Ελληνοτουρκικά 2023
Προσδοκίες και ρεαλισμός
Το 2022 ήταν από κάθε άποψη μία αντάξια συνέχεια του 2020 και του 2021 στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Η τουρκική συμπεριφορά παρέμεινε πιστή σε ένα επιθετικό, βίαιο και πολλές φορές πέρα από κάθε διπλωματική δεοντολογία, μοτίβο. Απαίτηση για αποστρατιωτικοποίηση των νησιών που ίδια η Τουρκία απειλεί, αμφισβήτηση της κυριαρχίας επειδή δεν αποστρατιωτικοποιούνται παρά τις απειλές, προβολή της μαξιμαλιστικής «Γαλάζιας Πατρίδας» και κατηγορίες για ελληνικό μαξιμαλισμό και όλα τα παραπάνω σε έναν καμβά που χρωματίζεται από μια σταθερή επανάληψη προσβολών σε προσωπικό και συλλογικό επίπεδο.
Είναι εξαιρετικά δύσκολο να είναι κανείς έστω και ελάχιστα αισιόδοξος ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να εξελιχθούν έστω και ελάχιστα πιο ήρεμα. Λίγες ημέρες πριν, είχαμε τη συνάντηση Μπούρα-Καλίν με τη διαμεσολάβηση του Βερολίνου. Αυτά είναι όντως καλά νέα. Πρώτον γιατί δείχνουν ότι η Γερμανία είναι διατεθειμένη να κάνει μία προσπάθεια που θα μπορούσε υπό πολλές προϋποθέσεις να οδηγήσει σε μια μείωση της έντασης και δεύτερον γιατί η Άγκυρα φαίνεται να ανταποκρίνεται.
Το δεύτερο είναι βεβαίως και το πλέον σημαντικό. Είναι πολύ νωρίς για να επιχειρηθεί μια ερμηνεία που να διεκδικεί έστω στοιχειώδη αξιοπιστία. Μια ουσιαστική προσέγγιση προϋποθέτει μια προσαρμογή της Τουρκίας στην πραγματικότητα και την εγκατάλειψη των μαξιμαλιστικών της αντιλήψεων και των σουρεαλιστικών της διαβημάτων, όπως το Τουρκο-λιβυκό μνημόνιο και η αποστρατιωτικοποίηση των ελληνικών νησιών που η ίδια απειλεί.
Τους επόμενους μήνες η προεκλογική αντιπαράθεση στο εσωτερικό της γείτονος δεν θα αποτελέσει γόνιμο έδαφος για πιο λογικές προσεγγίσεις στην εξωτερική πολιτική. Ενώ η ατζέντα του καθεστώτος Ερντογάν δεν είναι αποτέλεσμα εσωτερικών αναγκών αλλά έχει συγκροτηθεί ως ένα «νέο-αυτοκρατορικό» όραμα για μια περιφερειακή τάξη στη βάση των ιδεολογικών και γεωπολιτικών προτιμήσεών του, όσο πλησιάζουμε στις εκλογές και όσο επιβεβαιώνεται ότι για τον Πρόεδρο Ερντογάν η αναμέτρηση αφορά στην πολιτική του επιβίωση μετά από 20 χρόνια απόλυτης εξουσίας, τόσο περισσότερο η ανάγκη για επικράτηση θα γίνεται αδήριτη ανάγκη.
Σε ένα τέτοιο πολιτικό τοπίο, καταστάσεις που θα μπορούσαν να εγκλωβίσουν την εσωτερική συζήτηση στα ζητήματα εθνικής ασφάλειας θα γίνονται όλο και πιο ελκυστικές. Η χερσαία επιχείρηση στη Συρία έχει προαναγγελθεί αλλά δεν θα συμβεί παρά μόνο την κατάλληλη στιγμή ώστε να μεγιστοποιηθεί το εσωτερικό αποτέλεσμα. Η αντιπαράθεση με την Ελλάδα και η κλιμάκωση της έντασης στο στρατιωτικό πεδίο δεν είναι το ίδιο ελκυστική καθώς εκεί η ισορροπία ισχύος δεν είναι όσο ευνοϊκή θα ήθελε η Άγκυρα.
Στο μέτωπο της Λιβύης δίνεται ήδη η μητέρα των μαχών μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας. Η Αθήνα επιταχύνει τις έρευνες σε μια περιοχή που «προκαλεί» την Λιβύη με στόχο να δεσμευτεί η τελευταία σε μια διαπραγμάτευση που θα ακυρώνει το τουρκολιβυκό μνημόνιο. Η μονομερής οριοθέτηση από την Αίγυπτο συρρικνώνει τις επιλογές της Τρίπολης αλλά και της Άγκυρας. Αν το τουρκολιβυκό μνημόνιο δεν έχει ουσιαστικά κέρδη για την Λιβύη και παράλληλα τη φέρνει απέναντι στην Αίγυπτο, τότε η προοπτική μιας συνολικής πολυμερούς διευθέτησης στη βάση του διεθνούς δικαίου δεν είναι τόσο ανεδαφική.
Όλα αυτά βεβαίως είναι εκτιμήσεις που βασίζονται στην αντίληψη ότι η Άγκυρα βλέπει το αδιέξοδο των επιλογών της, και αυτό δεν είναι καθόλου μα καθόλου σίγουρο. Ο Ερντογάν θα συνεχίσει να δαιμονοποιεί εσωτερικούς, περιφερειακούς και διεθνείς παράγοντες/αντιπάλους και την ίδια στιγμή θα επιχειρεί να τους προσεγγίσει. Το τεράστιο έλλειμμα εμπιστοσύνης και αξιοπιστίας δεν επιτρέπει ουσιαστική συνεργασία. Όμως, η στρατηγική κατάσταση είναι τέτοια που ίσως να ευνοεί κάποιες πρωτοβουλίες. Μια πολυμερής διαπραγμάτευση, όπως αναφέρθηκε, παραπάνω ίσως είναι περισσότερο πιθανή και ελκυστική παρά ποτέ. Υπό την προϋπόθεση ότι θα οριοθετείται σαφώς από το διεθνές δίκαιο και τις προβλέψεις του Δικαίου της Θάλασσας. Η Αθήνα οφείλει να είναι έτοιμη με ιδέες και προτάσεις. Και οπωσδήποτε για συμβιβασμούς που θα καθιστούν μια συνολική διευθέτηση βιώσιμη και οριστική.
πηγή: liberal