Γιατί η Ελλάδα Αξίζει Καλύτερα Μυθιστορήματα! Του Σπύρου Άνδρεϊτς

…Δεν γνωρίζουμε ποιοι είμαστε στην πραγματικότητα. Βρίσκουμε χίλιους θεατρινίστικους τρόπους και παίζουμε ισάριθμους ρόλους για να παρουσιάσουμε τους εαυτούς μας αβανταδόρικα. Αυτό σημαίνει ότι δεν θέλουμε να δούμε στ’ αλήθεια ποιοι είμαστε...

 

Μαζί με τους ειδικούς στις αρμόδιες στήλες των έντυπων μέσων, διαθέτουμε τα τελευταία χρόνια και τους ραδιοφωνικούς, τηλεοπτικούς και ηλεκτρονικούς ομολόγους τους που συστήνουν ενθουσιαστικά στους βιβλιόφιλους να επενδύσουν αναγνωστικό χρόνο για να διαβάσουν τα προτεινόμενα από τους ίδιους αριστοτεχνήματα, αποτελούμενα από ένα προσεκτικό, υποτίθεται, ξεδιάλεγμα των καλύτερων σήμερα ελληνικών μυθιστορημάτων.
Ακολουθώντας ένας καλόπιστος αναγνώστης τις παραινέσεις τους, αγοράζει τα έργα που σύμφωνα με τη δική τους ομολογία καταγοήτευσαν. Για να ανακαλύψει τις περισσότερες φορές, εκτός κάποιων ελάχιστων εξαιρέσεων, τρεις κύριες κατηγορίες παρασκευασμάτων.
Από τη μια, μονολογικούς χειμάρρους από σιροπιαστό συναισθηματισμό αφόρητης γλυκερότητας, διαπεραστικές τσιρίδες θηλυκής ή αρσενικής παραλλαγής, γεμάτο λαϊκίστικα στερεότυπα λαογραφικής υφής, που παρουσιάζονται μάλιστα με ναζιάρικη αυταρέσκεια.

Από την άλλη ανάκατα νοσηρά συνονθυλεύματα που φυλακίζουν τελειωτικά και μετά μεγίστης βεβαιότητος όλη την αλήθεια και την τραγικότητα της ύπαρξής μας στον περιχαρακωμένο κόσμο του υπογαστρίου.

Και έχουμε και την τρίτη, όπως είπαμε, μορφή που περιλαμβάνει λογιοτατίζουσες ιστορίσεις συντεταγμένες σαν μωσαϊκό από σκόρπια συντρίμμια κειμενικών δανείων με τη μορφή σπαζοκεφαλιάς, δηλαδή ενός κραυγαλέα και συμπλεγματικά (εγράφη και εις Παρισίους!) Ευρωπαρχιώτικου μυθιστορηματικού σταυρόλεξου με απίθανους ‘κοσμοπολιτικούς’ παπαγαλισμούς, αλλά με μεταμοντερνιστική όμως (γονατίστε να θαυμάσετε!) θωριά και πλέξη.
Και το μέγα ερώτημα που αναδύεται είναι: για το είδος που πραγματικά χαρακτήρισε και αντιπροσώπευσε όσο κανένα ίσως άλλο τις συγκινήσεις και τις λαχτάρες του νεωτερικού ανθρώπου, ένα είδος που συνεχίζει κατά πως φαίνεται να τον προσελκύει ικανοποιώντας πιθανόν βαθύτατες, αρχετυπικές ανάγκες του, είναι δυνατόν να έχουμε τόσο χαμηλό επίπεδο προσδοκιών; Εκτός και αν οι αξιολογήσεις μας κινούνται στην περιοχή της αισθητικής παρακμής και της αποκήρυξης κάθε ανθρωπολογικής αξίας, αν δηλαδή έχουν οριστικά κολλήσει σ’ ένα φαύλο κύκλο μάταιων και στείρων απομιμήσεων!
Πριν μπούμε στην ουσία του θέματος, ας θίξουμε το ουσιώδες ζήτημα της συγγραφικής προπαρασκευής. Πόσοι από τους σημερινούς εγχώριους συγγραφείς μας αφιερώνουν τον οφειλόμενο χρόνο (και πόσον άραγε;) στην κυοφορία ή αλλιώς στην επώαση, στο κοσκίνισμα και στην απαραίτητη απομάκρυνση των περιττών στοιχείων κατά το πλάσιμο του έργου; Για να κάνουμε μια μικρή ωφέλιμη σύγκριση, ας θυμηθούμε ότι οικουμενικοί γίγαντες του μυθιστορήματος χρειάστηκαν έως και είκοσι χρόνια αποκλειστικής πάλης προκειμένου να συνθέσουν το κάθε ένα από τα πολύπτυχα λογοτεχνικά τους πανοράματα, που δονούνται ως τα τρίσβαθα από ασύλληπτη «ηθική», κοινωνική, φιλοσοφική και ψυχογραφική ευαισθησία. Πως, λοιπόν και με τι κριτήρια εμείς βαφτίζουμε με τον ίδιο όρο τις κατά κανόνα χωρίς συνθετική πνοή, πλαδαρές και ρηχές κοινοτοπίες με τα επιδερμικά συμβατικά θέματα, έργα τα οποία οι δημιουργοί τους με καμάρι ομολογούν ότι τα ξεπετούν σε 2-3 μήνες; Πως αυτά τα πρόχειρα συνθέματα να συναριθμηθούν με τα κατά γενική ομολογία διαχρονικώς άξια έργα που ξεκινούν μεν από μια σαφή αφετηρία, αλλά υπερβαίνουν κατά πολύ το ιστορικό τους περιβάλλον, επενεργώντας καταλυτικά στην κοσμοαντίληψη των επιγόνων; Ποιες δυνατότητες κατευθύνουν τις εκτός ελάχιστων εξαιρέσεων γονατογραμμένες μυθοπλασίες, όταν το πιο διαδεδομένο στοιχείο που εξουσιάζει τις δύο στις τρεις είναι πως να προκαλέσουν το γαργαλητό της πάνδημης περιέργειας για αφροδισιακές λοξοδρομίες;
Όλοι όσοι γράφουν κατ’ αυτόν τον τρόπο αναζητούν τάχα τη βαθύτερη, τη μη πρόδηλη πραγματικότητα; Κοιτάζουν, δηλαδή, βλέπουν γύρω τους το κοινωνικό, πολιτικό και το πολιτισμικό σύστημα για να διακρίνουν τον πυρήνα; Αποτυπώνουν μια συμβολική θεώρηση του δράματος της ανθρώπινης ύπαρξης με οικονομία λέξεων, δράσης και παθών; Δίνουν φωνή στις ασύνειδες τάσεις και τα κρυφά κίνητρα που διαμορφώνουν τη θέαση των ηρώων; Προσφέρουν στον αναγνώστη νέα σχήματα κατανόησης, τέρψης και πρόσληψης;
Πότε θα το συνειδητοποιήσουμε ότι μια δυναμική ανανέωση και αλληλεπίδραση γλωσσικών, κειμενικών και κοσμοερμηνευτικών σχημάτων είναι η γνήσια λογοτεχνία και δη η πεζογραφία; Εάν δεν μετεξελίσσονται ως ένα αισθητό βαθμό αυτοί οι τρεις ακρογωνιαίοι συντελεστές δόμησης, το σύνολο του έργου απονεκρώνεται και ο αναγνώστης νιώθει τελματωμένος από την αφόρητη πλήξη. Τούτα τα σχήματα τα εννοούμε ως σκελετούς γνωσιακής πρόσληψης, στοχασμού και συγκίνησης, κοντολογίς πλαίσια αίσθησης και ερμηνείας του κόσμου που βοηθούν την συσχέτιση και τη σύνδεση της νέας ‘ύλης’ με την κατακυρωμένη και ‘αποθηκευμένη’ που ήδη προϋπάρχει στο μυαλό του αναγνώστη.

Με τα τρία διαφορετικής υφής αυτά πλαίσια να λειτουργούν συγχρόνως και παράλληλα κατά τη διάρκεια της αναγνωστικής πρόσληψης, η γλωσσική δροσιά που σαρκώνει το καινούριο περιεχόμενο (δηλαδή τη βαθύτερη ουσία του έργου) συμπράττει και αλληλοεπιδρά με την επαρκώς τροποποιημένη μορφή του κειμενικού είδους και τα δύο αυτά (νωπό περιεχόμενο και νέα κειμενική διάρθρωση) από κοινού ανανεώνουν το πλαίσιο της ευρύτερης κοσμοθεώρησης. Με άλλα λόγια, μόνο κεντώντας το φρέσκο υλικό (που πρέπει να είναι γνήσιο και αναγνωρίσιμο έχοντας συγκεκριμένο αφηγηματικό τόπο και χρόνο) πάνω σε γνώριμους γλωσσικούς και κειμενικούς χιτώνες, βοηθούμε να αλλάξουν επί το ακριβέστερο και τα πλαίσια κατανόησης και αισθητικής βίωσης του κόσμου. Μόνον έτσι η λογοτεχνική φαντασία πραγματοποιεί την αναγκαία υπέρβαση της καταπιεστικής και απατηλά γραμμικής (από το Α στο Β!) και επίπεδης αιτιοκρατίας της κοινής λογικής για να πετύχει μια σφαιρική διεύρυνση των ορίων της συνείδησης. Με αυτόν τον τρόπο, είναι αδήριτη νομοτέλεια ένα μυθιστόρημα που προκαλεί βαθείς στοχασμούς και παραμένει πνευματικά ελκυστικό να αμφισβητεί τη συμβατική σκέψη και να μετατοπίζει τα όρια. Παρουσιάζοντας μη συμβατικές ιδέες ή επιχειρώντας να αμφισβητήσει τους στερεοτυπικούς κανόνες, ενθαρρύνει τους αναγνώστες να θέσουν υπό αμφιβολία τις δικές τους σιγουριές και προκαταλήψεις.
Αν τώρα πλησιάσουμε εγγύτερα και κοιτάξουμε πιο προσεκτικά την εικόνα που παρουσιάζει η νεόπλαστη μυθιστοριογραφία στην χώρα μας, θα παρατηρήσουμε και κάτι άλλο εξίσου σημαντικό. Την άρνηση της πλειονότητας των μυθιστοριογράφων που παίζουν τον μικρό μονολογικό θεό (αυταρχικό και δογματικό ως τα μπούνια εντέλει!) να παραχωρήσουν μέσα στα ‘εγωπαθή’ τους έργα την πρέπουσα θέση στον καθαρόαιμο ‘πολυγλωσσισμό’ των κοινωνιολέκτων και των ιδιολέκτων της ευρύτερης κοινωνίας. Έτσι ακυρώνουν, όμως, την ίδια την υφή του μυθιστορηματικού λόγου, ο οποίος ως λόγος πανανθρώπινα αντιπροσωπευτικός – ακόμη και στην πιο ατομική του έκφανση – κινείται από ποικίλες προθέσεις και περιέχει ένα σύνολο ‘πολυφωνικών’ γνωμών για τον κόσμο. Και φυσικά δεν μιλάμε για τις γραφικές προσπάθειες κάποιων να αποδώσουν με τραγελαφικές υπερβολές τα τοπικά ιδιώματα αλλοιώνοντάς τα και κάνοντάς τα κυριολεκτικά αγνώριστα, (αυτό συχνά το κάνουν και μας ανακατεύουν!), όσο για την απαραποίητα (σε ευθύ λόγο) ζωντανή γλώσσα των κοινωνιολέκτων που χαρακτηρίζει και διαφοροποιεί αναμεταξύ τους κοινωνικά στρώματα, επαγγέλματα, ηλικιακές ομάδες και μορφωτικά επίπεδα όπως επίσης βέβαια και τα ατομικά ιδιόλεκτα. Αλλά προχωρώντας και λίγο παραπέρα ακόμα, τα στοιχειώδη γλωσσικά σημαίνοντα που χρησιμοποιεί ο ίδιος μυθιστοριογράφος, ως αφηγητής, έχουν ανάγκη να ριζοβολούν και να τρέφονται από την αληθινή προφορική γλώσσα της τραχύφωνης ζωής, μακριά από τα κανονιστικά της χρήσης νεκροφιλικά λεξικά, πριν τα συνθέσει σε φράσεις που πάνω τους θα μοντάρει τις νοηματικές μονάδες της αφήγησής του. Μέσω των απρόσμενων λεξικών συνάψεων οι οποίες, όταν ευτυχούν, πυροδοτούν πρωτοφανέρωτες νοηματικές και συγκινησιακές συναρμογές θα επέλθει η σωτήρια αναζωογόνηση, το παιχνίδισμα του νου που θα κλονίσει τα ιστορικά, πολιτισμικά και ψυχολογικά φαινόμενα και θα αμφισβητήσει τα αναμασημένα στερεότυπα.
Δεν αργεί λοιπόν να φανεί ότι, όταν η ίδια η πραγματικότητα είναι τόσο πολυδιάστατη και αντιφατική, δεν γίνεται οι σημερινοί πεζογράφοι μας να οχυρώνονται πίσω από τη μονόπλευρη στάση του ατομικού μονολογισμού, της μονοκόμματης γυάλινης αφήγησης και της παγερά καταδηλωτικής γλώσσας. Άλλωστε είναι κοινός τόπος ότι όσο αυξάνεται στη λογοτεχνία το σχολαστικό κυνήγι της λεξικογραφικής κυριολεξίας τόσο μειώνεται έως εκμηδένισης ο συναισθηματικός, ο διαπροσωπικός, ο υποδηλωτικός και ο χρωματικός τόνος της έκφρασης, που σε τελευταία ανάλυση είναι αυτός που μας αγγίζει και μας συγκινεί. Ο αφηγηματικός λόγος που, κι αν ακόμη μιλά για το γριφώδες εσωτερικό ενός ανθρώπου, δεν προσανατολίζεται προς τη γλωσσικά αφτιασίδωτη, αυθόρμητη και ταραχώδη εξωτερίκευση του, αργά ή γρήγορα εκφυλίζεται σ’ ένα φορμαλιστικό λεκτικό παιχνίδι αυτοθαυμασμού και λογοδιάρροιας. Όσοι ισχυρίζονται ότι δήθεν υπάρχουν άμεσες εξωϊστορικές σημασίες ψεύδονται ή αυταπατώνται. Χρειαζόμαστε πάντα την ασυμφωνία των ατομικών φωνών, κατ’ αναλογία με αυτήν του πραγματικού κόσμου, φωνών που υποκινούνται από υπαρκτά ή τουλάχιστον αληθοφανή ανθρώπινα συναισθήματα και αποτιμήσεις, από ηθικές κρίσεις που ωθούν τη βούληση σε κίνηση και αλλαγή. Όποιος δεν παλεύει με τις μνήμες, τις τύψεις, το παρελθόν μα προπάντων το άμεσα αντιληπτό και χωρίς διαμεσολαβήσεις παρόν το δικό του και των άλλων, με τις ηγεμονεύουσες ηθικοαισθητικές αξίες του, με τις αξιολογικές σημασίες τις δικές του και του τόπου του, δηλαδή με τα θεμελιώδη στοιχεία της ένσαρκης ιστορικής μας υπόστασης, καταντά ουδέτερος και κατά συνέπεια βαρετός.
Επομένως, το κακό είναι να αρνείσαι την τωρινή, πραγματική Ελλάδα και το ζωντανό παρόν της από δειλία ή ανικανότητα, τα τυπικά εξάλλου γνωρίσματα του επιτηδευμένου φαφλατά που σκέφτεται και γράφει μόνο με αναμηρυκασμούς. Γιατί ο χρόνος του τώρα είναι η απαράμιλλη πηγή της έμπνευσης. Αρκεί να μπορέσεις αυτό το πολύβουο παρόν να το μεγεθύνεις και να ξεκλειδώσεις τις σημασίες και τις αξίες του με ανθρώπινη ειλικρίνεια. Το παρόν, όχι μόνο το στιγμιαίο, αλλά το γενικότερο παρόν είναι για το συγγραφέα το πεδίο της ιστορικής του αναμέτρησης, αφού η κάθε εποχή έχει ανάγκη από τη δική της έκφραση και αναπαράσταση.

Και βέβαια δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι δεν υπήρξε και δεν υπάρχει διεθνώς ούτε ένας για δείγμα αξιόλογος δημιουργός, πεζογράφος ή ποιητής, ο οποίος να μην είχε μια ολικώς σχηματισμένη φιλοσοφική κοσμοαντίληψη για την ανθρώπινη ύπαρξη, τις ανθρώπινες αξίες και τα θεμελιώδη συστατικά της αισθητικής συγκίνησης. Κάποιοι και είναι οι περισσότεροι, τα διατύπωσαν γραπτά, τα δημοσίευσαν δηλαδή, σε χιλιάδες σελίδες εν ζωή ενώ κάποιοι άλλοι τα κατέγραφαν σε σημειώσεις που ευρέθησαν μετά το θάνατό τους. Κανένας απολύτως δημιουργός δεν μπορεί να ξεφύγει από την ανάγκη να χρησιμοποιεί μια ορισμένη ερμηνευτική θεωρία αξιολόγησης του βίου και της λογοτεχνίας η οποία είναι ο συμπυκνωμένος και αλληγορικός αντικατοπτρισμός τούτου του βίου και όποιος πιστεύει το αντίθετο χρησιμοποιείται απλώς ο ίδιος ασύγγνωστα σαν ένα αγαθό πιόνι από τις στερεότυπες και κοινότοπες εικοτολογίες των αγοραίων πεποιθήσεων του καιρού του. Είναι δηλαδή ο ίδιος ανεπίγνωστα δέσμιος μιας προκατειλημμένης απλοϊκής τοποθέτησης.

Ο πραγματικός συγγραφέας, που ενδιαφέρεται πρωτίστως για την λυτρωτική αλήθεια κι όχι για κάποιο αφηρημένο δέον, δεν χωρίζει τους ήρωές του σε καλούς=ηθικούς και κακούς=ανήθικους. Δεν παίρνει τη ρομφαία να κηρύξει ή να αποκηρύξει με περιληπτικούς χαρακτηρισμούς. Δεν σοφίζεται βεβιασμένα τους χαρακτήρες του, κυριολεκτικά τους ενσαρκώνεται, ζώντας όλες τις πτυχές της ποικιλόμορφης ανθρώπινης ύπαρξης. Δεν είναι δηλαδή ένας μακρινός, συναισθηματικά κατεψυγμένος και μονόχνοτος παρατηρητής με ετοιμοπαράδοτες, αμετάβλητες και επιτακτικές “αξίες”. Μόνον έτσι τους κατανοεί (τους ήρωές του…δηλαδή ουσιαστικά τους άλλους!) – και μας κάνει ύστερα κι εμάς να τους κατανοήσουμε. Έτσι μπορεί, αν φυσικά σταθεί ανοιχτόμυαλος κι όχι άκαμπτος, να ανακαλύψει στην πορεία και τις κρυμμένες, αξομολόγητες ζαρωματιές της δικής του υπόστασης, ψυχικής, ηθικής ή συναισθηματικής. Γιατί είναι αφελής όποιος πιστεύει πως ξέρει αληθινά ποιος είναι. Και είναι πολύ περισσότερο ανόητος αν νομίζει με καταφρονητική και συνοπτική βεβαιότητα ότι ξέρει ποιοι είναι οι άλλοι. Δεν γνωρίζουμε ποιοι είμαστε στην πραγματικότητα. Βρίσκουμε χίλιους θεατρινίστικους τρόπους και παίζουμε ισάριθμους ρόλους για να παρουσιάσουμε τους εαυτούς μας αβανταδόρικα. Αυτό σημαίνει ότι δεν θέλουμε να δούμε στ’ αλήθεια ποιοι είμαστε. Κι αυτή η γεμάτη φόβο, πεισματική ακινησία να προχωρήσουμε στην αυτο-αναγνώριση και την αλληλο-αναγνώριση είναι η χειρότερη μορφή νέκρωσης και λογοτεχνικής αερολογίας. Αντίθετα, η αυθεντική λογοτεχνία και η συνοδός της βιωματική σοφία, επιτελώντας με συμπάθεια και φιλαλήθεια την ανθρωπογνωστική τους εξερεύνηση, μας προσφέρουν μια υπέρβαση θανάτου επειδή ανακαλούν την τρυφερή καθαρότητα του παιδικού μας κόσμου που μυστικά φωλιάζει μέσα μας. Και τούτο το μεγάλο παιδικό υπερβατικό όνειρο είναι πάντα το ορμητικό βέλος της αληθινής ζωής μας που ουσιαστικά ποτέ δεν παραδίνεται.

Συνοψίζοντας λοιπόν αξίζει όντως ν’ αναρωτηθούμε:
Η πρόσφατη εθνική μας πεζογραφία, μεταξύ άλλων, καταγράφει σήμερα, αυτήν την ώρα που μιλάμε, το ποιοι πραγματικά είμαστε; Το τι ουσιαστικά πράττουμε; Σε τι αληθινά πιστεύουμε; Πως αυτοπαρουσιαζόμαστε; Τι αποφεύγουμε να ομολογήσουμε ακόμα και στον ίδιο τον εαυτό μας; Τελικά, τα σημερινά μας μυθιστορήματα αντανακλούν ή υποδηλώνουν την αυθεντική μας κατάσταση με τέτοια συναισθηματική αλήθεια ώστε να μας κινητοποιούν και να μας ξεκαρφώνουν από την αποτελμάτωση, την ομφαλοσκοπία και τον ιδεολογικό μας αυτισμό;

Όπως λέγαμε παλαιότερα σε ένα έμμετρο κριτικό μας σημείωμα της με τον τίτλο οι λογοφόνοι:
…Ποια λογοτεχνική δρόσο, ποια φρεσκάδα
Ποια ικανότητα να συγχωνέψουν τα παραδεδομένα,
Πως να δουν και πως ν’ ακούσουν τούτο εδώ το νυν

που γίνεται μπροστά τους
Και να γεννήσουν έτσι τα νέα ρίγη των καιρών μας;
Τα σύμβολά τους ανένδοτα και ολόιδια,
Εμβλήματα μονόσημα και απονεκρωμένα,
Αντί να συνταράζουν όπως νομίζουν, μας αποκάνουν για να λέμε:

‘Να τοι μας πάλι! Τα ίδια μας πάλι!
Τίποτα οι αισθήσεις τους δεν πιάνουν
Από την ακατάγραφτη τραγωδία του παρόντος;
Ποιος νιώθει τώρα, ποιος παρατηρεί, ποιος καταγράφει
Του κόσμου τούτου, του παρόντος, το κρυφό δράμα
Παιγμένο καθημερινά πίσω από την ατομική μας προσωπίδα;

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *