Ποίηση ή στιχογραφική «κακοποίηση»? Του Σπύρου Άνδρεϊτς

Αν ο ποιητής μας δεν έχει αυθεντικό αισθητήριο και μουσικό αυτί μελωδού, οιποιητικοίτου ήχοι θα φτάνουν στη συνείδησή μας άμουσοι και παράτονοι σαν κρότοι φορτηγών που ξεφορτώνουν μπάζα

Ίσως λίγοι σήμερα εξακολουθούν να πιστεύουν ότι η λογοτεχνία και ειδικότερα η ποίηση παίζει έναν πρωτεύοντα ρόλο στη ζωή μας. Ωστόσο, αρκετοί ακόμη συνεχίζουν να τη διαβάζουν και να την απολαμβάνουν. Το ερώτημα είναι: γιατί άραγε; Η αλήθεια είναι ότι ο κάθε άνθρωπος αναζητά κάποιες προσωρινές έστω ερμηνείες στα καθημερινά, αλλά και τα βαθύτερα αινίγματα της ύπαρξής του. Τούτο σημαίνει πως χρειάζεται να πραγματοποιεί μια ποιοτική διύλιση των αναρίθμητων ερεθισμάτων που διεγείρουν τα αισθητήριά του. Να αρνείται να καταπίνει αμάσητο το κουρκούτι της στείρας παλιλλογίας, όπου όλα δείχνουν να είναι ακριβώς τα ίδια. Ξεφεύγοντας από το βάλτο της στασιμότητας! Κι εδώ έρχεται να μας ανυψώσει θεραπευτικά η αρμονία, η ομορφιά και η εύστοχη εικονοποιία της άξιας του ονόματός της ποίησης. Εκείνης της τέχνης η οποία αξιοποιεί στο μέγιστο βαθμό τη συγκινησιακή λειτουργία της γλώσσας με θαυμαστή πυκνότητα και εσωτερικό μουσικό ρυθμό. Γιατί μια βαθιά, εσωτερική μουσική είναι η ψυχή της αληθινής ποίησης.
Εάν η αξιόλογη λογοτεχνία και προπάντων η ποίηση αναζωογονεί και μεταβάλλει τις νοερές αναπαραστάσεις του κόσμου μας, εάν μας απαλλάσσει από τα στερεότυπα χωρίς να μας προσβάλει, αυτό γίνεται επειδή είναι μια φωνή μύησης στο νέο που αναδύεται και όμως ταυτόχρονα μιας βαθιάς οικειότητας με το ανεξερεύνητο που υπάρχει μέσα μας, αλλά δεν του επιτρέψαμε ν’ ακουστεί.

Από τη δουλική αναπαραγωγή και διάδοση δανεισμένων φράσεων, από τη συνεχή χρήση ξένων σκέψεων ανακύπτει η ανάγκη απεγκλωβισμού. Ποιοι δεν έχουν νιώσει την προσδοκία να κατακτήσουν επιτέλους το έπαθλο της αυτοανακάλυψης, μ’ εκείνη τη νέα συνείδηση που θα αφαιρεί επιτέλους το επικάλυμμα των φαινομένων; Έτσι που ξέχειλοι από αισθήσεις πρωτοφανέρωτες να επιχειρήσουν το αόρατο, αλλά πανανθρώπινης σημασίας, ταξίδι των ενδόμυχων διαδρομών. Ο ίδιος ο εαυτός, άλλωστε, δεν αναδιατάσσεται από τους νέους τρόπους κατανόησης, από τα διαφορετικά σχήματα αντίληψης, που γεννούν συνάμα και νέους τρόπους έκφρασης;
Το θέμα έχει μεγάλη έκταση και πολλές πτυχές. Ωστόσο, η ποιητική ειλικρίνεια, παρακάμπτοντας τις «δεσμευτικές» κατευθύνσεις που υπαγορεύουν, εμμέσως πλην σαφώς, οι κλίκες «συναλλακτικού αλληλοθαυμασμού», είναι η μόνη ικανή να μας μεταφέρει σε σφαίρες ανέγγιχτες από τις σκηνοθετημένες αξιολογικές παραδοχές τους.

Η απροσποίητη και ακηδεμόνευτη ποιητική έκφραση, προϊόν ώριμης και συχνά πολυώδυνης εξατομίκευσης, είναι η μόνη ικανή να εκθρονίσει τις στοιχισμένες, αλλά αριθμητικά ασήμαντες μειοψηφίες, που επιδεικτικά αποφθέγγονται άπαξ δια παντός για την ενδεχόμενη αξία έργων και δημιουργών.

Με άλλα λόγια, όσοι δημιουργοί μιμούνται τα καμώματα που επιβάλλει το δεσπόζον προσκαιρινό γούστο των κλικών, σπαταλούν αδέξια το ταλέντο τους βυθιζόμενοι στο τέλμα του πανομοιότυπου. Υιοθετούν έτσι τη στάση κάποιων μωροφιλόδοξων που θεωρούν ότι πια τίποτα δεν τους λείπει, αφού «όλοι» τα ίδια κάνουν και τα ίδια προτιμούν, ενώ η υποτιθέμενη «ευτυχία» τους είναι ένα βαρετό αναμάσημα χωρίς καμιά προοπτική αυτοβελτίωσης, χωρίς το παραμικρό ίχνος προσωπικού βάθους.

Επί της ουσίας, βέβαια, τα ναρκισσευόμενα μέλη των «εταιρειών πάρε-δώσε» ελάχιστα νοιάζονται για το ποιητικό θαύμα. Αυτό που πρώτιστα τους απασχολεί είναι η ικανοποίηση της ανεχόρταγης κενοδοξίας τους και η ενίσχυση της μεγαλομανίας τους δια της απονομής ευσήμων που οι ίδιοι και οι παρέες τους επιδικάζουν κατά το λυσιτελές δοκούν.
Εντελώς αντίθετα προς όλους εκείνους που επιθυμούν την κατοχύρωση ενός ομοιόμορφου και τυποποιημένου τρόπου γραφής, η αληθινή ποίηση συναγείρει τις ξεχωριστά μοναδικές πτυχές και τις ανεπανάληπτες αποχρώσεις των ατομικών συνειδήσεων.

Που πάει να πει, ποιήματα που δεν τρέφονται ολότελα από τις φυσικά, ψυχικά και πνευματικά βιωμένες και απολύτως συγκεκριμένες αλήθειες της ολοζώντανης ύπαρξης, δεν είναι τίποτε άλλο από παραφουσκωμένες γενικευτικές μπουρμπουλήθρες. Και καταλήγουν τόσο συχνότερα να γίνονται τέτοιες όσο μεγαλύτερος είναι ο τρόμος της «λογοτεχνικής» διαφοράς ή ανομοιότητας με τη διαδεδομένη τάση, το ρίγος της μη εξομοίωσης με τα απαράλλακτα πρότυπα της ποιητικής μόδας, η αφόρητη μοναξιά της ανεπανάληπτα προσωπικής φωνής.

Και για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι: Η αληθινή ποίηση ομολογεί ότι η αξία ενός ποιήματος συντίθεται από την αρμονική και αδιάσπαστη συγχώνευση των έναρθρων ήχων με τα σημαινόμενά τους. Ο Γέιτς πρέσβευε ότι η (ποιητική) συγκίνηση δεν υφίσταται καν, αν δεν γίνεται ψηλαφητά αντιληπτή και ενεργή, μέχρι δηλαδή να βρει την αλάθευτη έκφρασή της με το ιδιαίτερο χρώμα, με τον ιδιαίτερο ήχο και με την ιδιαίτερη μορφή της.

Η ποίηση που πράγματι αγγίζει, συγκινεί και νοηματοδοτεί διαχρονικά το μυστήριο της ανθρώπινης κατάστασης είναι το ισόρροπο γινόμενο των συναισθησιακά απτών ήχων (δηλαδή του ρυθμού + των μετρικών ακολουθιών + των μελωδικών σχημάτων + των αρμονικών συνηχήσεων) επί τα σημαινόμενα βάθη (των αξιών + των μνημονικών και φαντασιακών εικόνων + των ιδεών + των ηθικών παρορμήσεων).

Οι συναισθησιακά απτοί ήχοι, έχοντας υλική φωνητική υπόσταση, αντιλαλούν σωματικά όχι μόνο τις έρρυθμες λειτουργίες της καρδιάς και της φυσικής μας ανάσας, αλλά διεγείρουν συνδετικά τις βασικές αισθήσεις της οργανικής μας ζωής.

Και αυτό, ιδιαίτερα στην ποίηση, δεν εξασφαλίζεται με βαρύγδουπους λογιοτατισμούς! Ούτε υφαίνεται με αναμείξεις στους αργαλειούς των έντυπων και ηλεκτρονικών λεξικών… Αποχτιέται με πλήρη και σεμνή υποταγή στην αξεπέραστη ζωντάνια της αυθεντικής προφορικής λαλιάς.

Ενώ τα σημαινόμενα βάθη δεν είναι κάποιοι μετέωροι, αφηρημένοι και αιωρούμενοι στοχασμοί, αλλά το σύνολο των βιωμένων μύχιων συναισθήσεων, των αποκαλυπτικών πνευματικών αναλαμπών του καθαρόψυχου δημιουργού. Αυτές που μεταγγιζόμενες φωτίζουν διερμηνεύοντας τις ποιητικές συνειδήσεις που όντως αγρυπνούν.

Όταν απουσιάζει ή χωλαίνει το ένα από τα δύο αυτά θεμελιώδη σύνολα και ιδίως το πρώτο (δηλαδή η συνηχητική αρμονία), που αποτελεί τον καμβά και την ηχώ του νευρικού μας συστήματος, χάνεται αμέσως η ικανότητα της μαγικής ανάκλησης των συναισθημάτων που γεννιούνται από την εύηχη ακολουθία των φθόγγων. Τότε η ποίηση καταντά αδιάβατη δυσαρθρία και άγαρμπη παραφωνία και το μόνο που πιθανόν πια της μένει είναι η επίδειξη ρητορικών περικοκλάδων ή ηχηρών ψευτοδιλημμάτων που εκφέρονται με σμπάρους και βολές εναντίον αντίζηλων «ιδεολογιών». Η ρητορική όμως, και μάλιστα η ποιητική ρητορική, αυτή που κάνει επίδειξη πολυμάθειας με δεκάδες «δανεισμένες» παραπομπές και «ξακουστά» αλλότρια αποσπάσματα, ουδεμία έχει σχέση με την αισθητική βίωση, αφού είναι αιωνίως θεραπαινίδα της «πνευματικής» εξουσιομανίας και του στόμφου που τη συντροφεύει.

Χωρίς την αναντικατάστατη μοναδικότητα της ποιητικής σύνθεσης ως ταυτόχρονης και αξεχώριστης φωνητικής μελωδίας και νοηματικής αρμονίας, θα υπήρχαν άπειρες και εντελώς ισότιμες εκδοχές του κάθε ποιήματος με συνωνυμικές μόνο παραφράσεις των λεξικών μονάδων που το απαρτίζουν.

Από την άλλη πλευρά, βέβαια, γνωρίζουμε ότι ορισμένοι τύποι ποιητικού αίματος είναι εξάπαντος ασύμβατοι, επειδή απλούστατα γέρνουν μελωδικά περισσότερο προς τον πόλο των φυσικών μας ρυθμών από τον πόλο της στοχαστικότητας και αντίστροφα. Ωστόσο, όσο κι αν αποκλίνουν προς τον ένα εκ των δύο, δεν αναιρούν ούτε καταργούν τον άλλον, γιατί τότε θα διέτρεχαν τον άμεσο κίνδυνο της πλήρους ποιητικής αυτοκατάλυσης.

Είναι αναμενόμενο ότι μια τέτοια ολοκάθαρη στάση οι «αρμόδιοι» κύκλοι θα την εκλάβουν ως αιρετική. Είναι φυσικό ότι όσοι εμφορούνται από αυτές τις ιδέες θα πρέπει να διαλέξουν την απώλεια των προνομιακών εξυμνήσεων του έργου τους, να εγκαταλείψουν τα πυρετώδη γλειψίματα για την κατάκτηση παροντικής λογοτεχνικής καριέρας ή «ακαδημαϊκής» εξουσίας, να αποκρούσουν τη γελοιωδώς μηχανική μεταφύτευση ποιητικών «συνταγών» εκ της αλλοδαπής. Να μην επιτρέψουν τον ευνουχισμό της δίκαιης οργής τους απέναντι στο ψεύδος των προβεβλημένων «αριστουργημάτων» από τους ποικιλώνυμους πράκτορες της «λογοτεχνικής κουλτούρας».
Μια τέτοια ουσιώδης και πανταχόθεν αισθητή ποίηση είναι μια υπαρκτή ανάγκη και όχι κάποια ιδεοληψία. Αποτελεί πάντοτε μια ευρέως «θρησκευτική» πράξη, μια πνευματική ιερουργία διάσωσης όλων των «διαγνωστικών» μας διαισθήσεων και των ενδόμυχα φυλαγμένων αξιών μας. Είναι μια θαλπερή ποίηση ειλικρίνειας κι αλήθειας που αφήνει ορατά τα σημάδια της, όχι στους παγωμένους εγκεφάλους των απρόσωπων και των ουδέτερων, αλλά στα παλλόμενα κύτταρα της καρδιάς των ζωντανών και των ευαίσθητων.

Οι τελευταίοι ήδη αλαφιάζονται από τους ανατριχιαστικούς τριγμούς των σημερινών στιχουργημάτων. Ιδίως μάλιστα των «ανθολογημένων» από στομφώδεις «ειδικούς» γνωμοδότες τα οποία όταν απαγγέλλονται (η ποίηση πραγματώνεται κατεξοχήν εκφωνητικά!) τσεβδίζουν, γογγύζουν και συρίζουν σαν σκύρα και θρύψαλα που βαριοπατιούνται. Γιατί είναι νομοτέλεια οικουμενική: χωρίς γλωσσικό, χωρίς ποιητικό αίσθημα πέφτεις πάντα ανεπίγνωστο θύμα της χασμωδίας και της ακαταληψίας.

Κάποιοι καλοί φίλοι με προέτρεψαν να παραθέσω σχετικά δείγματα γραφής. Ειλικρινά θεωρώ ότι κάτι τέτοιο θα «εξέθετε» μερικούς μόνο στίχους, ενώ θα ήταν ελάχιστα αντιπροσωπευτικό του ογκώδους σώματος της «κακοποίησης» για την οποία γίνεται λόγος παραπάνω.

Αντ’ αυτού λοιπόν, κι αν δεν θεωρούμε την ποίηση μια απροσπέλαστη ενασχόληση για λιγοστούς «εκλεπτυσμένους» μύστες και αλλοπαρμένους επαΐοντες, ας χρησιμοποιήσουμε ένα κεντρικό και άσφαλτο κριτήριο: τι ποσοστό σύγχρονης ποίησης συναρπάζει το μέσο αναγνώστη σε τέτοιο βαθμό  ώστε πραγματικά να προβεί σε μια πηγαία επαινετική μνεία «ποιητικής ανακάλυψης» προς απληροφόρητους, πνευματικά όμως ευαίσθητους τρίτους ή τουλάχιστο σε μια δεύτερη έστω ανάγνωση; Και τι ποσοστό απορρίπτεται με μορφασμούς αποδοκιμασίας επί τη εμφανίσει; Αυτό άριστα το γνωρίζει ο κάθε αναγνώστης, ο οποίος τυχαίνει να διαβάζει προϊόντα της εγχώριας ποιητικής παραγωγής των ημερών μας.

Τα έργα που χτίζονται στη βάση των ποιητικών αρχών που προαναφέρθηκαν, οι οποίες δυστυχώς όλο και πάνε να ξεχαστούν, θα λογίζονται πάντα καταφύγια σωτηρίας απέναντι στο σημερινό εκτεταμένο ποδοπάτημα της ποιητικής καλαισθησίας. Γιατί θα χειραφετούν και θα απελευθερώνουν από τη φθοροποιό έγνοια της τωρινής επίπλαστης «ιεράρχησης». Γιατί με το ήρεμο κύρος τους θα εξοστρακίζουν τις τερατώδεις αρλουμπολογίες που στις μέρες μας κατευθύνουν την αξιολόγηση έργων και δημιουργών με τη μορφή «στημένων» κριτικών επαίνων. Γιατί θα ματαιώνουν την ωμή υποδούλωση των ψυχών μας στην ανιαρή αχρωμία και μονοτονία μιας ξέπνοης, κομπλεξικά αρχαϊστικής, ανούσια αφηρημένης ή πλαδαρά γενικευτικής ποιητικής έκφρασης, η οποία, εκτός λίγων εξαιρέσεων, έχει κατακυριεύσει το ποιητικό μας τοπίο τα τελευταία χρόνια.
Μια εντονότερη παρουσία της ολόπλευρα ζωντανής κι αισθητής ποίησης (αυτής δηλαδή που συγκινεί συνθετικά τις πτυχές της συνείδησής μας) θα (ανα)γεννούσε ένα νέο «ποιητικό» κίνημα λατρευτικής υπεράσπισης των άδολων, των απολυτρωτικών και αθωωτικών αξιών της ύπαρξής μας, που γίνονται όλο και πιο δυσεύρετες. Αυτών ακριβώς δηλαδή των ζωτικών αξιών τις οποίες ισοβίως χρειαζόμαστε, αφού από τη μια μας εμψυχώνουν κατά τη δύσβατη διαδρομή της ύπαρξής μας, κι από την άλλη αναδρομικά τη νοηματοδοτούν όταν πλησιάζει το αναπόδραστο τέλος της.

Μέσα στην όλο και περισσότερο προσκαιρινή, αποξηραμένη και άρρυθμη «ποιητική» παραγωγή των ημερών μας, η οποία μάλιστα συχνά βραβεύεται κιόλας από εξίσου κακόμουσες κριτικές επιτροπές, ας μην ξεχνάμε ότι η αληθινή ποίηση ήταν και θα παραμείνει μια τέχνη προπάντων και κατεξοχήν προφορική, υπέρτατα εύηχη και διεισδυτικά εύφωνη, το πιο ιερό τραγούδισμα της εξελισσόμενης ανθρωπινότητάς μας. Καμιά απολύτως ποιητική συγκίνηση δεν γεννιέται με παράφωνες στιχουργίες, με φάλτσες παρατάξεις δυσπρόφερτων κι αφηρημένων λέξεων ή με τη βουβή ανάγνωση μιας νυσταλέας ή ψόφιας σελίδας.

Επομένως, όλες οι θεωρητικά βαρύγδουπες και προαποφασισμένα ευμενείς κριτικές τέτοιων άψυχων κι «άφωνων» ποιητικών παραλλαγμάτων περιττεύουν! Με χαώδη συλλογιστικά άλματα συσχετίζουν τερατωδώς τις πιο ασυμφιλίωτες ιδέες, ενώ με διαρκείς ελιγμούς σκαρφίζονται ασυνάρτητες παρερμηνείες κι αλλόκοτες υπερερμηνείες (ράβδος εν γωνία…!) που δεν προκύπτουν από πουθενά.

Συμπερασματικά, χωρίς γλωσσική αρμονία, ποιητική πρώτα απ’ όλα, αλλά κι ευρύτερα λογοτεχνική φωνή δεν νοείται. Και τούτη θέλει εξάπαντος κι εξαρχής αυτί ποιητικού μελωδού. Επίμονα κι ενάντια στις κακοφωνίες των «μοδάτων» ποιητικών σκιτζήδων, χωρίς αυτόν τον αναντικατάστατο κι εν πολλοίς έμφυτο ρυθμιστή οι ήχοι της «ποιήσεως» από παλμοί ζωής θα φτάνουν στη συνείδησή μας άμουσοι και παράτονοι σαν κρότοι φορτηγών που ξεφορτώνουν μπάζα.

 

Ο Σπύρος Άνδρεϊτς υπηρετεί επί δεκαετίες τον χώρο της διδακτικής των Αγγλικών και ευρύτερα των Ξένων Γλωσσών, κατέχοντας συναφή ειδίκευση με μεταπτυχιακά προσόντα.

Δοκιμιογραφεί από τα νεανικά του χρόνια επί θεμάτων κοινωνικών, πολιτικών, φιλοσοφικών και λογοτεχνίας.

Ήδη 11 βιβλία του κυκλοφορούν στα Αγγλικά σε ηλεκτρονική, χαρτόδετη και σκληρόδετη μορφή στο AMAZON.COM (2 βιβλία δοκιμίων, 3 λογοτεχνικά, και 6 διδακτικής της Αγγλικής γλώσσας).

https://www.amazon.com/stores/Spyros%20Andreits/author/B0CD2LHNRT

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *