή σε τομείς μη ανταγωνιστικούς, δέχονται ισχυρές πιέσεις που πολύ συχνά οδηγούν σε οικονομικές κρίσεις, αποβιομηχάνιση και ανεργία. Παράδειγμα αυτής της κατάστασης έχει υπάρξει στην ΕΕ, χώρες όπως η Γερμανία και η Ελλάδα, με αντίθετες πορείες όμως. Η Γερμανία ως χώρα που εξειδικεύεται σε τομείς και επενδύσεις εντάσεως κεφαλαίου, ενισχύοντας το συγκριτικό της πλεονέκτημα έναντι χωρών που εξειδικεύονται σε τομείς εντάσεως εργασίας. Από την άλλη η Ελλάδα στην αρχή της διεθνοποίησης των οικονομικών σχέσεων είχε πλεονέκτημα έναντι των άλλων χωρών της ΕΕ, ως χώρα εντάσεως εργασίας αφού οι μισθοί ήταν συγκριτικά χαμηλότεροι καθιστώντας την χώρα ανταγωνιστική λόγω φθηνού εργατικού δυναμικού, με την είσοδο όμως των χωρών της ανατολικής Ευρώπης στην ΕΕ, έχασε αυτό της το πλεονέκτημα, αφού οι χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ ήταν φθηνότερες στην αξία εργασίας, καθιστώντας έτσι την Ελλάδα χώρα δίχως παραγωγική ταυτότητα, αφού δεν είναι ούτε τεχνολογικά προηγμένη αλλά δεν έχει και φθηνό εργατικό δυναμικό.
Η ένταση λοιπόν των περιφερειακών ανισοτήτων σε εθνικό επίπεδο, καθιστά πολύ πιο δύσκολη την άσκηση περιφερειακής πολιτικής, αφού εξωγενείς παράγοντες δημιουργούν ανισότητες, παγιώνονται και δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν με παραδοσιακά μέσα εξάλειψης των ανισοτήτων.

Τρίτο στοιχείο του ευρύτερου περιβάλλοντος που επηρεάζει την περιφερειακή πολιτική και την κατεύθυνση της, είναι η δημοσιονομική στενότητα και ο μεταβαλλόμενος ρόλος του κράτους. Σημαντικότατο γεγονός που καθορίζει την αποτελεσματικότητα της περιφερειακής πολιτικής είναι ο φορέας που την διαμορφώνει αλλά και το επίπεδο άσκησης της.
Παραδοσιακά στην Ελλάδα ο φορέας που ασκεί την περιφερειακή πολιτική και είναι υπεύθυνος για την εξέλιξη της είναι το κεντρικό κράτος, το οποίο έχει την συνολική εποπτεία των προβλημάτων των περιφερειών και μέσω των προγραμμάτων δημοσίων επενδύσεων, παρεμβαίνει στα προβλήματα αλλά διαμορφώνει και τα κίνητρα των δραστηριοτήτων της κάθε περιοχής.
Δυστυχώς, οι συγκεντρωτικές δομές του κράτους, η συχνή έλλειψη συντονισμού των πολιτικών μεταξύ των συναρμόδιων φορέων αλλά και η αυξανόμενη γραφειοκρατία μειώνουν την αποτελεσματικότητα των παρεμβάσεων του κεντρικού κράτους. Η δημιουργία ερωτηματικών για την σκοπιμότητα και την αναγκαιότητα παραμονής σε αυτό το αναποτελεσματικό μοντέλο διακυβέρνησης, έδωσε σημασία στην υποχώρηση του κεντρικού επιπέδου και ενίσχυση στην αντίληψη άσκησης πολιτικής από τοπικού επιπέδου φορείς. Η κρίση του κράτους ως μηχανισμού παρέμβασης, οι χαμηλοί ρυθμοί ανάπτυξης σε συνδυασμό με την αύξηση της ανεργίας και την συσσώρευση κοινωνικών προβλημάτων αποτέλεσαν ανάγκη εντονότερης κρατικής παρέμβασης, η οποία όμως δεν μπόρεσε να πραγματοποιηθεί στον αναγκαίο βαθμό, αφού πλέον η διεθνοποιημένη ελληνική οικονομία και το νέο σχετικά οικονομικό περιβάλλον, έχει μεταβάλλει την σύνθεση των κεντρικών πολιτικών. Η διεθνοποιημένες σχέσεις σε συνδυασμό με το διαρθρωτικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας έχει στρέψει την προσοχή του κράτους στην οικονομική αποτελεσματικότητα και έχει διαφοροποιήσει τις προτεραιότητες του σε σχέση με τις περιφερειακές ανάγκες και πρωτοβουλίες των περιοχών της πατρίδας μας. Η δε, πραγματικότητα των σημαντικότερων πολιτικών επιλογών και αποφάσεων που έχουν άμεσο αντίκτυπο και στην περιφερειακή ανάπτυξη, αποφασίζονται πλέον σε ανώτερο επίπεδο όπως είναι η ΕΕ.
Η ανάγκη όμως τοπικής ανάπτυξης και εξέλιξης έχει διαμορφώσει έντονες συζητήσεις και έχει δημιουργήσει ενδιαφέρον σε τοπικούς φορείς για πιο ενεργητική δράση σε ζητήματα που αφορούν τον τόπο τους, σε μια ανάγκη εφαρμογής μιας περιφερειακής πολιτικής από “τα κάτω” όπου θα δοθεί η δυνατότητα σε τοπικού τύπου παρεμβάσεις από φορείς που έχουν την εγγύτητα των προβλημάτων και την γνώση των δυνατοτήτων των ανθρώπων της περιοχής.
Η “από πάνω” ή η “από κάτω”, εντέλει άσκηση της περιφερειακής πολιτικής έχει και στις δυο περιπτώσεις πλεονεκτήματα αλλά και μειονεκτήματα, καθώς το κεντρικό κράτος γνωρίζει και διαχειρίζεται καλύτερα τις κεντρικές πολιτικές επιλογές που και αυτές αφορούν το σύνολο της χώρας, αλλά η εγγύτητα του τοπικού άρχοντα δρα αποτελεσματικότερα στην αντιμετώπιση των περιφερειακών ζητημάτων. Εκτιμώ όμως ότι η παγιωμένη και πλήρης εγκατάλειψη των περιφερειών από τους “από πάνω”, στο όνομα της αποτελεσματικότητας, δημιούργησε τον κίνδυνο της εγκατάλειψης της περιφερειακής πολιτικής. Οι περιοχές και οι περιφέρειες που υστερούν όμως σε δυνατότητες και δυναμική θα ήταν λάθος να εγκαταλειφθούν στην μοίρα τους από το κεντρικό κράτος σε μια επιλογή ενίσχυσης της “από τα κάτω” πολιτικής εφαρμογής. Σε κάθε περίπτωση θέλει ενίσχυση της τοπικής αυτοδιοίκησης με παραχώρηση πόρων και αρμοδιοτήτων, αποφορτίζοντας έτσι και το υδροκέφαλο πολλές φορές κεντρικό κράτος, δημιουργώντας δυνατότητες συνεργασίας και ανάπτυξης φορέων της τοπικής αυτοδιοίκησης και κεντρικού κράτους.
Η ανάπτυξη μιας περιφέρειας και η ενίσχυση της περιφερειακής πολιτικής είναι σίγουρα μια διαδικασία η οποία θέλει ενίσχυση από τους κεντρικούς κρατικούς φορείς σε πολλά επίπεδα και σε συνεργασία με τους κατά τόπους παράγοντες, αφού οι τοπικές κοινωνίες είναι αυτές που θα κληθούν να συμμετάσχουν στον μετασχηματισμό του μοντέλου παραγωγής τους και διακυβέρνησης τους. Η περιφερειακή ανάπτυξη είναι σίγουρα μια πολιτική επιλογή και εξέλιξη που προσανατολίζεται στον μετασχηματισμό της δομής της κοινωνίας σε δομές που αφορούν το σύνολο των δραστηριοτήτων των περιοχών τους. Είμαι πεπεισμένος ότι στο σύνολο της χώρας μας η μεταστροφή στην περιφερειακή ανάπτυξη και εξέλιξη των πόλεων και των περιοχών μπορεί να αναδείξει τα πολλά συγκριτικά πλεονεκτήματα που βρίσκονται στο σύνολο της επικράτειας μας. Η ανάγκη για αποκέντρωση του συγκεντρωτικού ελληνικού κράτους μπορεί να μετασχηματίσει την ελληνική κοινωνία και οικονομία, βγάζοντας στην επιφάνεια κρυφές δυνάμεις της χώρας και ανάδειξης του ανθρωπίνου δυναμικού της, καθώς και αποκατάστασης των ασυγκρίτως δυνατοτήτων της σε πολιτιστικό και περιβαλλοντικό πλεόνασμα.
Βεβαίως η ανάγκη για ενίσχυση των δημοσίων δαπανών στο σύνολο των περιφερειών που λόγω πολλών παραγόντων υστερούν ακόμα και σήμερα σε βασικές και αναγκαίες δομές είναι επιτακτική ανάγκη, όπως επιτακτικό για την πλειοψηφία της περιφερειακής ανάπτυξης και των ίδιων των περιφερειών είναι η ανάγκη για ενίσχυση των υποδομών τους, όπως είναι οι παραγωγικές υποδομές, οι κοινωνικές αλλά και οι αστικές αφού ακόμα και σε αναπτυγμένους τουριστικούς προορισμούς παγκόσμιας εμβέλειας που είναι η κορωνίδα του τριτογενούς τομέα της οικονομίας βλέπουμε υστέρηση σε βασικές υποδομές όπως είναι η ύδρευση και η αποχέτευση. Σημαντικά είναι επίσης και τα αναπτυξιακά κίνητρα, η ενίσχυση των ελέγχων και των περιορισμών σε φαινόμενα ασυδοσίας, η ενίσχυση της κινητικότητας της εργασίας και του κεφαλαίου με ενίσχυση της ευελιξίας καθώς και πλειάδα άλλων μέσων που θα συνηγορήσουν στην ενίσχυση της περιφερειακής ανάπτυξης.
Κατά την γνώμη μου όμως αυτό που χρειάζεται η περιφερειακή ανάπτυξη είναι η αλλαγή παραδείγματος. Η αλλαγή της παρούσας πολιτικής και του μοντέλου του συγκεντρωτικού κεντρικού κράτους που όσο και εάν θέλει δυσκολεύεται να ανταποκριθεί στην πραγματική ανάγκη ανάπτυξης της περιφερειακής πολιτικής. Η κομματικοποίηση του κράτους και η λογική ότι το κράτος και οι δομές του είναι λάφυρο μιας πολύ συχνά μικρής ομάδας που έρχεται στην εξουσία, είναι η πηγή της δυσλειτουργίας του, με την ενίσχυση συνήθως της διαφθοράς και της διαπλοκής που παρατηρούμε στις δομές και στον τρόπο λειτουργίας του συνόλου των κρατικών φορέων. Οι περιφέρειες της χώρας μας, ακόμα και οι τοπικές αυτοδιοικήσεις ελέγχονται από μια σχέση εξάρτησης με την κεντρική κυβέρνηση, η οποία συνθήκη παράγει μόνο δυσλειτουργία και αρνητικά αποτελέσματα.
Ως πρώτο μέσο ανάπτυξης μιας περιφέρειας θα επέλεγα την αποκέντρωση του δημόσιου τομέα, αφού οι πολιτικές αυτές ενισχύουν την μεταφορά αρμοδιοτήτων από το κεντρικό επίπεδο διοίκησης στα χαμηλότερα επίπεδα, όπως είναι οι δήμοι και οι περιφέρειες. Η απεξάρτηση των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης από το κέντρο θα ελευθερώσει κοινωνικές δυνάμεις που θα μπορέσουν να αποδώσουν και να ανταποκριθούν στις ανάγκες των κοινωνιών τους και των πολιτών τους. Η δημιουργία δηλαδή μικρών κυβερνήσεων, θα πρέπει να συνοδευτεί από την αντίστοιχη μεταφορά πόρων, που θα επιτρέψει αποτελεσματικά την αξιοποίηση των αρμοδιοτήτων στο τοπικό επίπεδο, καθώς και η μεταφορά και εγκατάσταση υπηρεσιών που θα φύγουν από το κέντρο και θα εγκατασταθούν στην περιφέρεια. Θεωρώ ότι η πολιτική αυτή μεταστροφή του ελληνικού κράτους θα αλλάξει και την κατανομή των κατά τόπους δαπανών ενισχύοντας έτσι και τις λιγότερο ευνοημένες περιφέρειες . Θεωρώ ότι ζητήματα παιδείας, εθνικής άμυνας και εξωτερικής πολιτικής θα πρέπει να επιμελούνται από το κεντρικό κράτος όπως και το πλαίσιο της δικαιοσύνης, τα οποία θα πρέπει να λειτουργούν με την υψηλή εποπτεία του κεντρικού κράτους, αλλά ζητήματα ανάπτυξης και οικονομικών πολιτικών θα μπορούν να λειτουργήσουν στο πλαίσιο μιας περισσότερο ελεύθερης και ενισχυμένης τοπικής αυτοδιοίκησης.
Ως δεύτερο μέσο ανάπτυξης μιας περιφέρειας θα πρότεινα τις πολιτικές διασυνοριακής συνεργασίας, αφού σε συνέχεια του πρώτου μέσου θεωρώ την άμεση ανάγκη συνεργασίας των περισσότερων περιφερειών της χώρας μας με τις γειτονικές τους χώρες και περιφέρειες. Αν αναλογιστεί κανείς ότι οι περισσότερες ελληνικές περιφέρειες γειτνιάζουν με περιφέρειες χωρών που δεν ανήκουν στην ΕΕ, που αυτή έχει καταστήσει πλέον ελεύθερη την συνεργασία και την ελεύθερη ανταλλαγή προϊόντων, κεφαλαίων και ανθρώπων, οι υπόλοιπες περιφέρειες της χώρας μας γειτνιάζουν με χώρες όπως η Αλβανία, η Βόρεια Μακεδονία, η Τουρκία και μέχρι πρότινος και η Βουλγαρία. Οι περιφέρειες Ιονίων Νήσων και Ηπείρου γειτνιάζουν και έχουν σχέση με την γειτονική Αλβανία, οι περιφέρειες Δυτικής Μακεδονίας και Κεντρικής Μακεδονίας συνορεύουν με την Αλβανία και την Βόρεια Μακεδονία αντίστοιχα, οι περιφέρειες Ανατολικής Μακεδονίας – Θράκης, Βορείου Αιγαίου και Νοτίου Αιγαίου γειτνιάζουν με την Τουρκία, αναδεικνύεται η ανάγκη για ενίσχυση των σχέσεων με τις περιφέρειες των γειτονικών χωρών και η μετατροπή τους σε διασυνοριακές ζώνες έντονων ανταλλαγών και σχέσεων. Ενώ για πολλές δεκαετίες τα σύνορα λειτουργούσαν ως διαχωριστικός φράχτης χωρών, κοινωνιών και οικονομιών, πλέον η ύπαρξη και η λειτουργία του μοντέλου της ΕΕ, απέδειξε ότι οι πλέον αναπτυγμένες περιοχές της Ευρώπης είναι οι διασυνοριακές ζώνες ( βλ. Ιταλοαυστριακά σύνορα, Γαλλογερμανικά σύνορα κλπ.) όπου η οικονομική ανάπτυξη λειτουργεί ως δικλείδα ειρήνης, ασφάλειας και οικονομικής ευημερίας.
Η οικονομική του χώρου μας έχει διδάξει ότι η “φυσική αγορά” και η “ενδοχώρα” των κοινωνιών και των επιχειρήσεων αποτελείται από τις περιοχές που γειτνιάζουν με αυτήν. Εάν απομακρυνθείς αναζητώντας νέες αγορές, το κόστος μεταφοράς και κατά συνέπεια και η τιμή των προϊόντων αυξάνονται με αποτέλεσμα να μειώνεται η ανταγωνιστικότητα, αφού από μια απόσταση και πάνω παύουν να είναι ανταγωνιστικές εξ’ αιτίας του υψηλού κόστους μεταφοράς. Τα διάφορα προβλήματα που εμφανίζονται στις διασυνοριακές σχέσεις όπως είναι οι δασμοί, διάφοροι περιορισμοί κλπ, αντιμετωπίζονται από τις πολιτικές διασυνοριακής συνεργασίας. Η δημιουργία διασυνοριακών υποδομών και θεσμών ενισχύουν την επαφή, την συνεργασία και τις ανταλλαγές μεθοριακών φορέων και επιχειρήσεων. Η σύσφιξη των σχέσεων αναζωογονεί τις τοπικές οικονομίες αναπτύσσοντας δραστηριότητες που διατηρεί συγκριτικό πλεονέκτημα.
Η περιφερειακή πολιτική είναι και λειτουργεί ως υποσύνολο του μοντέλου του κράτους αναδεικνύοντας τα κατά μέρους πλεονεκτήματα των περιοχών του. Η ανάπτυξη και η ενίσχυση των περιφερειών εκτός του ότι θα συμβάλλει καθοριστικά στην τοπική ανάπτυξη και εξέλιξη, θα συνεισφέρει και στην συνολική ευημερία του κράτους.
Η περιφερειακή πολιτική επιδρά στις διάφορες περιοχές εξαρτώμενη από διάφορους παράγοντες που καθορίζουν την ποιότητα της εφαρμοσμένης πολιτικής. Προσπάθησα να καταγράψουμε τους διάφορους παράγοντες που επηρεάζουν την άσκηση της περιφερειακής πολιτικής αλλά και τα σημαντικότερα κατά την άποψη μου μέσα τα οποία θα μπορέσουν να συμβάλουν στην ανάπτυξη των περιφερειών, στην εξέλιξη τους και στην ευημερία των κοινωνιών και των οικονομιών που δραστηριοποιούνται σε αυτές. Κοινή συνισταμένη στην αντίληψη μου είναι η ανάγκη για κατανόηση των συνθηκών που επικρατούν στην παρούσα περίοδο ώστε να μπορέσουμε να κατανοήσουμε τους παράγοντες και τους μηχανισμούς που δρουν και επηρεάζουν τις επιλογές μας, καθώς και την αντίληψη των συνθηκών και των δυνατοτήτων μας ώστε να δομήσουμε ένα περιβάλλον περιφερειακής ανάπτυξης και αποκέντρωσης, μια κοινωνία όπου ο άνθρωπος θα μπορεί να ελέγχει μάλλον το κοινωνικό του περιβάλλον, παρά να βρίσκεται στο έλεος του.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *