Ο Αρχικλόουν Της Δύσης Και Οι Μιμητές Του: Το Φαινόμενο Τραμπ Και Η Κρίση Των Δημοκρατικών Αξιών «Όταν η πολιτική γίνεται τσίρκο, μην απορείς αν ο κλόουν κρατά το πυρηνικό κουμπί.» Γράφει ο Σπύρος Άνδρεϊτς
Η περίπτωση του Ντόναλντ Τραμπ δεν αποτελεί μια απλή εκτροπή από τον πολιτικό ορθολογισμό, αλλά σύμπτωμα βαθύτερων ρωγμών στο κοινωνικοπολιτικό οικοδόμημα των Ηνωμένων Πολιτειών και, ευρύτερα, της πολιτικά φιλελεύθερης δημοκρατίας στη Δύση. Η ανάδειξή του στην προεδρία για δεύτερη φορά δεν μπορεί να εξηγηθεί μόνο ως ιστορική παραξενιά. Αντίθετα, πρέπει να ιδωθεί ως αποτέλεσμα διαρκών τάσεων παρακμής, κρίσης εκπροσώπησης και μεταμόρφωσης της δημόσιας σφαίρας σε ένα φαιδρό θέαμα χωρίς επίγνωση των ολισθηρών συνεπειών του.
- Πώς είναι δυνατόν μια κραταιά χώρα, πυλώνας δημοκρατίας, να κυβερνάται από μια αλλόκοτη προσωπικότητα σαν τον Τραμπ;
Η άνοδος του Τραμπ είναι προϊόν μιας σύνθετης κρίσης:
Αποδιάρθρωση του πολιτικού λόγου: Η πολιτική έχει σταδιακά υποταχθεί στη λογική του θεάματος. Η δημόσια σφαίρα δεν είναι πλέον χώρος λογικού διαλόγου, αλλά μια αρένα εντυπώσεων. Ο Τραμπ, ως τηλεοπτική περσόνα, γνωρίζει πώς να εκμεταλλεύεται την τηλεοπτική σκηνοθεσία, τη διαφήμιση, τον ρυθμό των social media. Κυβέρνησε και συνεχίζει να κυβερνά περισσότερο με εξωφρενικά μηνύματα διαδικτύου παρά με παραγωγική πολιτική.
Αποξένωση μεγάλων κοινωνικών στρωμάτων: Η παγκοσμιοποίηση, η αποβιομηχάνιση και η τεχνολογική αναδιάρθρωση άφησαν πίσω τους εκατομμύρια εργαζόμενους. Ο Τραμπ πρότεινε μια απλοϊκή, αλλά συναισθηματικά αποτελεσματική αφήγηση: «Εγώ θα σας φέρω πίσω τις δουλειές σας». Ήταν μια υπόσχεση που δεν είχε καμία βάση ή τεκμηρίωση, αλλά είχε ισχυρό συμβολικό φορτίο.
Διάχυτη δυσπιστία προς τους θεσμούς: Από τα μέσα ενημέρωσης μέχρι τη δικαιοσύνη και την επιστήμη, η εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς έχει διαβρωθεί. Ο Τραμπ αξιοποίησε αυτό το κλίμα, εμφανιζόμενος ως ο μόνος «αυθεντικός» άνθρωπος που λέει τα πράγματα «έξω από τα δόντια» – έστω κι αν ψεύδεται ασύστολα ή παραβιάζει κάθε δημοκρατικό πρωτόκολλο.
- Σε τι οφείλεται ο ναρκισσισμός του Τραμπ που απειλεί τις δημοκρατικές αξίες;
Ο Τραμπ δεν είναι απλώς ένας αλαζόνας πολιτικός. Παρουσιάζει χαρακτηριστικά που προσομοιάζουν σε διαγνώσεις ναρκισσιστικής διαταραχής προσωπικότητας (NPD):
Ανατροφή σε περιβάλλον τοξικού ανταγωνισμού: Μεγάλωσε σε οικογένεια που δόξαζε την ισχύ, την επιβολή και την επιχειρηματική κυριαρχία. Ο πατέρας του, αυταρχικός και απόμακρος, ενίσχυσε την πεποίθηση πως η αδυναμία είναι ντροπή και ο κόσμος χωρίζεται σε νικητές και χαμένους.
Αίσθηση μεγαλείου: Ο Τραμπ θεωρεί τον εαυτό του σωτήρα. Όσοι δεν τον ακολουθούν είναι είτε ανόητοι είτε προδότες. Αυτή η οπτική τον καθιστά σχεδόν ανίκανο για την κατανόηση της πολυπλοκότητας του κόσμου, τον διάλογο ή την αυτοκριτική.
Μηδενική ενσυναίσθηση: Η διαχείριση κρίσεων (όπως η αντιμετώπιση της πανδημίας με… χλωρίνη!!! ή οι φυλετικές εντάσεις) αποκαλύπτει πλήρη απουσία ευαισθησίας. Ο πρόεδρος-τηλεπαρουσιαστής ενδιαφέρεται περισσότερο για την προσωπική του εικόνα παρά για την ευημερία των πολιτών.
Όταν αυτά τα χαρακτηριστικά συνδυάζονται με θεσμική ισχύ, η δημοκρατία απειλείται εκ των έσω – όχι με πραξικόπημα, αλλά με αργή διάβρωση της νομιμότητας και της πολιτικής κουλτούρας.
Παρά τις θεμελιώδεις διαφορές στην εποχή και το πολιτικό σύστημα, ορισμένοι παρατηρητές έχουν εντοπίσει συμπεριφορικές ομοιότητες μεταξύ του Ρωμαίου αυτοκράτορα Νέρωνα και του Ντόναλντ Τραμπ, ιδίως όσον αφορά την προσωπικότητα και τον τρόπο διακυβέρνησης. Κοινό χαρακτηριστικό και των δύο το έντονο επίπεδο ναρκισσισμού και αυτοπροβολής, που διαρκώς επιζητεί τη διαρκή προσοχή και τον θαυμασμό, ενώ η προσήλωσή τους στο “θέαμα” και την ψυχαγωγία αποτελεί κεντρικό στοιχείο της δημόσιας εικόνας τους – ο Νέρων μέσω των καλλιτεχνικών του επιδόσεων και των αγώνων, ο Τραμπ μέσω της τηλεοπτικής του περσόνας και των πολιτικών του συγκεντρώσεων που θυμίζουν “σόου”. Επιπλέον, αμφότεροι έδειξαν μια τάση να αψηφούν τους καθιερωμένους κανόνες και θεσμούς, υιοθετώντας μια αντισυμβατική προσέγγιση στην εξουσία, καταφέρνοντας να δημιουργήσουν μια πιστή βάση υποστηρικτών που αγνοεί ή αμφισβητεί την κριτική εναντίον τους, γεγονός που συμβάλλει στην πόλωση της κοινωνίας.
- Με τι κριτήρια τον επέλεξαν οι ψηφοφόροι του;
Η εκλογική βάση του Τραμπ δεν είναι ομοιογενής, αλλά μοιράζεται κάποιες κοινές ψυχοπολιτικές αγκυλώσεις:
Αντισυστημική οργή: Πολλοί ψηφοφόροι τον είδαν ως μέσο τιμωρίας του κατεστημένου. Η επιλογή του δεν ήταν απόρροια πολιτικού σχεδίου, αλλά μια ψήφος αγανάκτησης.
Ρητορική του φόβου: Η ρητορική του επικεντρώνεται σε απειλές: μετανάστες, «σοσιαλιστές», μειονότητες, Κίνα, παγκοσμιοποίηση, κ.ά. Το ακροατήριό του δεν ελπίζει – απλά και μόνο φοβάται. Και ο Τραμπ προσφέρει απλές απαντήσεις σε σύνθετες αγωνίες.
Ταυτότητα και κουλτούρα: Σημαντική μερίδα των ψηφοφόρων του ανήκει στη λευκή, αγροτική και μικροαστική Αμερική. Εκείνοι που ένιωσαν ότι χάνουν την πολιτισμική τους κυριαρχία βρήκαν σε αυτόν ένα συμβολικό ήρωα μιας χαμένης εποχής.
Μιντιακή κανονικοποίηση: Τα παραδοσιακά ΜΜΕ – ακόμα και αυτά που τον αντιπολιτεύονται – βοήθησαν άθελά τους στην άνοδό του. Η τηλεόραση και τα κοινωνικά δίκτυα πρόβαλλαν τις υπερβολές του, την επιθετική του γλώσσα και τα σόου του, καθιστώντας αυτόν τον αμφιλεγόμενο πολιτικό σε ισχυρό επιδραστικό ηγεμόνα.
- Η «λογική του meme=ατάκας» ως νέα πολιτική γλώσσα
Ο Τραμπ είναι ίσως η πιο χαρακτηριστική περίπτωση πολιτικού που λειτούργησε με βάση τη λογική του βουερού συνθήματος. Στη νέα αυτή λογική, η πληροφορία καθόλου δεν κρίνεται ως αληθής ή ψευδής, αλλά αποκλειστικά ως εντυπωσιακή ή αδιάφορη. Το meme είναι ένα σύντομο, λίαν φορτισμένο μήνυμα – συνήθως εικόνα ή ατάκα – που αποσκοπεί όχι στην πειθώ, αλλά στην ταχεία αναπαραγωγή.
Ο Τραμπ μετέτρεψε την πολιτική σε σειρά από memes: «Build the wall!», «Drain the swamp!», «Fake news!»– όλα είναι συνθήματα-επιθέσεις που δεν εξηγούν τίποτα, αλλά μεταδίδουν αίσθημα. Η δημόσια σφαίρα μεταμορφώνεται έτσι από τόπο διαλόγου σε πεδίο διαρκούς αναμετάδοσης υπερφορτισμένων δηλώσεων, προκαλώντας την απώλεια της πολυπλοκότητας και τη διάλυση κάθε έννοιας πολιτικής τεκμηρίωσης.
Η Ελληνική μας παραλλαγή
Αυτό το φαινόμενο, της “μουρλής και παλαβής πολιτικής παράστασης” αλά Τραμπ, δυστυχώς δεν περιορίζεται στα όρια των Ηνωμένων Πολιτειών. Με κακόζηλο και συχνά άγαρμπο τρόπο, κάποιοι Έλληνες τυχάρπαστοι, ασήμαντοι και καιροσκόποι πολιτικάντηδες, που αναδείχθηκαν μέσα από τις κρίσιμες περιστάσεις και περιόδους έντονης κοινωνικής αναταραχής, προσπαθούν να μιμηθούν αυτή την ανισόρροπη επικοινωνιακή τακτική. Υιοθετούν την υπερβολή, την πόλωση, την επίθεση στους θεσμούς και την απλοποίηση σύνθετων ζητημάτων, ελπίζοντας να εκμεταλλευτούν τη διάχυτη δυσπιστία και την ανάγκη για “σωτήρες”. Το αποτέλεσμα, ωστόσο, είναι συχνά απερίγραπτα καρναβαλικό, υπογραμμίζοντας την έλλειψη αυθεντικότητας και ουσιαστικού πολιτικού οράματος, και εν τέλει, συμβάλλοντας στην περαιτέρω υποβάθμιση του πολιτικού διαλόγου στην Ελλάδα.
Η δημοκρατία, όμως, προϋποθέτει θεσμούς, παιδεία, διάλογο, ιστορική μνήμη. Η λογική του meme υπονομεύει ακριβώς αυτές τις προϋποθέσεις – κι έτσι ανοίγει τον δρόμο για ηγέτες σαν τον Τραμπ, που περισσότερο επικοινωνούν εικόνες εαυτού παρά κυβερνούν με πολιτικό πρόγραμμα.
Συνοψίζοντας
Ο Τραμπ δεν αποτελεί παρέκκλιση από την πορεία της αμερικανικής δημοκρατίας, αλλά το αντικαθρέφτισμα της σε περίοδο κρίσης. Η εκλογή και η εμμονική υποστήριξή του φωτίζουν τις αδυναμίες ενός πολιτικού και κοινωνικού συστήματος που έχασε την ικανότητα να εμπνέει εμπιστοσύνη, να προστατεύει τους αδύναμους και να επικοινωνεί ορθολογικά. Οι παράγοντες που εξηγούν την προσωπικότητα του Προέδρου Τραμπ περιλαμβάνουν ναρκισσιστικά χαρακτηριστικά, μια έντονη επιθυμία για εξουσία και κυριαρχία, δίψα για επιτυχία και νίκη, λαϊκιστική προσέγγιση που αξιοποιεί τη δυσαρέσκεια των ψηφοφόρων, ικανότητα να προσελκύει την προσοχή των μέσων ενημέρωσης, οικονομικό πραγματισμό και μια νοοτροπία «εμείς εναντίον τους». Ενώ κάποιοι αναφέρουν την απληστία για χρήμα ως πιθανό κίνητρο, η πλήρης εικόνα περιλαμβάνει έναν συνδυασμό αυτών των στοιχείων που διαμορφώνουν τη δημόσια εικόνα του και τις ενέργειές του.
Απέναντι σε αυτή την κρίση, η απάντηση δεν μπορεί να είναι απλώς η δαιμονοποίηση του Τραμπ. Χρειάζεται βαθύς αναστοχασμός: πώς επαναθεμελιώνεται η εμπιστοσύνη στους θεσμούς, πώς εκπαιδεύονται οι πολίτες στην πολυπλοκότητα, πώς ανακτάται η γλώσσα της δημοκρατίας.
Ο «αρχικλόουν» της Δύσης δεν αποτελεί το τέλος της Ιστορίας – αλλά είναι το κραυγαλέο σύμπτωμα ότι κάτι πολύτιμο κινδυνεύει να καταρρεύσει με πάταγο.

