100 χρόνια Σύνδεσμος Παικτών Ζατρικίου. Γράφει ο Γιάννης Ρεβύθης

Σαν σήμερα πριν από 100 χρόνια ιδρύθηκε ο 1ος σκακιστικός σύλλογος στην Ελλάδα. Ο Σύνδεσμος Παικτών Ζατρικίου Κέρκυρας. Αναδημοσιεύω ένα μικρό κείμενο μου. Περιγράφω το σύλλογο μας και τους σκακιστές μιας άλλης εποχής.
Ηταν Μάρτης του 1971 και η Κέρκυρα, στο βόρειο άκρο του Ιονίου, εξακολουθεί να μαγεύει κάθε επισκέπτη που θα σεργιανίσει τα γραφικά καντούνια της και θα “περπατήσει” κάτω από τις απλωμένες μπουγάδες στά σοκάκια του καμπιέλου.
Βέβαια τα μαύρα σύννεφα της δικτατορίας σκεπάζουν τα Βενετσιάνικα φρούρια, τις τεράστιες πλατείες, το Λιστόν με τις καμάρες, αλλά παρόλα αυτά η Κέρκυρα παλεύει καθημερινά για να βρει τον δρόμο της.
Το κλείσιμο των εργοστασίων διαδέχεται το ένα το άλλο, το λάδι απο τους απέραντους ελαιώνες, δεν αρκεί για να θρεψει το νησί και η μετανάστευση στις φάμπρικες της Γερμανίας και στα ανθρακωρυχεία του Βελγίου φαντάζει η μοναδική διέξοδος για τους κατοίκους της.
Δειλά – δειλά, ακούγονται διάφορα για τον τουρισμό και για τα δάνεια του Μπαλόπουλου, που τα παίρνουν οι “εκλεκτοί” για το κτίσιμο ξενοδοχείων και τουριστικών δωματίων, αλλά όλα αυτά, δεν έχουν καμία σχέση με την σημερινή τουριστική Κέρκυρα, την ναυαρχίδα του Ελληνικού τουρισμού.
– Ήταν θυμάμαι, ένα μουντό, σχεδόν παγωμένο απόγευμα Σαββάτου, αυτό που έμελλε στη συνέχεια να γίνει τόσο ξεχωριστό. Και αυτό που θα το έκανε τόσο ξεχωριστό σχετιζόταν με το σκάκι και το καινούργιο σκακιστικό μας στέκι. Από αυτό το Σάββατο, όπως μάς είχε ανακοινώσει ο πρόεδρος του Συλλόγου, επιτέλους θα παίζαμε στον δικό μας σκακιστικό χώρο, το αγαπημένο μας παιγνίδι, το σκάκι. Έτσι δεν θα ήμασταν αναγκασμένοι σαν άστεγοι νομάδες, να τρέχουμε από καφενείο σε καφενείο για να παίξουμε.
Ανέβαινα θυμάμαι την οδό Καποδιστρίου, τον δρόμο που οδηγούσε πρός το Καβαλιέρι, το ξενοδοχείο πού από τότε λειτουργούσε δίπλα στα ερείπια της Ιονίου Ακαδημίας. Τα ερείπια που είχαν παραμείνει ενθύμιο των βομβαρδισμών του δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου.
Μόλις είχα περάσει το Πεντοφάναρο και για λίγο κοντοστάθηκα στο Εθνικό. Στον κινηματογράφο το Εθνικό γιατί ήταν βλέπεις ο αγαπημένος μου κινηματογράφος.
Αγαπημένος όχι μόνο γιατί η τιμή του εισιτηρίου ήταν πιο χαμηλή από την τιμή του εισιτηρίου του Παλλάς, του άλλου κινηματογράφου της πόλης, αυτό άλλωστε με λίγη παραπάνω οικονομία θα το ξεπερνούσα.
Το μεγάλο του πλεονέκτημα ηταν ο έλεγχος στις ταυτότητες που γινόταν στην είσοδο, για τα “ακατάλληλα για ανήλικους” έργα. Για την ακρίβεια το πλεονεκτημα του ηταν ο πλημμελής έλεγχος στην είσοδο.
Αυτό το “Ακατάλληλον δι ανηλίκους απαγορεύεται η είσοδος σε άτομα ηλικίας κάτω των δεκαεπτά (17) ετών”, δεν μπόρεσα ποτέ να το ξεπεράσω. Ευτυχώς όμως, στο Εθνικό ήταν πιο ελαστικά τα πράγματα.
Ο ελεγκτής στην είσοδο δεν ζητούσε πάντα την ταυτότητα μας για να ελέγξει την ηλικία μας. Και όταν πηγαίναμε συνεννοημένοι, όλη η παρέα μπουλούκι, στριμωγμένοι όλοι μαζί στην ουρά, στον έλεγχο των εισιτηρίων, λίγο πριν ξεκινήσει το έργο, τις πιο πολλές φορές του ξεφεύγαμε.
Μπαίναμε με πιασμένη την ανάσα άκρη-άκρη, με τις πλάτες κολλημένες στον τοίχο και σιγά σιγά στο μισοσκόταδο, παίρναμε θέση στη μικρή και με χαμηλά τα φώτα, αίθουσα του κινηματογράφου.
Καθόμαστε στις πιο σκοτεινές πλευρές της αίθουσας και είμαστε έτοιμοι για να απολαύσουμε το αγαπημένο μας γουέστερν.
Κάθε φορά που περνούσα έξω από τον κινηματογράφο “Εθνικό” η αγαπημένη μου συνήθεια ήταν να ανεβαίνω τα λίγα τσιμεντένια σκαλοπάτια που οδηγούσαν στην θυρίδα για το ταμείο και να κοιτάζω τα αναρτημένα πλαίσια, με τις καρφιτσωμένες σκηνές από τις επόμενες ταινίες που θα πρόβαλλε ο κινηματογράφος.
Προσεχώς, έγραφε στο πάνω μέρος του πλαισίου και όλο το κάτω μέρος ήταν γεμάτο από το φωτογραφικό υλικό που διαφήμιζε την ταινία με τα ονόματα των συντελεστών.
“Και οι επτά (7) ήταν υπέροχοι” ήταν ο τίτλος της νέας ταινίας.
Σκηνοθεσία Τζον Σταρτζες. Σενάριο Γουιλλιαμ Ρομπερτς. Πρωταγωνιστούν Γιούλ Μπρύνερ, Στιβ Μακ Κουην και Τσαρλς Μπρόνσον.
-Χαμός θα γίνεται στο έργο σκεφτόμουν. Θα έχει φοβερό πιστολίδι και δεν πρέπει με τίποτα να το χάσω…
Ανέβηκα την ανηφόρα, άφησα πίσω μου την Ολυμπιακή του Ωνάση, το Πλατύ Καντούνι και κοντοστάθηκα.
– Που είναι κι αυτό το κτίριο αναρωτήθηκα. Κάτι μας έλεγε ο Κύριος Κοσμάς ο πρόεδρος του συλλόγου μας, για ένα μεγάλο κτίριο. Ήταν κάπου, μας έλεγε, λίγο μετά από το Ωδείο, αμέσως μετά από το σπίτι του ζωγράφου Άγγελου Γιαλλινά.
– Θα το βρείτε εύκολα συμπλήρωσε. Είναι λίγο πιο πριν από το μαγαζί του Κωστάκη.
Εγώ δεν ήξερα ούτε το ωδείο ούτε και το περίφημο σπίτι του Άγγελου Γιαλλινά, που αργότερα θα το δώριζε στο δημόσιο. Ήξερα όμως πολύ καλά το μαγαζί του Κωστάκη.
Και ποιος άλλωστε δεν τον ήξερε τον Κωστάκη με τα περίφημα τυροπιτάκια του και τις τηγανητές του πατάτες. Κάθε Κυριακή απόγευμα ήταν η αγαπημένη μας συνήθεια. Η βόλτα στην πάνω πλατεία, δεν τελείωνε ποτέ, χωρίς να δοκιμάσουμε τα τυροπιτάκια του και να πιούμε την παραδοσιακή τζιτζιμπύρα.
Ήταν σαν να το είχαμε “τάμα” όλοι οι Κερκυραίοι.
“Εν τη οικία ταύτη, εβαπτίσθη Χριστιανός Ορθόδοξος ο μεγάλος φιλέλλην Κομης Γκιλφορντ” έγραφε η μαρμάρινη πλάκα που ήταν τοποθετημένη πάνω από την είσοδο του μεγάλου κτιρίου, που φιλοξενούσε τον Ορειβατικό Σύλλογο της Κέρκυρας.
Προνομιούχος σκεφτόμουν ο ορειβατικός Σύλλογος της Κέρκυρας. Διέθετε μια τεράστια αίθουσα, με δική του κουζίνα, που φιλοξενούσε τα μέλη του. Εκεί οργάνωναν τις συγκεντρώσεις τους, τις συνεστιάσεις τους, αλλά και τις μεγάλες ετήσιες χοροεσπερίδες τους.
Φαίνεται όμως πως τα οικονομικά τους δεν πήγαιναν και τόσο καλά τα τελευταία χρόνια, και να που αυτός ο σύλλογος έναντι ενός μικρού ενοικίου, θα παραχωρούσε ένα μικρό τμήμα αυτής της μεγάλης αίθουσας, στον Σύνδεσμο Παικτών Ζατρικίου Κέρκυρας.
Στον Σύνδεσμο Παικτών Ζατρικίου Κέρκυρας τον αρχαιότερο σκακιστικό σύλλογο της Ελλάδας με έτος ιδρύσεως το 1923. Στον σκακιστικό Σύλλογο που πρόδρομοι του απο τον 19ο αιώνα ήταν ο Λορέντζος Μαβίλης, ο Ιάκωβος Πολυλάς και πολλοί άλλοι επιφανείς Κερκυραίοι. Του σκακιστικού συλλόγου που από τον 19ο αιώνα φιλοξενούσε στην Αναγνωστική Εταιρεία της Κέρκυρας διάσημους σκακιστές όπως τον πλοίαρχο William Davies Evans που σε μια από τις επισκέψεις του στην Κέρκυρα έπαιξε και μάλιστα άφησε στην Αναγνωστική Εταιρεία ως ενθύμιο την μεγάλη ξύλινη σκακιέρα του με αφιέρωση. (Δώρον Πλοιάρχου Εβανς 1842).
Μας αρκούσε αυτό το μικρό τμήμα της αίθουσας. Το θέλαμε ίσα-ίσα για να τοποθετήσουμε τα 4 με 5 τραπεζάκια και τις καμία δεκαριά ξύλινες καρέκλες που ήταν όλη η “κινητή και ακίνητος” περιουσία του συλλόγου μας.
Τέσσερα με πέντε τραπεζάκια ειδικής κατασκευής πού είχαν τη δική τους ιστορία. Είχε υπολογιστεί το ύψος τους και το πλάτος για να χωράει άνετα η ξύλινη σκακιέρα. Στηριζόταν σε μεταλλικά πόδια και η πάνω επιφάνεια ήταν μαρμάρινη.
Αυτά λοιπόν τα μαρμάρινα τραπεζάκια ήταν η αχώριστη παρέα μας.
Όπου κι αν πηγαίναμε μας ακολουθούσαν. Και αν στην μεταφορά είχαμε και κάποια μικροζημιά, ας ήταν καλά ο κυρ Γιάννης ο ξυλουργός για να τα επισκευάσει .
Πέρασα την μεγάλη είσοδο του αληθινά επιβλητικού κτιρίου και στάθηκα για να θαυμάσω την υπέροχη κατάλευκη μαρμάρινη σκάλα που οδηγούσε στους πάνω ορόφους. Πολύ αργότερα έμαθα ότι το κτίριο αυτό ανήκε στην οικογένεια Παλατιανού. Της οικογένειας Παλατιανού που ήρθε από την Κωνσταντινούπολη στην Κέρκυρα στα μέσα του 15ου αιώνα και ήταν γραμμένη στη Χρυσόβιβλο, στο περίφημο Libro d Oro των ευγενών της Κέρκυρας.
Κατέβηκα τα λιγοστά σκαλοπάτια, άνοιξα την μικρή ξύλινη πόρτα και βρέθηκα στην αχανή για τα δεδομένα μας αίθουσα του ΟρειβατικούΣυλλόγου της Κέρκυρας.
Και ήταν όλοι τους εκεί. Μας το είχε ζητήσει άλλωστε ο Πρόεδρος.
Δύο πράγματα θυμάμαι μας είχε ζητήσει. Να είμαστε όσο γίνεται περισσότεροι για να δείξουμε τη μαζικότητα του συλλόγου μας και το σπουδαιότερο να αποφύγουμε τους γνωστούς τσακωμούς.
– Προσέξτε, μας έλεγε συνέχεια, μην κάνετε φασαρία, γιατί κινδυνεύουμε μας διώξουν πριν καλά-καλά πάμε.
Ήταν εκεί ο Κύριος Κοσμάς, τυπικός όπως πάντα με τη σκούρα γραβάτα του, ο Νικήτας με τα μεγάλα κοκάλινα γυαλιά και το τσιγάρο μόνιμα στο χέρι, ο κυρ Γιάννης το “αλατοπίπερο” της παρέας, ο Κυρ Σπύρος που υπομονετικά περίμενε τον καφετζή να του φτιάξει τον ελαφρύ και σκέτο καφέ του, ο άλλος κυρ Σπύρος, πάντοτε με την ευγένεια του και την καλή του την κουβέντα, ο Αλέκος ο πρωταθλητής ο Κυρ Αντρέας με τα κομμάτια μόνιμα στα δύο του χέρια, ο Βαγγέλης από το Μαντούκι, ο Όμηρος ο ταμίας, ο άλλος Βαγγέλης που ερχόταν με την αστυνομική του στολή και άλλοι πολλοί. Διέκρινα με την άλλη άκρη του ματιού και τα παιδιά του συλλόγου. Τον Νίκο, τον Τσαλδάρη, τον Γιώργο, τον άλλο Γιάννη, τον Σπύρο και τα “άλλα παιδιά”.
Αλλά όπως πάντοτε συμβαίνει τα παιδιά είχαν ήδη στρέψει αλλού την προσοχή τους.
Είχαν ανακαλύψει ότι στην άλλη άκρη της αίθουσας ήταν τοποθετημένο το τραπέζι του πινγκ πονγκ και όλοι δεν έβλεπαν την ώρα πότε να αφήσουν τα ξύλινα κομμάτια του σκακιού για να πιάσουν τις ρακέτες του πινγκ πονγκ.
– Τι ωραία αίθουσα! μου έλεγε ο Γιάννης. Πόσο καλοφωτισμένη και άνετη. Και βέβαια ψηλοτάβανη. Οσο κι αν θα κάπνιζαν οι μερακλήδες σκακιστές, ο καπνός τους δεν θα μας έπνιγε.
Ήρθε επιτέλους και η στιγμή των τυπικών.
Είχε φθάσει και ο άλλος ο Πρόεδρος του Ορειβατικού Συλλόγου, ο Κύριος Καθηγητής όπως τον αποκαλούσαν και μετά από το τυπικό καλωσόρισμα και τις ευχαριστίες, ένθεν κακείθεν, σχεδόν αμήχανα πήραν θέσεις οι σκακιστές και ξεκίνησαν τις παρτίδες τους.
Επικρατούσε μια περίεργη, ασυνήθιστη σιωπή στην αίθουσα. Ήταν όλοι τους επηρεασμένοι από την τυπική διαδικασία του καλωσορίσματος και ήθελαν βλέπετε όσο ήταν εκεί ο Κύριος Καθηγητής να κρατήσουν χαρακτήρα, με αποτέλεσμα να ειναι ολοι σφιγμένοι και εξω απο τα νερά τους. Να μην είναι κανείς ο εαυτός του.
Περίεργο. Όλοι μιλούσαν χαμηλόφωνα, χωρίς προστριβές, χωρίς τις γνωστές αλληλοκατηγορίες και τα γνωστά κολακευτικά” σχόλια.
– Τι πάθανε απόψε αναρωτιόταν ο Γιώργος. Άρρωστοι είναι;
Η απάντηση του δόθηκε μετά από λίγα λεπτά. Δεν πρόλαβαν να μας καληνυχτίσουν οι πρόεδροι, να μας ευχηθούν καλές παρτίδες και πριν προλάβουν να φύγουν, με τκ που έκλεισε η μεσόπορτα, επιτέλους επανήλθε η “κανονικότητα”.
Ξαναγυρίσαμε στο γνωστό “παίξε μαζέττα”, “μη κάνεις καμιά νάκληση γιατί θα σου κόψω το χέρι”, ” δεν παίζω καλά απόψε γιατί χθες έφαγα φασολάδα” και τα άλλα ωραία!
Ήταν λοιπόν ένα μουντό Σαββατιάτικο απόγευμα που εξελίχθηκε σε υπέροχο. Μοναδικό.
Έτσι περνούσαν οι μέρες, οι εβδομάδες οι μήνες.
Πέρασε και το καλοκαίρι, ήρθε το φθινόπωρο και εκεί γύρω στον Οκτώβρη, άρχισαν τα πρώτα προβλήματα που ως συνήθως σχετιζόταν με τα οικονομικά του συλλόγου.
Βλέπεις τότε δεν υπήρχαν ούτε οικονομικές ενισχύσεις από την Γενική Γραμματεία αθλητισμού, εκτός και αν ήσουν στην παρέα του Ασλανίδη, ούτε χορηγίες, ούτε και άλλες οικονομικές ενισχύσεις. Μια μικρή ετήσια συνδρομή των μελών υπήρχε, που μέχρι να την δώσουν στον Όμηρο τον ταμία του συλλόγου του έπρηζαν, όπως μας έλεγε χαμογελώντας, το συκώτι. Αυτή λοιπόν η μικρή συμμετοχή των μελών, δεν αρκούσε για να πληρωθεί το μικρό τίμημα που είχε συμφωνηθεί ως ενοίκιο, στον ορειβατικό σύλλογο και ηταν ορατός πλέον ο κίνδυνος να χάσουμε την αίθουσα πριν καλά, καλά την χαρούμε.
Μαζεύτηκαν λοιπόν μια μέρα τα μέλη, αναλύει ο ταμίας τα οικονομικά του συλλόγου, παρουσιάζει το πρόβλημα και πάνω στη συζήτηση, είχε κάποιος την φαεινή ιδέα του κουμπαρά.
Τι ήταν ο κουμπαράς; Μια πολύ απλή ιδέα και εύκολα υλοποιήσιμη.
Φέρνει ο Όμηρος, ο ταμίας έναν κουμπαρά ασφαλείας, από αυτούς που χάριζε τότε το ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, τον τοποθετεί σε ένα διακριτικό σημείο της αίθουσας και κάθε φορά που κάποιος ήθελε να συνδράμει πέρα από την ετήσια συμμετοχή του, κατέθετε εκεί τον οβολό του.
Στην αρχή δούλεψε η ιδέα. Αν θες και για λόγους αρχής, όταν κάποιος έκανε το ξεκίνημα, να ρίχνει δηλαδη κάποιο κέρμα στον κουμπαρά ακολουθούσαν και οι άλλοι. Άλλος λιγότερα άλλος περισσότερα όλοι συμμετείχαν στην αποταμίευση μέσω του κουμπαρά.
Κάθε Κυριακή μάλιστα που ερχόταν ο Κυρ Κοσμάς, περιέφερε τον κουμπαρά από τραπέζι σε τραπέζι, όπως έκαναν και οι επίτροποι των εκκλησιών με τον δίσκο. Έτσι έβγαινε το νοίκι και σταμάτησαν για ένα διάστημα οι γκρίνιες του ταμία.
Όσο περνούσε όμως ο καιρός, το άνοιγμα του κουμπαρά που γινόταν παρουσία του κόσμου, δεν συνοδευόταν από τα επιφωνήματα χαράς των πρώτων ημερών. Από ένα σημείο και μετά, το ποσό πού κατέγραφε στα κατάστιχά ο ταμίας όλο και το έβλεπαν να λιγοστεύει.
Παρατηρήθηκε μάλιστα το φαινόμενο, τις Κυριακές, την μέρα δηλαδή που γινόταν η περιφορά του κουμπαρά, σημειώνονταν όλο και περισσότερες απουσίες.
Με τον κίνδυνο να μην πατά κάνεις στον σύλλογο τις Κυριακές σταμάτησε η περιφορά του κουμπαρά. Και όταν ο Όμηρος διαπίστωσε ότι τις πιο πολλές φορές ο κουμπαράς ήταν άδειος, απεσύρθη και ο κουμπαράς από την αίθουσα γιατί όπως έλεγε υπήρχε κίνδυνος να χάσουμε και τον…κουμπαρά.
Κάθε μέρα που περνούσε, όλο και πιο πολύ μακαρίζαμε την τύχη μας για αυτή τη συστέγαση με τον Ορειβατικό σύλλογο. Ήταν όντως πολύ όμορφες οι συνθήκες και μας επέτρεπαν να χαιρόμαστε το αγαπημένο μας χόμπι. Μαζευόμασταν από νωρίς το απόγευμα και μετά το απαραίτητο καφεδάκι που ετοίμαζε ο επιστάτης ο Κυρ Κώστας, ξεκινούσαν οι μονομαχίες.
Συνήθως τα ζευγάρια των παικτών ήταν γνωστά αλλά όταν κάποιος καθυστερούσε την θέση του την έπαιρνε κάποιος άλλος. Και όταν αυτό θα συνέβαινε, παρουσιαζόταν η χρυσή ευκαιρία για εμάς τα παιδιά. Τους νέους σκακιστές.
Και αυτό συνέβαινε γιατί για να μπορέσουμε να παίξουμε με τους μεγαλύτερους σκακιστές θα έπρεπε να ισχύουν οι εξής συνθήκες.
Η πρώτη και αναγκαία συνθήκη ήταν η προθυμία που θα δείχναμε, όταν οι μεγαλύτεροι θα μας έστελναν να τους φέρουμε τσιγάρα η σπίρτα από το περίπτερο της πλατείας. Εδώ βέβαια θα μετρούσε και η ταχύτητα του καθενός μας. Όσο πιο γρήγορα τα φέρναμε κερδίζαμε πόντους.
Η δεύτερη ήταν να έχουμε συμπεριληφθεί στην γνωστή κατηγορία των νέων παικτών “τα σκατόπαιδα” όπως μας αποκαλούσαν. Εδώ αρκούσε να τα έχεις καλά με τον Νικήτα. Και η τρίτη να βρεις καρέκλα άδεια.
Όταν βέβαια υπήρχε σκακιέρα άδεια μπορούσαμε να παίξουμε μεταξύ μας τα παιδιά. Μπορούσαμε όμως να παρακολουθούμε τις παρτίδες των μεγαλύτερων αρκεί βέβαια να στεκόμαστε αμίλητοι.
Δεν σας κρύβω ότι πολλές φορές μου άρεσε περισσότερο να παρακολουθώ τις παρτίδες των άλλων. Και ήταν ήταν ωραίο και διασκεδαστικό, να τούς παρακολουθείς. Έβλεπες συμβολαιογράφους, δικηγόρους, δικαστικούς, ανώτερους δημόσιους υπαλλήλους, καθηγητές, επιχειρηματίες, την ώρα της παρτίδας να αλλάζουν χαρακτήρα και να συμπεριφέρονται, όπως οι ίδιοι έλεγαν σαν μικρά παιδιά. Έβλεπες να γίνονται Ομηρικές μάχες με κυρίαρχο αίτιο του πολέμου, αν άγγιξε ο άλλος το κομμάτι. Με συνέπεια λόγω των κανόνων του σκακιού, να είναι υποχρεωμένος να το παίξει.
– Το ακούμπησες το άλογο. Παίξε το.
– Όχι. Δεν το ακούμπησα σου λέω. Απλά το ..χάιδεψα.
Και κάθε φορά συνέβαιναν οι ίδιες σκηνές απείρου κάλλους.
Εκεί όμως που πραγματικά “γεφυρωνόταν” το χάσμα των γενεών ήταν όταν έπαιζαν ένας ηλικιωμένος με ένα από τα “σκατόπαιδα”. Εκεί κατά τη διάρκεια της παρτίδας έβλεπες να καταργούνται όλα. Κοινωνικές τάξεις, ηλικίες, θεσμοί, τα πάντα.
Έρχεται λοιπόν μια μέρα ο Νικήτας και με ύφος σοβαρό λέει:
– Με πήρε τηλέφωνο και θα έρθει σήμερα να παίξει ένας ανώτερος δικαστικός. Είναι ο Πρόεδρος του Διοικητικού πρωτοδικείου της Κέρκυρας. Σας παρακαλώ λόγω και της δικής μου επαγγελματικής ιδιότητάς, ήταν βλέπετε συμβολαιογράφος, σας παρακαλώ να κρατήσουμε λίγο τους τύπους. Όλοι βέβαια συμφώνησαν και πως να κάνουν αλλιώς; Τέτοια θεσμική ιδιότητα είχε ο άνθρωπος.
Έρχεται λοιπόν ο Δικαστικός, σοβαρός, αμίλητος, καλοντυμένος, παίζει την πρώτη παρτίδα κερδίζει, παίζει την δεύτερη κερδίζει και να σου περνά την πόρτα και εισβάλλει στην αίθουσα ο Γιώργος. Ένα από τα πιο γνωστά “σκατόπαιδα”. Δεν έχει ενημερωθεί ο Γιώργος για τον εν λόγω κύριο και χωρις να ρωτήσει κανένα στρογγυλοκάθεται απέναντι από τον Δικαστικό. Ο Δικαστικός τον κοιτα ερευνητικά, αλλά μετά και την σύμφωνη γνώμη του Νικήτα, ξεκινά η παρτίδα.
Ο Γιώργος με τα κοντά παντελονάκια από την μια πλευρά της σκακιέρας, ο σοβαρός και ευγενικός κύριος από την άλλη.
Ανάβει για τα καλά η μάχη και ξαφνικά μέσα στην απόλυτη ησυχία που επικρατεί στην αίθουσα, ο Γιώργος που δεν εχει ενημερωθεί για τα τεκταινόμενα, μόλις παίζει την κίνηση αρχίζει:
– Παίξε μάτια..Παίξε λεβεντόπαιδο παίξε.
Τον κοιτάζει αιφνιδιασμένος αρχικά ο Δικαστικός άλλα συνεχίζει την παρτίδα χαμογελώντας.
Από δίπλα τον Νικήτα και τους άλλους σκακιστές έχει αρχίσει να τους ζώνουν τα φίδια.
Ο Γιώργος όμως αγέρωχος, παίζει την επόμενη κίνηση και συνεχίζει:
– Παίξε μάτια. Παίξε λεβεντόπαιδο παίξε. Παίξε μαζέττα, παίξε μπουμπούνα μου…
Ο Νικήτας έχει κοκκινίσει και κινδυνεύει να πάθει εγκεφαλικό όταν ο Γιώργος συνεχίζει σε Ελληνογαλλικό στυλ.
– Ζουέ μον μπουμπούν, ζουέ μον μπουμπούν. Σε Ελληνική μετάφραση, παίξε μπουμπούνα μου, παίξε μπουμπούνα μου.
Ακολούθησε μια μικρή αμηχανία και έγινε ο χαμός από τα γέλια. Περιττό να σας πω ότι την επόμενη ημέρα η πρώτη φράση του ανώτερου Δικαστικού μόλις κάθισε στη σκακιέρα για να παίξει ήταν….
– Ζουέ μον μπουμπούν, ζουέ μον μπουμπούν.
Σιγά-σιγά, μάθαινε ο κόσμος το νέο μας στέκι, με αποτέλεσμα να έρχονται όλο και περισσότεροι.
Είχαμε και επισκέψεις εκτός Κέρκυρας και μάλιστα πολύ σημαντικές.
Ένα απόγευμα θυμάμαι, ξαφνικά, κάνει την εμφάνισή του ένας χαμογελαστός, ψηλος, άνετος νεαρός.
– Μήπως είναι εδώ ο Νίκος ο Σκιαδοπουλος ρωτά;
Ο Νίκος τα προηγούμενα χρόνια είχε κερδίσει το πρωτάθλημα εφήβων και είχε παίξει στην Αθήνα στο Πανελλήνιο Πρωτάθλημα εφήβων. Εκεί είχε γνωρίσει τον άγνωστο για μας νεαρό που είχε κάνει έτσι απρόοπτα την εμφάνισή του. Δεν ήταν εκεί ο Νίκος, διάβαζε για τις πανελλήνιες εξετάσεις, συστηθήκαμε και έτσι μάθαμε ότι ο νεαρός ήταν ο επί σειρά ετών πρωταθλητής Ελλάδος Γιώργος Μακρόπουλος.
Είχε έλθει εκδρομή με το σχολείο του στην Κέρκυρα και ήθελε να συναντηθεί με τον φιλο του το Νίκο.
Αργότερα ο Γιώργος Μακροπουλος ασχολήθηκε με τα διοικητικά του σκακιού, και έφθασε μέχρι τα ανώτερα αξιώματα του παγκόσμιου σκακιού, όπως πρόεδρος της FIDE.
Ένας άλλος σημαντικός επισκέπτης που κατά την άποψή μου βοήθησε όσο κανείς άλλος το σκάκι της Κέρκυρας και ιδιαίτερα τον μετέπειτα πρωταθλητή μας Σπυρο Σκεμπρη στον αγωνιστικό τομέα, ήταν ο Λευτέρης Φλασκος.
Ήταν υποψήφιος μαιτρ και είχε έρθει στην Κέρκυρα για να δουλέψει σε γνωστό ξενοδοχείο της πόλης. Για την ακρίβεια ήταν απόφοιτος τουριστικής σχολής και είχε έλθει για να κάνει την πρακτική του άσκηση. Φανατικός σκακιστής και θεωρητικός του σκακιού.
Καθημερινά μας έφερνε παρτίδες από ξένα σκακιστικά βιβλία και μας τις ανέλυε με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο. Με τον Σπύρο μάλιστα κάνανε συστηματική δουλειά στον τομέα των σκακιστικών ανοιγμάτων.
Εκεί για πρώτη φορά ακούσαμε για Σικελική άμυνα, Γαλλική άμυνα Ισπανική παρτίδα, άμυνα Αλιεχιν κ.α.
Πέρασε κι αυτός ο χειμώνας, πέρασε το Πάσχα και επανήλθε το θέμα που μας απασχολούσε από τον προηγούμενο χρόνο χωρίς ομως σκαταφέρουμε να δώσουμε λύση. Το καλοκαιρινό μας στέκι.
Αυτή τη χρόνια όμως είμαστε καλά προετοιμασμένοι.
Είχαμε έλθει σε επαφή με τον Δήμο και μας είχε δώσει τη δυνατότητα να τοποθετήσουμε τα μαρμάρινα τραπεζάκια μας έξω από την αίθουσα. Στο απέναντι πεζοδρόμιο.
Μεγαλεία. Ποιος το φανταζόταν! Δικός μας χώρος στην πάνω πλατεία, με το φρούριο απέναντι μας, το πάρκο των συναυλιών δίπλα μας και την θάλασσα κυριολεκτικά στα πόδια μας. Και το σπουδαιότερο, είχαμε έλθει σε συμφωνία με το διπλανό καφενείο, και ετσι τα είχαμε όλα .
Κάποια στιγμή ήλθε και ένας ηλεκτρολόγος, άπλωσε ένα τεράστιο καλώδιο μέσα από τα δέντρα που έφθανε στο απέναντι μαγαζί και έτσι παίζαμε σκάκι μέχρι αργά τα μεσάνυχτα.
Μαζευόταν οι σκακιστές από νωρίς το απόγευμα, πολλοί μαλιστα τις Κυριακές έφερναν και τις οικογένειές τους, ξεκινούσαν με καφέδες η αναψυκτικά και κατέληγαν στου Κωστάκη με τηγανιτές πατάτες και παγωτά.
Ούτε εκεί βέβαια έλειπαν οι συγκρούσεις, ούτε η ανταλλαγή φιλοφρονήσεων. Και δεν ήταν λίγες οι φορές που οι θαμώνες της πάνω πλατείας έστρεφαν απορημένοι το κεφάλι τους προς το μέρος μας. Βλέπεις όλοι θεωρούσαν ότι το σκάκι ήτανε το παιχνίδι των ευγενων. Αλλά σε γενικές γραμμές όλοι ήταν ευχαριστημένοι.
Τα μαρμάρινα τραπεζάκια ήταν στη θέση τους και καθημερινά μας περίμεναν υπομονετικά για να ακουμπήσουμε τις ξύλινες σκακιέρες και να ξεκινήσουμε τις παρτίδες μας.
Αυτό το καλοκαίρι όμως, δεν ήταν σαν όλα τα άλλα για το παγκόσμιο σκάκι.
Το καλοκαίρι του 1972 ήταν η προγραμματισμένη χρονιά για την ανάδειξη του νέου παγκόσμιου πρωταθλητή. Δύο κορυφαίοι παίκτες είχαν δώσει το ραντεβού τους στο μακρινό Ρέικιαβικ για να λύσουν τους λογαριασμούς τους. Ο διεκδικητής του τίτλου, ο Αμερικανός Μπομπυ Φίσερ και ο παγκόσμιος πρωταθλητής, Σοβιετικός Μπόρις Σπασκυ.
Και τι δεν είχε γραφεί για αυτό το ματς.
Είμαστε στη φάση του ψυχρού πολέμου και η ανθρωπότητα κυριολεκτικά έχει χωριστεί σε δύο στρατόπεδα. Στο Αμερικανικό και το Σοβιετικό στρατόπεδο. Το ωραίο ήταν ότι αυτός ο αγώνας είχε εκτός από αθλητικά και πολιτικά χαρακτηριστικά. Δεν ήταν λίγοι αυτοί οι οποίοι υποστήριζαν τον Φίσερ η τον Σπάσκυ χωρίς να γνωρίζουν ούτε τούς παίκτες ούτε και τις κινήσεις στο σκάκι. Μάλιστα, τα πρωτοσέλιδα των ξένων εφημερίδων αλλά και των Ελληνικών, για πρώτη φορά είχαν είδηση για το σκάκι.
Σε αυτή δε τη μάχη, για πρώτη φορά είχαν επιστρατευθεί λόγω και του ψυχρού πολέμου, ακόμα και οι διπλωματικές υπηρεσίες των χωρών και υπουργοί Εξωτερικών όπως ο Χένρυ Κίσινγκερ.
Μετά από πολλές παλινωδίες, απειλές για αποχώρηση από τον αγώνα λόγω ασυμφωνίας στα οργανωτικά θέματα, έρχεται επιτέλους η ώρα για να ξεκινήσουν οι αγώνες.
Εμείς στην πάνω πλατεία, στις μαρμάρινες σκακιέρες συνεχίζουμε να ζούμε την καθημερινότητα μας. Εντάξει. Ξέρουμε για το μεγάλο ματς που θα γίνει, έχουμε και εμείς τις προτιμήσεις μας, οι οποίες βέβαια επηρεάζονται σε μεγάλο βαθμό από τις πολιτικές μας κατευθύνσεις, αλλά μέχρις εκεί. Ούτε τις πληροφορίες έχουμε, ούτε και τις γνώσεις για να υποστηρίξουμε τον Μπομπυ Φίσερ η τον Μπόρις Σπασκυ.
Και από που να έχουμε πληροφορίες;
Η μοναδική σκακιστική στήλη, είναι η στήλη του Τριαντάφυλλου Σιαπέρα στην Απογευματινή του Σαββάτου. Λίγες μόνο γραμμές, Ένα σκακιστικό πρόβλημα και πού και πού καμία παρτίδα γραμμένη στη κλασική σκακιστική γραφή.
Μέχρι που στην παρέα μας, ένα θερμό απόγευμα του καλοκαιριού, κάνει την εμφάνισή του ο Οικονομίδης, ένας καθηγητής φυσικής που εργάζεται στην Κέρκυρα με απόσπαση και εκεί αλλάζουν όλα.
Ο Οικονομίδης το αγαπούσε πολύ, άλλα δεν έπαιζε καλό σκάκι. Είχε όμως ένα μεγάλο πλεονέκτημα. Γνώριζε καλά την Αγγλική γλώσσα. Και το σημαντικότερο; Γνώριζε το Αγγλικό σύστημα σκακιστική γραφής.
Έρχεται λοιπόν ένα απόγευμα γεμάτος χαρά και μας ανακοινώνει τα ευχάριστα νέα.
– Ετοιμαστείτε. Από μεθαύριο θα έχουμε στη διάθεσή μας όλες τις παρτίδες. Θα δημοσιεύονται στην εφημερίδα The Times και έτσι θα μπορούμε να τις παρακολουθούμε.
Δεν υπήρξε και μεγάλος ενθουσιασμός από το ακροατήριο, άλλωστε τι τους ενδιέφερε; Σε τελευταία ανάλυσή αυτοί θα έπαιζαν τις παρτίδες τους και στα διαλείμματα θα έβλεπαν και τις παρτίδες των μεγάλων πρωταθλητών.
Ξεκινά επιτέλους το μεγάλο ματς και εμείς με καθυστέρηση δύο ημερών βέβαια, τόση ήταν καθυστέρηση του ξένου τύπου βλέπαμε τις παρτίδες.
Ο Οικονομίδης μας διάβαζε τις κινήσεις με τα λιγοστά σχόλια και εμείς τοποθετούσαμε τα κομμάτια. Δεν ήταν λίγες οι φορές που κάναμε λάθος στο διάβασμα ούτε λίγες οι φορές που δεν καταλαβαίναμε τίποτα αλλά ήταν τόσο μεγάλο το πολιτικό ενδιαφέρον για αυτούς τους αγώνες που τελικώς κέρδισε το ενδιαφέρον όλων μας.
Εκεί που στην αρχή υπήρχε σχεδόν αδιαφορία, τώρα όλοι περίμεναν με αγωνία την εφημερίδα, στριμωγμένοι γύρω από το μαρμάρινο τραπεζάκι και βάζοντας όλοι τα χέρια τους μέσα στη σκακιέρα, προσπαθούσαν να εξηγήσουν τις κινήσεις των παιχτών.
Κρατούσε πολλές ώρες αυτή η διαδικασία. Αλλά δεν μας ενδιέφερε. Όταν θα άρχιζε να πέφτει το σκοτάδι, πηγαίναμε στο μαγαζί που μας φιλοξενούσε βάζαμε την άκρη του καλωδίου στην πρίζα, φωτιζόταν η περιοχή μας και έτσι βλέπαμε για να παρακολουθήσουμε τις παρτίδες.
Είχαμε φθάσει κοντά στο τέλος του αγώνα. Όλος ο πλανήτης πλέον μιλούσε γι αυτό το ματς. Ο Φίσερ προηγείται και όλοι περιμένουμε τον Σπασκυ να αντεπιτεθεί. Έρχεται με καθυστέρηση ο Οικονομίδης κρατώντας την Αγγλική εφημερίδα και είμαστε έτοιμοι για να την δούμε. Έχει περάσει όμως η ώρα, έχει σχεδόν νυχτώσει, και πρέπει να βάλουμε το καλώδιο στην πρίζα. Πάμε ως συνήθως και με έκπληξη διαπιστώνουμε ότι η πρίζα ήταν καλυμμένη με μονωτική ταινία. Ρωτάμε τι συνέβη και ευγενικά ο ιδιοκτήτης μας εξηγεί ότι το ρεύμα μας το διέθετε για λίγη ώρα και όχι μέχρι τα μεσάνυχτα. Άλλωστε η συμφωνία ήταν να παίρνουμε και κάνα καφέ και όχι μόνο νερό.
Κλείσαμε την σκακιέρα και δώσαμε ραντεβού για την επόμενη μέρα με το φως του ήλιου για να συνεχίσουμε την παρτίδα. Για λόγους ιστορικούς σας λέω ότι σε αυτήν την καθοριστική για την εξέλιξη του αγώνα παρτίδα, κέρδισε ο Μπομπυ Φίσερ, όπως κέρδισε και το μεγάλο αυτό ματς και στέφθηκε Παγκόσμιος πρωταθλητής.
Πέρασε ο καιρός, πέρασαν τα χρόνια, αλλάξαμε πολλά στέκια, οι πιο πολλοί από εκείνη τη γενιά έχουν φύγει. Τώρα βέβαια τα χρόνια βαραίνουν στους ώμους μας ,είμαστε γεμάτοι εμπειρίες, με τα σκακιστικά κομπιούτερ στη τσάντα, στην παρέα έχουν προστεθεί νέοι αξιόλογοι σκακιστές. Τώρα τη θέση του κυρ Νικήτα του κυρ Σπύρου του κυρ Γιάννη την έχουν πάρει ο Νίκος, ο Μάνος. ο Σπύρος ο Μιχάλης ο Γιάννης. Στην παρέα έχουν προστεθεί τα νέα σκατοπαιδα όπως ο Αλέξανδρος ο Σπυράκης ο άλλος Αλέξανδρος η Κατερίνα. Πέρασαν τα χρόνια άλλα παρέμειναν οι μνήμες για να μας θυμίζουν το σκάκι στην Κέρκυρα 50 χρόνια πριν.
Ποιός να το περίμενε πως πενήντα χρόνια μετά θα ξαναγυρίζαμε στον “τόπο του εγκλήματος”. Στην πάνω πλατεία. Εκεί που εκείνο το μουντό Σάββατο του 1971 ανέβαινα την οδό Καποδιστριου για να βρω το κτίριο του Ορειβατικού συλλόγου. Εκεί που ζήσαμε τόσο ωραίες σκακιστικές στιγμές.
Βέβαια τώρα στη θέση των ερειπίων είναι η Ιόνιος Ακαδημία η εδρα του ΙονίουΠανεπιστημίου. Στο κτίριο του Γκιλφορντ, εκεί που συστεγαζόμασταν με τον Ορειβατικό σύλλογο, ετοιμάζεται να λειτουργήσει το Καζίνο της Κέρκυρας. Δίπλα στέκει το ετοιμόρροπο κτίριο Γιαλλινά και παρακάτω δεν έχουμε πλέον τον Κωστάκη αλλά Ιταλικές πιτσαρίες.
Εκεί όμως στην πάνω πλατεία τίποτα δεν έχει αλλάξει για τους σκακιστές της Κέρκυρας. Όλα είναι ίδια γιατί εκεί κατοικούν οι μνήμες.
Εκει ακούγεται ξανά η φωνή του Νικήτα ,του Γιάννη, του Σπύρου, του Μάνου. Εκει ακούγονται ξανά και οι ίδιες ατάκες. Απλά σήμερα για να παίξεις δεν χρειάζεται να τρέχεις στο περίπτερο να κουβαλήσεις τσιγάρα. Υπάρχουν δάσκαλοι ειδικοί για να μάθουν τα παιδιά σκάκι. Δεν χρειάζεται να περιμένεις τον ξένο τύπο για να μάθεις τα τελευταία σκακιστικά νέα. Όλα γίνονται μέσω διαδικτύου.
Αυτό που έχει παραμείνει αναλλοίωτο και συνδέει το τότε με το τώρα είναι ο χώρος και οι μνήμες.
Είναι πάνω από όλα Κέρκυρα πού τώρα γιορτάζει τα 100 χρόνια από την ίδρυση του πρώτου σκακιστικου συλλόγου στην Ελλάδα. Του ΣΠΖΚ. Του ιστορικού Συνδέσμου Παικτών Ζατρικίου Κέρκυρας.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *