Η Ολιγαρχική Επιρροή Στις ΗΠΑ Και Τον Κόσμο του Σπύρος Άνδρεϊτς
Στην ουσία βέβαια η νέα πλουτοκρατία επιβάλλεται ανεμπόδιστη αφού χρησιμοποιεί ανενδοίαστα μεθόδους του υποκόσμου. Κατά τη διάρκεια της πρώτης προεδρίας του Ντόναλντ Τραμπ αλλά και της τωρινής, έχουν υπάρξει κριτικές από πολιτικούς αναλυτές, δημοσιογράφους και αντιδίκους του ότι ορισμένες πρακτικές του θυμίζουν απειλητικές τακτικές «μαφιόζικης» οργάνωσης.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν υποστεί μια βαθιά κοινωνικοοικονομική μεταμόρφωση τις τελευταίες δεκαετίες, πυροδοτώντας μια αλλόκοτη και παρδαλή πολιτική αλλοίωση που δεν έχει περάσει απαρατήρητη από μελετητές, οικονομολόγους και απλούς παρατηρητές. Η εμφάνιση μιας ομάδας ισχυρών οικονομικών παραγόντων, που συχνά αναφέρεται ως ολιγάρχες, έχει προκαλέσει σημαντικές συζητήσεις σχετικά με το μέγεθος της επιρροής τους όχι μόνο σε εθνικά αλλά και σε παγκόσμια ζητήματα. Αυτή η εξέλιξη δεν είναι ένα μεμονωμένο φαινόμενο, αλλά το αποτέλεσμα μιας σύνθετης αλληλεπίδρασης ιστορικών, πολιτικών και οικονομικών παραμέτρων που σταδιακά αναδιαμόρφωσαν το τοπίο της αμερικανικής πολιτικής εξουσίας.
Ένας από τους κρίσιμους συντελεστές αυτής της αλλαγής είναι η συγκέντρωση τεράστιου πλούτου σε ένα πολύ μικρό ποσοστό του πληθυσμού. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες, η οικονομική ανισότητα έχει αυξηθεί σημαντικά, με πολύ λίγους να συγκεντρώνουν περιουσίες που μεταφράζονται σε ακραία επιρροή στα πολιτικά και οικονομικά πράγματα της χώρας. Αυτό το φαινόμενο δεν είναι εντελώς καινούργιο στην αμερικανική ιστορία· κατά τη διάρκεια της «Χρυσής Εποχής» του τέλους του 19ου αιώνα, ισχυροί βιομήχανοι κατείχαν επίσης σημαντική δύναμη τόσο στην οικονομία όσο και στην πολιτική. Ωστόσο, ο συνδυασμός των πολιτικών αποφάσεων, των τεχνολογικών εξελίξεων και των πολιτισμικών αφηγήσεων στη σύγχρονη εποχή έχει ενισχύσει αυτή τη συγκέντρωση εξουσίας σε πρωτοφανές επίπεδο.
Ένας βασικός ιστορικός καταλύτης για αυτή την τάση ήταν η εποχή της απορρύθμισης που ξεκίνησε στα τέλη του 20ού αιώνα, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Ρόναλντ Ρέηγκαν. Η «Reaganomics», όπως συχνά ονομάζεται, εισήγαγε νεοφιλελεύθερες πολιτικές που στόχευαν στην τόνωση της οικονομικής ανάπτυξης μέσω μειώσεων φόρων για τους πλούσιους και της μείωσης της κρατικής παρέμβασης στην αγορά. Οι υποστηρικτές ισχυρίσθηκαν τότε ότι αυτά τα μέτρα θα δημιουργούσαν γενική ευημερία μέσω του «trickle-down effect», αλλά οι επικριτές υποστηρίζουν ότι το κύριο αποτέλεσμα ήταν η αύξηση της συγκέντρωσης πλούτου στους ήδη βαθύπλουτους. Αυτές οι αλλαγές πολιτικής, μαζί με τις συνακόλουθες απορρυθμίσεις, συνέβαλαν στη δημιουργία ενός οικονομικού περιβάλλοντος που ευνοεί τις μεγάλες επιχειρήσεις και τους μεγιστάνες του πλούτου.
Η επιρροή των μυριόπλουτων ατόμων και των μεγάλων εταιρειών στο αμερικανικό πολιτικό σύστημα επιβεβαιώνει περαιτέρω το πώς η ολιγαρχική εξουσία έχει ήδη εδραιωθεί. Η πολιτική επιρροή ασκείται συχνά μέσω λόμπι, συνεισφορών σε προεκλογικές εκστρατείες και του φαινομένου της «περιστρεφόμενης πόρτας», όπου άτομα μεταβαίνουν από κυβερνητικούς ρόλους σε ιδιωτικές θέσεις, δημιουργώντας τις συνθήκες για πιθανά διαβλητές κι επιλήψιμες συγκρούσεις συμφερόντων. Η απόφαση «Citizens United v. Federal Election Commission» το 2010 επιδείνωσε το πρόβλημα, επιτρέποντας απεριόριστες δαπάνες – εκλογικές δωρεές από εταιρείες και οργανωμένα επαγγελματικά σινάφια υπό το πρόσχημα της προστατευόμενης ελευθερίας του λόγου. Ως αποτέλεσμα, οι πολιτικές εκστρατείες εξαρτώνται ολοένα και περισσότερο από τη χρηματοδότηση των πλουσίων, που ασφαλώς αναμένουν ανταλλάγματα (quid pro quo), μειώνοντας έτσι την πολιτική δύναμη του μέσου πολίτη.
Η παγκοσμιοποίηση και οι τεχνολογικές εξελίξεις διαδραμάτισαν επίσης καθοριστικό ρόλο στην άνοδο των σύγχρονων ολιγαρχών. Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και το επακόλουθο κύμα παγκοσμιοποίησης επέτρεψαν στις πολυεθνικές εταιρείες να επεκτείνουν την επιρροή τους, όχι μόνο ενισχύοντας την οικονομική τους δύναμη, αλλά και δίνοντάς τους σημαντική επιρροή στις πολιτικές αποφάσεις. Η άνοδος των τεχνολογικών γιγάντων όπως η Amazon, το Facebook και η Google στον 21ο αιώνα πρόσθεσε μια νέα διάσταση σε αυτή την επιρροή. Αυτές οι εταιρείες, εκτός από τον έλεγχο μεγάλων μεριδίων της αγοράς, κατέχουν επίσης σημαντική δύναμη στη διάδοση πληροφοριών και στη διαμόρφωση της συμπεριφοράς των καταναλωτών και εν δυνάμει ψηφοφόρων.
Οι πολιτισμικοί παράγοντες συμβάλλουν επίσης σε αυτό το φαινόμενο. Το «Αμερικανικό Όνειρο», ένα θεμελιώδες όραμα της Αμερικανικής εθνικής ταυτότητας, δίνει έμφαση στην οικονομική επιτυχία και τον πλούτο ως αποτέλεσμα ατομικής αξίας και σκληρής δουλειάς. Παρόλο που αυτή η αφήγηση λειτουργεί ως μύθος αυτοβελτίωσης, συχνά παραβλέπει τα συστημικά πλεονεκτήματα που μπορεί να προσφέρει ο εκ νηπιακής αφετηρίας πλούτος. Η εξύμνηση της προσωπικής επιτυχίας μπορεί να θολώσει τα όρια μεταξύ του αποκτημένου πλούτου και της κληρονομημένης ευμάρειας, επιτρέποντας στους ολιγάρχες να διατηρούν τα προνόμιά τους ενώ προωθεί την αφελή ιδέα ότι ο καθένας μπορεί να επιτύχει παρόμοια ευμάρεια με σκληρή προσπάθεια.
Στην ουσία βέβαια η νέα πλουτοκρατία επιβάλλεται ανεμπόδιστη αφού χρησιμοποιεί ανενδοίαστα μεθόδους του υποκόσμου. Κατά τη διάρκεια της πρώτης προεδρίας του Ντόναλντ Τραμπ αλλά και της τωρινής, έχουν υπάρξει κριτικές από πολιτικούς αναλυτές, δημοσιογράφους και αντιδίκους του ότι ορισμένες πρακτικές του θυμίζουν απειλητικές τακτικές «μαφιόζικης» οργάνωσης.
Αυτές οι κριτικές εστιάζονται σε θέματα όπως:
Πιέσεις σε αξιωματούχους: Όπως οι κατηγορίες για πιέσεις προς τον πρόεδρο της Ουκρανίας, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, το 2019, οι οποίες οδήγησαν στην πρώτη διαδικασία παραπομπής (impeachment).
Έλλειψη αφοσίωσης και συνακόλουθη τιμωρία: Η απομάκρυνση ή υποβάθμιση αξιωματούχων που δεν είναι πιστοί ή δεν υπερασπίζονται δημόσια τις θέσεις του.
Ρητορική και απειλές: Η χρήση έντονης γλώσσας και απειλητικών δηλώσεων προς πολιτικούς αντιπάλους, δημοσιογράφους κι ακόμα και προς ανυπάκουα μέλη του ίδιου του κόμματός του.
Οι χαρακτηρισμοί περί ‘’μαφιόζικων’’ τακτικών προέρχονται από πολλές πηγές με προεξάρχοντες τους ακόλουθους:
James Comey (πρώην διευθυντής του FBI): Μετά την απόλυσή του από τον Τραμπ το 2017, ο Comey δήλωσε ότι η συμπεριφορά του Τραμπ του θύμιζε «μαφιόζικο αφεντικό». Στο βιβλίο του “A Higher Loyalty“, περιέγραψε τον Τραμπ ως κάποιον που απαιτούσε προσωπική πίστη και προσπάθησε να καλλιεργήσει μια ατμόσφαιρα φόβου και εξάρτησης.
Michael Cohen (πρώην προσωπικός δικηγόρος του Τραμπ): Ο Cohen, ο οποίος καταδικάστηκε για φοροδιαφυγή και παραβίαση νόμων περί χρηματοδότησης εκλογών, χαρακτήρισε τον Τραμπ ως «μαφιόζο» σε δημόσιες δηλώσεις του. Τον κατηγόρησε για εκφοβισμό, απειλές και χειραγώγηση.
ΜΜΕ και Πολιτικοί Αναλυτές: Εφημερίδες όπως η New York Times και η Washington Post, καθώς και αναλυτές σε δίκτυα όπως το CNN και το MSNBC, έχουν χρησιμοποιήσει παρόμοια γλώσσα. Αναφορές σε «μαφιόζικη νοοτροπία» έγιναν όταν ο Τραμπ επιτέθηκε φραστικά σε πολιτικούς του αντιπάλους, προσπάθησε να ασκήσει πίεση σε αξιωματούχους (π.χ. στην προαναφερθείσα υπόθεση με τον πρόεδρο της Ουκρανίας Βολοντίμιρ Ζελένσκι το 2019) και όταν αμφισβήτησε τα αποτελέσματα των εκλογών του 2020.
Πολιτικοί Αντίπαλοι: Δημοκρατικοί πολιτικοί, όπως ο Adam Schiff και η Nancy Pelosi, τον έχουν κατηγορήσει για «εκφοβισμό μαρτύρων» και απόπειρες εκβιασμού, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της διαδικασίας παραπομπής του (impeachment).
Συνοψίζοντας, η άνοδος της πολιτικής ισχύος των ισχυρών ολιγαρχών στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι αποτέλεσμα μιας πολυδιάστατης σειράς επιρροών, συμπεριλαμβανομένων των ιστορικών προηγούμενων, των οικονομικών πολιτικών, της παγκοσμιοποίησης και των παραπλανητικών πολιτισμικών αφηγήσεων. Η αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος θα απαιτήσει μια συντονισμένη προσπάθεια από όλους τους δημοκρατικούς φορείς χάραξης πολιτικής, την κοινωνία των πολιτών και το ευρύ κοινό, για να αποκατασταθεί η ισορροπία της εξουσίας που στηρίζει τις δημοκρατικές αξίες ώστε να εξασφαλιστεί ένα πιο ισότιμο και δίκαιο μέλλον για όλους τους Αμερικανούς πολίτες.
https://www.amazon.com/stores/Spyros%20Andreits/author/B0CD2LHNRT