«Λογοτεχνικές» γαλιφιές .Του Σπύρου Άνδρεϊτς

… χρησιμοποιούν βαρύγδουπες, επηρμένες και μεγαλοπρεπώς κούφιες διατυπώσεις, που δεν λένε τίποτα το λένε όμως εφετζίδικα …
If you come across an unattended, unidentified poem in a public place, do not attempt to tackle it yourself. Send it ( preferably in a sealed container ) to the nearest centre of learning, where it will be rendered harmless, by experts. Even the simplest poem may destroy your immunity to human emotions …=…αν βρείς ένα παρατημένο, άγνωστο ποίημα σε χώρο δημόσιο μην επιχειρήσεις να το αντιμετωπίσεις μόνος σου. Στείλε το ( κατά προτίμηση σε σφραγισμένο δοχείο) στο κοντινότερο κέντρο μελέτης, όπου θα καταστεί ακίνδυνο από τους ειδικούς. Ακόμα και το απλούστερο ποίημα μπορεί να καταστρέψει την ανοσία σου στις ανθρώπινες συγκινήσεις…

  1. MITCHELL (1919-2000) Scottish poet
    Η ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΩΝ ΟΜΙΛΩΝ
    Ας το πούμε καθαρά και χωρίς δισταγμούς! Μπορεί η ιδεολογική απογοήτευση να οδήγησε τόσους και τόσους τα τελευταία χρόνια σε μια συνειδητή απομάκρυνση από τους μεσσιανικούς «μύθους» και τα συμπαγή ουτοπικά συστήματα του 20ου αιώνα. Στις μέρες μας πάντως η τάση αυτή δείχνει μερικώς να αντισταθμίζεται (άραγε από αίσθημα βαθιάς υπαρξιακής ανησυχίας;) με την ένταξη «των συνετών και των φρονίμων» σε σχετικά μικρές, κλειστές ομάδες αλληλοϋποστήριξης και άσκησης επιρροής. Ενδεχομένως, το φαινόμενο αυτό δεν εμφανίζεται πουθενά αλλού τόσο έντονα όσο στους χώρους της λογοτεχνικής μας παραγωγής. Ίσως γιατί εκεί ακριβώς το αίσθημα της ανασφάλειας και της αβεβαιότητας είναι τόσο ανυπόφορο ώστε να μην υποφέρεται κατά μόνας. Πιθανόν όμως γιατί πουθενά αλλού η παροντική τουλάχιστον «αναγνωρισιμότητα» δεν αρχίζει και δεν τελειώνει παρά μόνο με την αμοιβαία διάδοση και την ανταποδοτική προπαγάνδιση των «εξαίρετων» δημιουργημάτων.

Όλο και συχνότερα βλέπουμε «ειδικούς» βιβλιοκριτικούς να παρουσιάζουν σήμερα ένα νέο έργο ως βαρυσήμαντο και τον προσφιλή και εντεταγμένο στον δικό τους «όμιλο» δημιουργό του ως δαφνοστεφάνωτο, αντιγράφοντας αυτολεξεί το διαφημιστικό σημείωμα του οπισθόφυλλου ή το δελτίο τύπου του εκδότη, χωρίς καν να μπαίνουν στον κόπο να εξηγήσουν στοιχειωδώς την θερμή υποστήριξη που του επιδαψιλεύουν.

Από την άλλη, καριερίστες περί τα «λογοτεχνικά» πανεπιστημιακοί ανασύρουν συχνά από την δικαιολογημένη ιστορική αφάνεια παρωχημένους ασημότατους «συγγραφείς» και, μόνο και μόνο επειδή τους μελέτησαν λέει «αρμοδίως», τους ανακηρύσσουν βοερά και ανενδοίαστα μεγάλους και τρανούς λογοτέχνες. Η κατάσταση θα ήταν ανάξια σχολιασμού, αν στην συγκαιρινή Ελλάδα, δεν έπαιρνε τη μορφή δεσπόζουσας τάσης και αν δεν έφτανε, σε πάμπολλες περιπτώσεις ακόμα και σε θεωρούμενα «σοβαρά» μέσα ενημέρωσης, σε τέτοιες υπερβολές ώστε να προκαλεί τη γενική θυμηδία. Θεμελιώδη προϋπόθεση για την συνέχιση αυτού του φαινομένου αποτελεί η ύπαρξη ορισμένων «περιφραγμένων χώρων λατρείας και διαμοιβής» και έντυπων κυρίως μέσων αγιοποίησης, καθώς και πολύ συγκεκριμένων μεθόδων «κριτικής» παρουσίασης που αναμφίβολα πρέπει να διεκδικήσουν βραβείο παγκόσμιας καινοτομίας και πρωτοτυπίας.

ΟΙ «ΠΟΛΥΣΧΙΔΕΙΣ» ΚΡΙΤΙΚΕΣ
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι τρόποι κριτικής εξύμνησης και επιδοκιμασίας των φίλα διακείμενων. Τους πιο διαδεδομένους από αυτούς παρουσιάζουμε ευθύς αμέσως.

Ένας είναι ο κατατεμαχισμός του έργου στα λεξήματα εξ’ ων συνετέθη και η απόδοση σ’ αυτά των πιο απίθανων και εξωτικών συναρτήσεων, συναφειών, αναλογιών και παραλληλισμών με «στοιχεία» κοπιαρισμένα από σύμπασα την παγκόσμια γραμματεία, δηλαδή όλων των χωρών και εποχών αδιακρίτως, με τη σιωπηρή αλλά ευκόλως εννοούμενη υποδήλωση ότι όλο αυτόν τον κυκεώνα των περιεκτικών αναφορών τον περιείχε ο πολυστόχαστος συγγραφέας στο κεφάλι του καθώς κατέβαζε με θεία εμπνοή την κάθε μια μικρή λεξούλα. Τουτέστιν, ότι η κάθε ξεκάρφωτη λέξη (π.χ. «το κουτάλι» ή «το παπούτσι» μέσα στο υπό διαπραγμάτευση κείμενο) προκαλεί μονομιάς πολλαπλούς διακειμενικούς συνειρμούς με όλα τα άλλα διασωζόμενα τεκμήρια γραπτού λόγου στα οποία η λέξη έχει χρησιμοποιηθεί. Τι πελώριο μνημείο αποκολοκύνθωσης! Η πονηριά που ενέχεται σ’ αυτό το τέχνασμα είναι ότι επιλεκτικά μπορεί κάποιος να συνταιριάζει ό,τι παράδοξο στηρίζει τις προθέσεις του και να το κάνει αντιπροσωπευτικό ενός ολόκληρου έργου. Αξίζει, ωστόσο, να υπενθυμίσουμε στους συντάκτες αυτών των πονημάτων ότι ακόμη και στα νηπιαγωγεία της σύγχρονης λεξιλογικής σημασιολογίας, της κριτικής ανάλυσης και της φιλοσοφίας της γλώσσας είναι πια κοινός τόπος ότι η νοηματική ενότητα που καθορίζει τη σημασία δεν είναι ποτέ η μεμονωμένη, ασύνδετη και ξεκρέμαστη λέξη – η οποία παραμένει πάντα ένας χαμαιλέοντας νοηματικής αοριστίας. Για να αντιληφθείς την πραγματική σημασία μιας ορισμένης λέξης χρειάζεται να την εντάξεις σε μια πλήρη εκφορά, να γνωρίσεις τι ουσιαστικά επιδιώκει ο παραγωγός της ( με τις πεποιθήσεις και τις επιθυμίες του ) και να καταλάβεις το ρόλο αυτής της εκφοράς στο συγκεκριμένο κοινωνικό και πολιτισμικό περίβλημα. Επομένως, η σημασιολογική μονάδα είναι πάντα η αυτοτελής φράση και μάλιστα η «εκ προθέσεως», εν χρήσει διατύπωσή της, σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, η οποία καθορίζεται πάντα από ένα λειτουργικό σκοπό, οποιονδήποτε «ιδιωφελή» σκοπό.

Ένας άλλος τύπος κριτικής υπερύψωσης είναι η ανακάλυψη, ή και εφεύρεση ακόμη, θαυμαστών ομοιοτήτων και ισοϋψών αντιστοιχιών ανάμεσα στο έργο του εγκωμιαζόμενου και τα αριστουργήματα της νεότερης παγκόσμιας λογοτεχνίας, ιδίως εκείνα με τα οποία ο κρίνων θεωρεί ότι έχει μια σχετική εξοικείωση. Έτσι ταυτίζονται οι κεφαλές των φερόμενων ως αριστέων των γραμμάτων από τον Eliot μέχρι τον Heaney και από τον Proust μέχρι τον Borges με τον Έλληνα ομότεχνό τους, «κολοσσό» της λογοτεχνίας μας, ο οποίος όμως δυστυχώς παραμένει ακόμη παντελώς άγνωστος σε μας τους απληροφόρητους που αλίμονο δεν τον προσέξαμε! Περιττό ότι σε τέτοια επινοήματα και μηχανεύματα ενεδρεύει ο κίνδυνος να μετατρέψεις τον κρινόμενο συγγραφέα σε κωμικό εκπρόσωπο των δικών σου γνωστικών ελλείψεων ή προκαταλήψεων.

Μια τρίτη μέθοδος και περισσότερο επικίνδυνη επειδή όλο και εξαπλώνεται με το δήθεν έμβλημα του κριτικού κύρους είναι η περισπούδαστη ακαδημαΐζουσα ανάλυση που ανατέμνει το έργο όπως ο ιατροδικαστής το πτώμα και προσδοκά από αυτή την φαινομενικά εμβριθέστατη εξονύχιση να φωτίσει τις πηγές της ζωοδότρας σαγήνης που αυτό κατά κοινή ομολογία εκπέμπει.

Ψιλολογώντας, δηλαδή, οι κύριοι αυτοί για το πρώτο πτερύγιο «του αριστερού οκτασύλλαβου ημιστιχίου και την συντακτικο-νοηματική τριχοτόμηση του δεξιού» μας φέρνουν μόνο γέλια, θυμίζοντάς μας αυτό που λέει ο λαός μας για όλους εκείνους που «κόβουν τη φύσα με το πριόνι». Και εδώ ακριβώς τίθεται το πελώριο ζήτημα: η τελευταία τούτη αποστεωμένη μορφή κριτικού λόγου δεν είναι μόνο αφόρητα ψιψιριστική και τετριμμένη, προπάντων όταν εμφανίζεται σε έντυπα που προορίζονται για ένα ευρύτερο πέραν των σπουδαστικών γυμνασμάτων κοινό, αλλά και αποτρεπτική για τον αληθινό και πηγαίο λογοτεχνικό λόγο που γεννιέται ακριβώς μέσα από την υπέρβαση και την παραβίαση των στρογγυλεμένων ταξινομήσεων και των κανονιστικών περιορισμών. Ένα άλλο είδος ανάλυσης χρησιμοποιεί βαρύγδουπες, επηρμένες και μεγαλοπρεπώς κούφιες διατυπώσεις, που δεν λένε τίποτα το λένε όμως εφετζίδικα: «οι τελεολογικές παραλείψεις των δομών στις μετασχηματιστικές πλευρές της κειμενικότητας». Ο λόγος; Προφανώς, η μέσω λεξιλαγνείας απόκρυψη της γύμνιας των ιδεών και της αδαημοσύνης του συντάκτη και η προσπάθεια εντυπωσιασμού των όποιων ευεπηρέαστων ημιμαθών.

Από πολύ κοντά ακολουθεί μια άλλη μορφή απλοϊκής κριτικής αξιολόγησης που περιστρέφεται γύρω από τις γνωστές αναζητήσεις και τις αγαπημένες ενασχολήσεις ενός δημιουργού. Εάν για παράδειγμα ο υπό κρίσιν λογοτέχνης έχει επιδείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον νεο-Κομφουκιανισμό, τότε ο αυτοσχέδιος κριτικός αναφωνεί θριαμβευτικά ότι υπάρχει μια αποφασιστική επίδραση στο παραχθέν έργο στο οποίο βρίσκει όχι απλά ψήγματα, αλλά αμιγείς τις αρχές αυτού του θαυμαστού «μεταφυσικού» κινήματος. Και φυσικά ξεχνά ότι άλλο οι φιλοσοφικές προτιμήσεις του συγγραφέα και άλλο οι επιτεύξεις ή οι «χασμωδίες» των κειμένων που είναι ικανός να «συνθέσει».
Περιοριζόμαστε σε αυτά τα χαρακτηριστικά παραδείγματα για να δηλωθεί το αυτονόητο συμπέρασμα ότι δεν γίνεται να κάνεις κριτική μέσα από τη γυάλα ενός υποκειμενικού εξπρεσσιονισμού γεμάτου αυταρέσκεια, αυτοαπομόνωση και αυτοεγκλεισμό. Όσο ελκυστικός κι αν φαίνεται ο ρόλος των «απροσωπόληπτων κριτών» της τρέχουσας λογοτεχνικής παραγωγής, ιδίως όταν παίζεται εκ του ασφαλούς, δηλαδή χωρίς καμία διακινδύνευση αρνητικής ή απορριπτικής γνώμης (καλά, δεν αντιλαμβάνονται ότι η ανεπιφύλακτη επιδοκιμασία καταντά στο τέλος διασυρμός και ειρωνεία;), γίνεται φανερό ότι είναι ένας ρόλος άχαρος και υπονομευόμενος από τον δρακόντειο κριτή των πάντων: τον δικαιοδότη και δικαιοκρίτη χρόνο. Μπορεί το παρόν να «κατασκευάζεται» επισήμως ευνοϊκό και φίλιο, αλλά για την συνείδηση των επερχόμενων ο χρόνος της παροντικής προβολής είναι μια ανεπαίσθητη κουκκίδα. Νομοτελειακά, χωρίς εξαιρέσεις, έρχεται γρήγορα ο χρόνος της οριστικής λήθης των παρ’ αξίαν προβεβλημένων και της δικαίωσης των παραγνωρισμένων.

Ως εκ τούτου, σε όσους επιμένουν να κινούνται με οχήματα αλληλεξάρτησης θα λέγαμε πως καμιά καθιέρωση και διασφάλιση δεν ριζώνει μέσα από συσπειρώσεις και αλληλολιβανίσματα. Η ανάδειξη της αξίας που μετράει και μένει δεν εξαρτάται ούτε από μάταιους συνασπισμούς άτεχνων μετριοτήτων που λογιοτατίζουν ούτε από γαλιφιές, ανταλλαγές φιλοφρονήσεων και επίδειξη πρωτοποριακής κενολογίας.

Η ΚΑΡΑΜΕΛΑ ΤΗΣ ΔΙΑΚΕΙΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑΣ
Απέναντι στις αντιλήψεις και τις στάσεις αυτές ο αντίλογος είναι ότι η γλώσσα και η λογοτεχνία δεν είναι αυθαίρετα παιχνίδια αυτοθαυμασμού, αλλά δεσμοί με την περασμένη και τη μελλούμενη ανθρωπότητα και οι δεσμοί αυτοί προσπερνούν το όποιο μικροκειμενικό ή το στενό ατομικό περιβάλλον του συγγραφέα γιατί καθορίζονται από τα ευρύτερα και πολύπλευρα ενεργήματα του καθολικού ανθρώπου.

Η αληθινή λογοτεχνία προϋποθέτει την πιο πλατιά επικοινωνία και συνάφεια και μέσω αυτής το ανθρώπινο πνεύμα υπερβαίνει τόσο τα κειμενικά δάνεια όσο και την προσωρινή αποτίμηση που επιβάλλει η τωρινή «κατάσταση» των πραγμάτων.

Επειδή λοιπόν δεν μπορεί να υπάρχει παραδεκτή λογοτεχνία που να μένει αδιάφορη για κάποιες ζωντανές ανθρώπινες αξίες, κάποιες αθέατες πλευρές της ύπαρξης, κάποια αλήθεια, κάποια ομορφιά και κάποια ηθική!

Επειδή δεν μπορεί να υπάρχει παραδεκτή λογοτεχνία που να μην συγκινεί το μυαλό μας και να μην πείθει την καρδιά μας κεραυνοβόλα και ακαριαία χωρίς ατέλειωτες επεξηγήσεις, δαιδαλώδεις παραπομπές και έπαρση εξαντλητικής πολυγνωσίας!

Επειδή δεν μπορεί να υπάρχει παραδεκτή λογοτεχνία που να μην θραύει τη σκουριασμένη αυτοματοποίηση του λόγου και των αισθήσεών μας, που να μην ανανεώνει τον τρόπο θέασης του κόσμου με νωπές ανασυγκροτήσεις των γλωσσικών, κειμενικών και γνωστικών μας «σχημάτων», πασχίζοντας όμως, ακόμη και με απίθανες συλλήψεις, να φωτίσει και να προσεγγίσει άραγε τι; Τις πάντα δυσδιάκριτες εξωκειμενικές αλήθειες μιας βιωμένης ή ευλογοφανούς έστω πραγματικότητας η οποία βεβαίως στοιχειοθετείται γλωσσικά, ειδάλλως δεν θα γνωρίζαμε καν την ύπαρξή της. Όμως, να μην ξεχνούμε, αυτή η πραγματικότητα υφίσταται πριν και έξω απ’ αυτήν (δηλαδή τη λογοτεχνία ).

Για όλους αυτούς τους λόγους λοιπόν, δεν μπορεί και να υφίσταται κριτικός λόγος που να μην ανακαλύπτει όχι μόνο τα προφανή διακειμενικά στηρίγματα, αλλά προπάντων τις συγκεκαλυμμένες ρωγμές ενός έργου που αμέσως φανερώνονται, όταν αυτό ελέγχεται από τα θησαυρίσματα της διαίσθησης και της ανθρωπογνωσίας μας. Αυτά τα γεμάτα αυταπάτη ρήγματα τα προκαλεί η διαρκής πάλη της δημιουργικής γραφής με τις εγγενείς αμφιβολίες, και τις αντιφάσεις της πάντα κατεσπαρμένης και ουδέποτε μονοσήμαντης συγγραφικής συνείδησης. Μιας αμήχανης συνείδησης που διαπλάθεται από τον ρέοντα και πολυτάραχο κόσμο και όχι από στατικά και ποικιλοτρόπως αλληλοσυγκρουόμενα «διακείμενα». Δεν μπορεί επιπλέον να υφίσταται κριτικός λόγος που να μην συνδέει τα επιμέρους «στοιχεία» ενός κρινόμενου έργου με τις ομόχρονες με τη ζωή του δημιουργού πεποιθήσεις, τις ηγεμονεύουσες αξίες και τα διαμορφωτικά γεγονότα που σημαδεύουν την εκάστοτε ως ένα μεγάλο βαθμό κοινή ανθρώπινη κουλτούρα. Μόνο η τελευταία μπορεί να αποτελέσει το κορυφαίο σημασιοδοτικό και αξιολογούν σύστημα. Αν η κριτική προβαίνει αποκλειστικά και μόνο σε ατέλειωτους συσχετισμούς ασύνδετων διακειμένων και μάλιστα συχνά τερατωδώς επιλεγμένων ή επινοημένων με πελώρια, χασματικά άλματα σκέψης, τότε παγιδεύεται σ’ ένα φαύλο κύκλο διανοητικού αυνανισμού. Η αληθινή λογοτεχνία είναι πάντα «νέα» και η νέα λογοτεχνική παραγωγή είναι αυτό που μένει άμα εντοπιστούν και απομονωθούν τα όποια «διακείμενα», τα οποία όταν είναι ειλικρινή και ολιγάριθμα χρησιμοποιούνται κυρίως για να προσδώσουν πολλαπλάσια έμφαση σε ορισμένα σημεία ή λειτουργούν σαν κρίκοι πρόσδεσης στις κειμενικές προσδοκίες και υποδοχές του αναγνώστη.

Εντούτοις, όταν δεν είναι άδολα, στήνονται ψεύτικα και αχρείαστα σαν δεκανίκια πεφωτισμένης πολυμάθειας προκειμένου ο λειψερός λογοτέχνης να εντυπωσιάσει και να καλύψει την πενιχρότητά του. Διαφορετικά, όλη η λογοτεχνία θα ήταν ένα φρικαλέο και αξιολύπητο συμπίλημα ετερόκλητων «δανείων» από κείμενο σε κείμενο και θα βούλιαζε έτσι στο χυλό μιας ανιαρής ομοιομορφίας.

Κανένα λοιπόν αξιόλογο κείμενο δεν μπορεί να αρμενίζει μετέωρο και αποκομμένο από τις διανθρώπινες ανταλλαγές και τις ανεπίλυτες τριβές που συντελούνται εκεί έξω, στον υπαρκτό κόσμο των βιωματικών διλημμάτων και της ηθικής πράξης. Και η πιο ξεκομμένη λογοτεχνική διατύπωση αγκυροβολεί και τρέφεται σημασιολογικά και αξιολογικά από ένα μοναδικό, εντελώς ξεχωριστό πολιτισμικό και ιστορικό πλαίσιο. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, η λογοτεχνία είναι μόνο ένα από τα εργαλεία επιλεκτικής επανερμηνείας ορισμένων μόνο σημασιών και αξιών από το ακένωτο πολυφωνικό σύμπαν των σημασιών και των αξιών που παράγει ολόκληρος ο πραγματικός κόσμος.

Και έπειτα άλλωστε, ας μην το ξεχνούν ιδίως «οι πιο υπερφίαλοι εκ των κριτικών μας», όσοι παίζουν μονότονα με τα στεγανώς λογοτεχνικά «διακείμενα», ότι η διάκριση ανάμεσα σε ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ και μη-λογοτεχνία δεν αποτελεί μια αιώνια και αυταπόδεικτη αλήθεια ούτε μια υπεριστορική κατάταξη! Αντιθέτως, είναι μια καθόλου αθώα προσπάθεια που κατασκευάζει, επιβάλλει και υπονοεί εκ των πραγμάτων, θέλοντας και μη, κριτήρια κοινωνικής, ταξικής, μορφωτικής, φυλετικής, σεξιστικής, σεξουαλικής και ψυχολογικής (διαλέξτε όποια θέλετε!) υπεροχής και ανωτερότητας έναντι των άλλων εκεί πέρα, των εκτός των τειχών, των αλλιώτικων, των διαφορετικών.

 

Ο Σπύρος Άνδρεϊτς υπηρετεί επί δεκαετίες τον χώρο της διδακτικής των Αγγλικών και ευρύτερα των Ξένων Γλωσσών, κατέχοντας συναφή ειδίκευση με μεταπτυχιακά προσόντα.

Δοκιμιογραφεί από τα νεανικά του χρόνια επί θεμάτων κοινωνικών, πολιτικών, φιλοσοφικών και λογοτεχνίας.

Ήδη 11 βιβλία του κυκλοφορούν στα Αγγλικά σε ηλεκτρονική, χαρτόδετη και σκληρόδετη μορφή στο AMAZON.COM (2 βιβλία δοκιμίων, 3 λογοτεχνικά, και 6 διδακτικής της Αγγλικής γλώσσας).

https://www.amazon.com/stores/Spyros%20Andreits/author/B0CD2LHNRT

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *