Η Ελευθερία της Γνώμης: Υπαρξιακή μας Ανάγκη Του Σπύρου Άνδρεϊτς
Η ελευθερία της γνώμης είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένα νομικό δικαίωμα κατοχυρωμένο σε συντάγματα και διεθνείς συνθήκες. Η ελευθερία της γνώμης είναι η ίδια η βάση της ύπαρξης ενός συνειδητού, σκεπτόμενου και αυτόνομου όντος. Αποτελεί τη θεμελιώδη αρετή που επιτρέπει στον άνθρωπο να εξουσιάζει και να κυβερνά τη γνώμη του, τα συναισθήματά του, τις προσδοκίες του και τις ελπίδες του, χωρίς την ανάγκη να λογοδοτεί και να απολογείται σε οποιαδήποτε εξωτερική, προσωρινή ή τυραννική αρχή. Αυτή η πνευματική αυτονομία είναι η κινητήρια δύναμη πίσω από κάθε πρόοδο, δημιουργία και αυθεντική δημοκρατική λειτουργία.
Η Ουσία της Ελεύθερης Σκέψης: Αρνείται Τη Συμμόρφωση Προς Τας Υποδείξεις
Η γνήσια ελευθερία της γνώμης πηγάζει από την εσωτερική γενναιότητα του ατόμου να διαμορφώνει την άποψή του με βάση την προσωπική του κρίση, την αποσταγμένη βιοτική του πείρα και τη συνεχή αναζήτηση της αλήθειας. Αυτό απαιτεί την ικανότητα να διαχωρίζει κανείς τη δική του σκέψη από τον χείμαρρο των εξωτερικών επιρροών—τις κοινωνικές προσδοκίες, τις κομματικές εντολές, τις πολιτικές μόδες ή τη βολική πλάνη της πλειοψηφίας.
Ο άνθρωπος που επιλέγει την αυτονομία δεν φοβάται τη μοναξιά της διαφωνίας. Αντίθετα, θεωρεί τη διαμόρφωση της γνώμης του ως υπέρτατη ευθύνη. Δεν δέχεται να γίνει ένα πειθήνιο φερέφωνο που αναπαράγει το κυρίαρχο αφήγημα μιας εποχής. Αντιθέτως, λειτουργεί ως δημιουργός της δικής του κοσμοθεωρίας, την οποία, με θάρρος και ειλικρίνεια, προσφέρει στον δημόσιο διάλογο, ακόμη κι αν αυτή έρχεται σε ρήξη με κατεστημένες αντιλήψεις. Αυτή η στάση είναι μια διαρκής μάχη εναντίον της πνευματικής αδράνειας και της εύκολης συμμόρφωσης.
Οι Σύγχρονοι «Ιεροεξεταστές» και η Δοκιμασία της Δημοκρατίας
Στη σημερινή εποχή, η ελευθερία της γνώμης δέχεται επίθεση, όχι μόνο από τα κλασικά κέντρα εξουσίας, αλλά και από νέες, πιο ύπουλες μορφές δογματισμού και φανατισμού. Αυτές οι δυνάμεις, που εύστοχα χαρακτηρίζονται ως «ιδεολογικοί ιεροεξεταστές», επιδιώκουν να μας αφαιρέσουν το δικαίωμα στην ελεύθερη έκφραση, κάθε φορά που αυτή συγκρούεται με τις δικές τους «άκαμπτες και αδιάλλακτες πεποιθήσεις».
Ο πυρήνας του προβλήματος έγκειται στην άρνηση του διαλόγου και στην απολυτοποίηση της άποψης. Όταν μια ιδεολογική ομάδα ή ένα κοινωνικό ρεύμα ανακηρύσσει τη δική του αλήθεια ως μοναδική, αυτομάτως μετατρέπει κάθε αντίλογο σε αποβλητέα αίρεση που πρέπει να εξαλειφθεί. Η κριτική δεν αντιμετωπίζεται πλέον ως συμβολή στον διάλογο, αλλά ως προσωπική επίθεση ή ως απειλή στην ιδεολογική τους ετικέτα.
Αυτή η τάση εκδηλώνεται με διάφορους τρόπους:
- Την περιθωριοποίηση και τον στιγματισμό όσων διαφωνούν (η σύγχρονη κουλτούρα της ακύρωσης). Η οποία, αντί να αντιμετωπίζει τις «δυσάρεστες» απόψεις με ισχυρές ιδέες και πειστικά επιχειρήματα, καταφεύγει σε δολοφονίες χαρακτήρων και σε τυφλή, συκοφαντική λασπολογία με ρετσινιές. Η ιστορία, άλλωστε, έχει καταγράψει αμέτρητες περιπτώσεις συντρόφων και συναγωνιστών που παραδόθηκαν άδικα στον προσωπικό εκμηδενισμό και την ατίμωση μέσω της εξοντωτικής συκοφαντίας.
- Την επιβολή μιας ομοιογενούς γλώσσας και τη φίμωση λέξεων και εννοιών που κρίνονται ως «απαράδεκτες».
- Την αντικατάσταση της λογικής επιχειρηματολογίας με διογκωμένη συναισθηματική φόρτιση και εμμονική ηθική καταδίκη.
Το αποτέλεσμα είναι η αυτολογοκρισία των πολιτών. Πολλοί άνθρωποι επιλέγουν τη σιωπή, φοβούμενοι τις κοινωνικές, επαγγελματικές ή προσωπικές συνέπειες της έκφρασης μιας μη δημοφιλούς γνώμης. Η Δημοκρατία, ωστόσο, δεν μπορεί να λειτουργήσει σε συνθήκες φόβου και σιωπής. Η πολυφωνία και η ανεκτικότητα στη διαφωνία είναι ο μόνος τρόπος για να αναπτυχθεί η κριτική σκέψη και να ληφθούν ορθές συλλογικές αποφάσεις.
Η Υπέρβαση των Ορίων και η Ευθύνη
Φυσικά, η ελευθερία της γνώμης δεν είναι απεριόριστη. Η άσκησή της συνεπάγεται δεσμεύσεις και ευθύνες, καθώς οφείλει να σέβεται τα δικαιώματα και τη υπόληψη των άλλων, την εθνική ασφάλεια και τη δημόσια ευπρέπεια. Τα όρια αυτά, ωστόσο, πρέπει να ορίζονται σαφώς από τον νόμο και όχι από την αθεμελίωτη κρίση ύποπτων ιδεολογικών εισαγγελέων του διαδικτύου ή κομματικών κηνσόρων.
Η πρόκληση δεν είναι να περιορίσουμε τη γνώμη, αλλά να ενισχύσουμε την κριτική ικανότητα τόσο αυτού που εκφράζεται όσο και αυτού που ακούει. Όταν ο διάλογος γίνεται με σεβασμό, ακόμη και η πιο σφοδρή διαφωνία μπορεί να γίνει δημιουργική και να οδηγήσει σε υπέρβαση των διχασμών. Η γενναιότητα δεν είναι μόνο να εκφράζεις τη γνώμη σου, αλλά και να είσαι έτοιμος να χάσεις κάποιες από τις αυταπάτες σου, αναγνωρίζοντας ότι η απόλυτη αλήθεια σπάνια βρίσκεται μόνο στη μία ή την άλλη πλευρά.
Η Κληρονομιά της Ανεξαρτησίας
Στην ελληνική παράδοση, η έννοια της ελευθερίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την αυτονομία του φρονήματος. Το να είσαι γενναίος ως Έλληνας δεν σημαίνει να μάχεσαι μόνο στο πεδίο της μάχης, αλλά και στο πεδίο των ιδεών. Σημαίνει να στέκεσαι όρθιος απέναντι σε κάθε μορφή εξουσίας, είτε των κρατικών φορέων είτε των ιδεολογικών και κομματικών σχηματισμών, διατηρώντας ακέραια την ικανότητα του προσωπικού στοχασμού και της αυθεντικής δημιουργίας.
Αυτή η στάση μας διδάσκει ότι η χειραφέτηση δεν είναι ποτέ πλήρης. Κάθε γενιά καλείται να επαναδιαπραγματευτεί, να επαναδιεκδικήσει και να υπερασπιστεί τον ζωτικό χώρο της ελεύθερης γνώμης. Η πνευματική ανεξαρτησία είναι ένα αγαθό που δεν χαρίζεται. Είναι ένα ταξίδι που απαιτεί συνέπεια, ειλικρίνεια και τη διαρκή άρνηση να υποταχθεί κανείς στην ευκολία του ανυποχώρητου και συχνά δολοφονικού δογματισμού.
Σε μια εποχή όπου η πληροφορία είναι άφθονη, αλλά η κριτική σκέψη σπανίζει, η ανάγκη για ανθρώπους που εξουσιάζουν το δικό τους πεπρωμένο και τη δική τους γνώμη είναι πιο επιτακτική από ποτέ. Μόνο με την υπεράσπιση της αυτονομίας κάθε ατόμου, μπορεί η κοινωνία να παραμείνει ζωντανή, δημοκρατική και ικανή για πρόοδο. Η ελευθερία της γνώμης είναι το φως που διαλύει τις σκιές κάθε κομματικού παρωπιδισμού.

