Στα ανθρακωρυχεία του Βελγίου. Γράφει ο Γιάννης Ρεβύθης.

Μετά από αρκετό καιρό, για τις ανάγκες της δουλειάς μου, πήρα το αυτοκίνητο και βγήκα από τα “τείχη” της πόλης, με κατεύθυνση προς τον πανέμορφο νότο. Εκεί που η γαλάζια θάλασσα “ακουμπά” το κυπαρισσί πράσινο και οι γέρικες ελιές συναντώνται με τα χέρσα χωράφια.

Μίλησα με αρκετό κόσμο, είδα πετυχημένους επαγγελματίες, ξαναείδα καλούς φίλους, αλλά όλοι τους, λες και ήταν συνεννοημένοι, με τις κουβέντες τους μου άφησαν μία μεγάλη πίκρα…

Αλήθεια που ήταν οι νέοι και νέες σκεφτόμουν όσο περπατούσα προς το κρητικό καφενείο του χωριού; Που είναι αυτοί πού με τη ζωντάνια, με τη μόρφωση τους, με τις νέες φρέσκες ιδέες τους, θα οδηγούσαν τον τόπο τους στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης, χαράσσοντας τον οδικό χάρτη για το παρόν και το μέλλον, σε μία εποχή που δεν μοιάζει με καμμιά άλλη;

Αντί για νέους έβλεπα μεσήλικες η υπερήλικες, άλλους να περπατούν με σκυμμένο το κεφάλι και άλλους να κάθονται σχεδόν βαριεστημένα στις ξύλινες καρέκλες του καφενείου, μετρώντας τις ώρες που θα ακολουθούσαν μεχρι την επόμενη μέρα.
Λίγοι κυκλοφορούσαν στους δρόμους, τα περισσότερα μαγαζιά ήταν κλειστά και μόνο κάποιοι γενναίοι επιχειρηματίες κρατούσαν τα μαγαζιά τους ανοιχτά, ίσα ίσα για να μας θυμίζουν ότι εδω υπάρχει ζωή και το χειμώνα.

– Τι γίνεται Σπύρο γιατί τόση νέκρα και κακομοιριά, γιατί τόσο μελαγχολικό το περιβάλλον;
– Βρε Γιάννη από που ήρθες; Έτσι δεν είναι κάθε χρόνο; Έτσι δεν είναι κάθε χειμώνα; Τώρα το κατάλαβες;
Αλλά βέβαια εσείς από την πόλη μας βλέπετε μόνο τα καλοκαίρια, όταν είναι γεμάτες οι παραλίες απο ξένους και ντόπιους και όταν τα ξενοδοχεία είναι γεμάτα από τούς “ξένους”.
Αλλά βέβαια, συνέχισε. Μας βλέπετε τους τρείς τέσσερις καλοκαιρινούς μήνες και δεν αναρωτηθήκατε ποτέ πώς την “περνάμε” τον χειμώνα.
Ποιος θα δουλέψει στα χωράφια, ποιος θα καλλιεργήσει τα αμπέλια, ποιος θα μαζέψει τις ελιές; Οι νέοι μας;
Ποιοι νέοι; Βλέπεις πολλούς νέους να μένουν στα χωριά μας; Ρώτα να μάθεις πόσοι κάθε χειμώνα τραβάνε για την Αθήνα!!
Αν δεν είχαμε παιδί μου τον τουρισμό, θα ξαναγυρίζαμε στα ανθρακωρυχεία του
Βελγίου. Γράφτο για να το θυμάσαι μου είπε και μου γύρισε επιδεικτικά την πλάτη.

Μπήκα στο αυτοκίνητο και πήρα το δρόμο της επιστροφής.

Σκεφτόμουν τα όσα μου έλεγαν για τον τουρισμό και θυμήθηκα ολους αυτούς που κατ’ επάγγελμα και συνειδητά σχεδόν μισούν τον επαγγελματία που με συνεχή κίνδυνο, ρισκάροντας τη ζωή του σε ένα εχθρικό περιβάλλον, προσπαθεί να κερδίσει κάποια χρήματα για να τα επανεπενδύσει, να προσφέρει δουλειά στους συνάνθρωπους του και με τους φόρους που πληρώνει να ενισχύσει τους αργόσχολους κριτές των πάντων, επαναστάτες του πληκτρολογίου.
Αυτούς που έχουν τάξει στη ζωή τους , να μη πούνε καλή κουβέντα για αυτόν που αποφάσισε, να μην είναι του “δημοσίου” η να μη πάρει σύνταξη από τα πενήντα του.
Για αυτούς που το τελευταίο που τούς ενδιαφέρει είναι το τουριστικό προϊόν, που τροφοδοτεί την κερκυραϊκή οικονομία.
Γι αυτούς πού μετράνε με το “τσεντίμετρο” τις καρέκλες και τα μπαγκούλια στα καταστήματα της πόλης.
Για τούς βολεμένους που το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι η δική τους καλοπέραση αδιαφορώντας ακόμα και για τό μέλλον των παιδιών τους.

Μπαίνοντας στην πόλη και για οση ώρα εκνευρισμένος έψαχνα απεγνωσμένα για πάρκινγκ σκεφτόμουν πως, όπως η ζωή και ο θάνατος συγγενεύουν αναπόφευκτα, συνυπάρχουν και εναλλάσσονται σαν δυο όψεις του ίδιου νομίσματος, έτσι και η πόλη μας με τις άτυχες και άστοχες επεμβάσεις της πολιτείας μας είναι εύκολο από την ζωή να οδηγηθεί στην νέκρα και τον θάνατο, στέλνοντας αλήθεια τους νέους μας στα ανθρακωρυχεία του Βελγίου.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *