Αρχή σοφίας, τουρκικών ονομάτων επίσκεψις. Γράφει ο Σωτήρης Λίβας*

Οταν τον Μάρτιο του 2022, η Τουρκία ζητούσε επίσημα από τον ΟΗΕ την αλλαγή της διεθνούς εκφοράς του ονόματός της από Turkey σε Τürkiye, πολλοί ήταν αυτοί –και στην Ελλάδα– που αντιμετώπισαν τη συγκεκριμένη κίνηση χλευαστικά.

Ομως η ονοματοθεσία, όπως λέει και ο Σωκράτης στον πλατωνικό «Κρατύλο», δεν είναι «κάτι ασήμαντο, ούτε έργο ασήμαντων ανδρών ούτε τυχαίων». Τα ονόματα, μας λέει ο Πλάτωνας, είναι όργανα που χρησιμεύουν στο να διδάσκουμε και να διακρίνουμε τον τρόπο με τον οποίο είναι πλασμένα τα πράγματα – ποια είναι η ουσία τους. Σε κάποιες, μάλιστα, περιπτώσεις, τα ονόματα καθορίζουν και την ίδια τη φύση των πραγμάτων.

Και οπωσδήποτε μία από αυτές τις περιπτώσεις έχει να κάνει με την τουρκική επιμονή για την αλλαγή της ονομασίας των Στενών στους χάρτες για τα περιοχικά σχέδια της Ανατολικής Μεσογείου του ΝΑΤΟ από Στενά Δαρδανελίων και Βοσπόρου (όπως κατονομάζονται στη Σύμβαση του Μοντρέ) σε Στενά «Τσανάκαλε» και «Ιστανμπούλ». Η τουρκική αντιπροσωπεία έχει ζητήσει επίσης τη χρήση του προσδιορισμού «τουρκικά» και για τα δυο Στενά (Turkish Straits), αλλά και τον προσδιορισμό της Κύπρου με τη χρήση αποκλειστικά και μόνο γεωγραφικών συντεταγμένων.

Είναι προφανές ότι αυτή η πολιτική διεκδίκησης ονοματοδοσίας και καθορισμού τοπωνυμίων σε διεθνές επίπεδο είναι άμεσα συνδεδεμένη με μια γενικότερη τουρκική πολιτική αναθεώρησης – εννοιών, ονομάτων, συμβάσεων, χαρτών, συνόρων. Οποιος μπορεί να βαφτίσει ένα πράγμα, μπορεί να καθορίσει και τον τρόπο που το βλέπει ο υπόλοιπος κόσμος. Και αυτός ο τρόπος πρέπει απαραίτητα να είναι «τουρκικός».

Υπό αυτήν την έννοια, δεν είναι τυχαία και η συνεχής ειρωνική, αλλά και συναισθηματική αναφορά του προέδρου Ερντογάν –τόσο σε σχέση με το θανατηφόρο ναυάγιο έξω από την Πύλο, όσο και σε σχέση με τις ταραχές στη Γαλλία που ακολούθησαν τον θάνατο του Ναέλ από πυρά αστυνομικού– στην απώλεια του ηθικού πλεονεκτήματος της Δύσης και στην υποκριτική της στάση σε σχέση με τον σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα.

Ειδικά, την τελευταία τη συνδέει με την αποικιοκρατία, την ισλαμοφοβία (πόσο μάλλον όταν του δίνουν λαβή ενέργειες σαν το κάψιμο του Κορανίου στη Στοκχόλμη από Σουηδό ιρακινής καταγωγής), αλλά και, την αγαπημένη του τελευταία λέξη, τον ιμπεριαλισμό.

Και, τέλος, η προσπάθεια επαναβάπτισης εννοιών επεκτείνεται και στο πεδίο της «τρομοκρατίας»: εκεί που η τουρκική κυβέρνηση δεν αρκείται στις σημαντικές αλλαγές που έχει ήδη επιφέρει στη σχετική νομοθεσία της η Σουηδία –στην προσπάθειά της να άρει τις επιφυλάξεις της Τουρκίας για την ένταξή της στο ΝΑΤΟ– και επιμένει σε ένα βέτο, το οποίο προφανώς και πρόκειται να διαπραγματευτεί σκληρά στο Βίλνιους. Και όσο η τουρκική κυβέρνηση μιλάει για «σουηδικές προσδοκίες που δεν είναι και σίγουρο ότι θα ευοδωθούν», τόσο η Σουηδία προχωράει σε απελάσεις υποτιθέμενων μελών του ΡΚΚ και σε συλλήψεις δικών της πολιτών με κατηγορίες χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

Την ίδια στιγμή, η Τουρκία αναλαμβάνει ή διατίθεται να αναλάβει μεσολαβητικό ρόλο στις διαφορές μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Ιράν, μεταξύ Ιράν και Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, ακόμη και μεταξύ Πριγκόζιν και Πούτιν (!), επανασυνδέεται διπλωματικά με την Αίγυπτο, προσεγγίζει το Ισραήλ, συζητάει με το Ριάντ για εγκατάσταση στρατιωτικής βάσης στο βασίλειο, ενώ προωθεί τα κινεζικά σχέδια για δημιουργία κοινής ναυτικής δύναμης στον Περσικό Κόλπο.

Η ανάληψη τέτοιων πρωτοβουλιών από μια χώρα με πληθωρισμό κοντά στο 45% μπορεί να μοιάζει με αμετροέπεια ή και με έκφραση μεγαλοϊδεατισμού – όμως η κυβέρνηση Ερντογάν ξέρει να παίζει το σχετικό παιχνίδι πολύ καλά.

Και αν πριν από κάποιο χρονικό διάστημα θα μπορούσε κάποιος να σκεφτεί ότι φιλοδοξία του Ερντογάν είναι να έχει αντικαταστήσει τον Κεμάλ ως «κεφαλή του έθνους των Τούρκων» στο ιστορικό ορόσημο των εκατό ετών από την ίδρυση της τουρκικής δημοκρατίας, μετά την επανεκλογή του τα πράγματα έχουν αλλάξει (και κατά έναν εντυπωσιακό, θα έλεγα, τρόπο).

Τώρα ο στόχος μοιάζει να είναι η συμπερίληψη της Τουρκίας στην Ευρώπη, αλλά όχι χατιρικώς, όχι σαν αγγαρεία, αλλά σε αναγνώριση αυτού που στο φαντασιακό του μέσου Τούρκου ισχύει απολύτως: η Τουρκία ως μεγάλη ευρωπαϊκή δύναμη, η Τουρκία ως αυτοκρατορία. Και ο Τούρκος πρόεδρος θέλει να το πετύχει αυτό κρατώντας ανέπαφη τη δέσμευση στις τουρκικές ηθικές αξίες, στην ψυχή της Τουρκίας – αυτήν ακριβώς που πρόδωσε ο Κεμάλ για χάρη των δυτικών.

Το σκηνικό που διαμορφώνεται δεν μοιάζει να δικαιώνει την αισιοδοξία του Ελληνα υπουργού Εξωτερικών που μίλησε χθες για «αξιοποίηση του θετικού κλίματος που έχει δημιουργηθεί [στις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών] ώστε να διαμορφωθούν συνθήκες για διάλογο». Γιατί αν το θετικό κλίμα εξαρτάται υποχρεωτικά από περιστάσεις ευμετάβλητες (γεγονός που επιβεβαιώνεται από τους προσδιορισμούς «των σεισμών» ή «των εκλογών» στη λέξη «διπλωματία»), ένα είναι σίγουρο: όταν παρέλθουν οι συγκυρίες, το κλίμα δεν θα μείνει το ίδιο.

*Καθηγητής στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο

ΠΗΓΗ:efsyn.gr

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *