Σαν ασπρόμαυρη τηλεόραση. Έφυγε η “φωνή” των Ελλήνων ο Γιάννης Διακογιάννης στα 91 του χρόνια

Έφυγε σήμερα στα 91 χρόνια η “φωνή” που μεγάλωσε την γενιά μου αλλά και πολλές ακόμα γενιές. Έφυγε; όχι γιατί θα συνεχίζει να μας ενώνει και να μας δονεί για πάντα. Πριν λίγα χρόνια, 4- 5 περίπου, είχα την ξεχωριστή τιμή να μου παραχωρήσει μια συνέντευξη στο διάστημα των διακοπών του στο νησί μας και την παραθέτω:

«Με έκανες να χάσω δέκα πέντε λεπτά από το μπάνιο μου», όπα, κίτρινη κάρτα από τα αποδυτήρια. Είχα καθυστερήσει δέκα πέντε λεπτά στο ραντεβού με τη «φωνή» που μεγάλωσα, όπως και όλα τα παιδιά της γενιάς μου. «Πως μας ταράζει και πως μας δονεί του Διακογιάννη η φωνή», κάθε Κυριακή βράδυ καρφωμένος μπροστά στη τηλεόραση, σε ένα εβδομαδιαίο ραντεβού που περίμενα εναγωνίως και για το οποίο τίποτα δεν στεκόταν εμπόδιο για να το χάσω. Το μουσικό σήμα της εκπομπής λειτουργούσε κάτι σαν συναγερμός, όλοι στο σπίτι, πιάναμε τις θέσεις μας και απλωνόταν παντού η σιωπή. Μέχρι να αρχίσει ο τσακωμός, γιατί το ποδόσφαιρο τροφοδοτεί την ατμόσφαιρα με ένταση, πολύ περισσότερο, όταν η οικογενειακή «κερκίδα» είναι ποδοσφαιρικά πολύχρωμη.
Και όμως ο αχαΐρευτος καθυστέρησα δέκα πέντε ολόκληρα λεπτά, γι’ αυτή την 20λεπτη συνέντευξη με έναν άνθρωπο που θαύμαζα και που θα είχα την ευκαιρία να τον γνωρίσω από κοντά. Κάτι ψέλισσα σαν δικαιολογία και προσπάθησα να ξεχάσω τη γκάφα μου, για να αξιοποιήσω την ευκαιρία που μου παρουσιαζόταν να μιλήσω με το Διακογιάννη και να τον ρωτήσω πράγματα που ήθελα όλα αυτά τα χρόνια, όταν τον παρακολουθούσα ως θεατής. Ναι, ήμουν αποφασισμένος να απολαύσω τη συζήτηση. Άλλωστε, πέρα απ την «κίτρινη κάρτα», από τα πρώτα δευτερόλεπτα της συνάντησης διέκρινα έναν άνθρωπο, απλό, ήρεμο, μειλίχιο, ευγενικό και από τις πρώτες του κουβέντες φάνηκε το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του, η ευρυμάθεια.
Πριν αρχίσουμε τη συνέντευξη μου λέει « να μιλήσουμε για ότι θες, εκτός από πολιτική» έγνεψα συγκαταβατικά, αλλά μιλήσαμε και για πολιτική, «ο Αντρέας δεν φέρθηκε καλά στον Ρωμαίο, όταν ήταν στην ΕΡΤ», ο λόγος για τον συμπατριώτη μας που έχει διατελέσει Πρόεδρος στην ΕΡΤ, αλλά και Αντιπρόεδρος στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, καθώς επίσης και Υπουργός. Έριξε επίσης το «καρφί» του για τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, με την ευκαιρία της συζήτησης για τον φίλο του, τον Όσιμ. Μιλήσαμε επίσης και για μουσική και θέατρο.
Κάθισα λοιπόν αναπαυτικά, πήρα βαθειά ανάσα και το «ταξίδι» ξεκίνησε. Οφείλω να ομολογήσω την αμήχανη στιγμή, όταν στέκεσαι μπροστά σε τέτοιους ανθρώπους, γιατί δεν ξέρεις από πού να πρωταρχίσεις. Το Γιούρο 2016 και η κατάκτηση του από την Πορτογαλία ήταν μια καλή ευκαιρία, μετά η συζήτηση «χάθηκε» στο χρόνο και στα γεωγραφικά πλάτη της υδρογείου, όπου παιζόταν μπάλα. Είχα απέναντι μου έναν άνθρωπο ο οποίος έχει ταξιδέψει σε 59 χώρες, «εκτός από τη Νορβηγία και την Αλβανία», τα παράλια της οποίας ήταν ακριβώς απέναντι μας.
Γεννήθηκε στο Παγκράτι, Αθηναίος δηλαδή, γι’ αυτό και «βάζελος», έλκει την καταγωγή του από τις Κυκλάδες, την μικρή και πανέμορφη Ίο, την οποία έχω επισκεφθεί όταν ήμουν φοιτητής, ρέει στις φλέβες του γαλλικό αίμα, εκ μητρός, γι’ αυτό στον τελικό υποστήριζε τη Γαλλία, αν δεν ήταν η Γαλλία στο τελικό και ήταν η Ιταλία θα υποστήριζε την εθνική της γειτονικής χώρας, την οποία έχει επισκεφθεί πολλές φορές και μίλησε με θαυμασμό για το ποδόσφαιρο της, αν και δηλώνει λάτρης του Αγγλικού ποδοσφαίρου. Συμφωνήσαμε ότι μας αρέσει η Βερόνα, ως πόλη, έχουμε παρακολουθήσει και οι δυο συναυλίες στην Αρένα, ενώ ποδοσφαιρικά οι gialloblu είχαν πάρει το πρωτάθλημα Ιταλίας το 85 με τον Έλκιερ, τον Μπρίγκελ, τον Ντι Τζενάρο και τους υπόλοιπους.
Κατά την άποψη του η καλύτερη ομάδα ήταν η Βραζιλία του 70, ναι αυτή η Βραζιλία από την οποία η Εθνική μας, εκείνη την χρονιά, στο θρυλικό Μαρακανά είχε αποσπάσει 0-0. Ήταν το πρώτο παιχνίδι του Κωστάκη Ιωσηφίδη και ο αείμνηστος Αλκέτας Παναγούλιας του είχε αναθέσει να μαρκάρει τον Ριβελίνο. Οι οδηγίες που του είχε δώσει ήταν «Κωστάκη παιδί μου, κοίτα θα φας μια ντρίπλα, θα φας και δεύτερη και τρίτη και τέταρτη, όγδοη δεν θα φας». Ο Ριβελίνο έγινε αλλαγή στο ημίχρονο. Και ο Ιωσηφίδης ήταν από τους κορυφαίους του αγώνα.
Σίγουρα ο καλύτερος ποδοσφαιριστής όλων των εποχών, για τη «φωνή», είναι ο Πελέ, «ναι» τον κόβω, διακινδυνεύοντας να δεχτώ και δεύτερη κίτρινη που θα ισοδυναμούσε με κόκκινη κάρτα, «αλλά ο Γκαρίντσα, ίσως ήταν καλύτερος ντριπλαδόρος από τον Πελέ». Η απάντηση ήταν αποστομωτική για την αυθάδεια μου «ναι, αλλά ο Πελέ ήταν καλύτερος αθλητής». Τολμούσα να φέρω αντίρρηση σε έναν άνθρωπο που είχε δει το Παγκόσμιο του 54 και μετά ένα σωρό διοργανώσεις και εγώ τον Γκαρίντσα, τον έχω δει μόνο μέσα από διάφορα αποσπάσματα που αλιεύω από το διαδίκτυο. Θρασύς. Αλλά για μένα ο Γκαρίντσα εκπροσωπεί το πρότυπο μου για τον ποδοσφαιριστή, ο οποίος πρέπει να είναι μπαλαδόφατσα, αλκοολικός, γυναικάς, αλητάκος και τζογαδόρος. Ο Γκαρίντσα ήταν όλα αυτά και έτσι πέθανε. Αυτή είναι φιλοσοφία ζωής, η μπαλαδόφατσα ζει, γεύεται και απολαμβάνει την στιγμή που “σκάει” την ντρίμπλα στον αντίπαλο του. Αυτή είναι η ηδονή του, δεν τον ενδιαφέρει το αποτέλεσμα. Απλά να χαρεί “ξευτελίζοντας” τον αντίπαλο. Ο Πελέ ήταν «ορθολογιστής» και «νοικοκύρης» κάτι που δεν γουστάρω. Για αυτό στο δίλημμα «Πελέ ή Μαραντόνα», προσωπικά προτιμώ τον αλητάκο. Ο Μαραντόνα, μου λέει ο μύθος που έχω απέναντι μου, είναι καλύτερος από τον Μέσι, γιατί πήρε ένα Παγκόσμιο Κύπελλο στο Μεξικό, με μέτριους παίχτες δίπλα του, κάτι που ο Μέσι δε το έχει καταφέρει. Αν και ο ίδιος μεταξύ Πελέ και Μαραντόνα, βάζει ανάμεσα τους τον Ντι Στέφανο.
Εκεί που όντως ζαλίστηκα, ήταν όταν μου είπε ότι έχει δει τον «Μαύρο Πάνθηρα» να αγωνίζεται. Λεβ Γιασίν. Ο επονομαζόμενος και «μαύρη αράχνη» για τα μακριά του χέρια, δεν έπεφτε κάτω, «διάβαζε» τις φάσεις και βρισκόταν εκεί που έπρεπε την κατάλληλη στιγμή. Πόσο ζήλεψα τον συνομιλητή μου, για όλα αυτά που έχει δει και τα έχει ζήσει, ενώ εγώ απλά τα έχω διαβάσει. Μα τον Λεβ Γιασίν να αγωνίζεται; Ας τον έβλεπα και ας έδινα ένα νεφρό. Και ένα χέρι, για να έβλεπα τον Γκαρίντσα.
Τα 20’ λεπτά έχουν γίνει 45’ και μου κάνουν σήμα ότι πρέπει να κλείσω. Τον ευχαριστώ και εισπράττω την απάντηση «πέρασαν κιόλας τα 20 λεπτά;». Ναι κυρ Γιάννη πέρασαν και ήταν σαν να πέρασε μια ολόκληρη ζωή που ήθελα να ζήσω και δεν την έζησα. Ή τουλάχιστον να δω όλα αυτά που εσύ έχεις ζήσει και μας τα έχεις περιγράψει και με έκαναν να κολλήσω με τη μπάλα.
Υ.Γ 1
Όταν τον αποχαιρετούσα του είπα ότι θα ήθελα να ήμουν το βράδυ στην εκδήλωση της έναρξης του 19ου Φολκλορικού Φεστιβάλ, όπου θα τον βραβεύσουν, αλλά δεν προλάβαινα. «Είναι τιμή για μένα που θα με βραβεύσουν, αλλά όταν αρχίσει η μουσική θα φύγω, γιατί πριν λίγες ημέρες έχασα την σύζυγό μου, φοράω τη βέρα της» και μου δείχνει το χέρι του. Θυμήθηκα τη μάνα μου, που φόραγε τη βέρα του πατέρα μου μέχρι το τέλος.
Μας μεγάλωσαν άνθρωποι, μιας γενιάς με αρχές, εμείς δεν ξέρω πως ξεπέσαμε έτσι…

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *