Η γοητεία δεν είναι καμωμένη από πλαστικό.Του Γιώργου Ναθαναήλ
Υποθέτω ότι, κατά μία έννοια, μεγάλωσα προνομιούχος. Ο νονός μου ήταν ιδιοκτήτης κινηματογράφων και ο πατέρας μου ο διευθυντής τους. Εθνικόν, Όασις, Ορφεύς, όχι Σινεμά ο Παράδεισος λεγόντουσαν, αλλά οι εμπειρίες μου παρόμοιες. Στα «αυστηρώς ακατάλληλα» δεν έμπαινα, αλλά σε έργα που δεν ήταν ακριβώς για τη ηλικία μου τρύπωνα, παρέμενα κρυμμένος στο σκοτάδι και έβλεπα αχόρταγα την πολύχρωμη δέσμη που μεταμορφωνόταν σε ιστορίες μόλις έπεφτε στο μεγάλο άσπρο πανί. Ένας μικρομέγαλος που πίστευε ότι ήταν προνομιούχος.
Και τι δεν είδα εκείνη τη χρυσή εποχή του σινεμά. Μια από τις πρώτες ταινίες που θυμάμαι, εκεί στα δέκα μου, ήταν το Hot Millions, Καυτά, δηλαδή κλεμμένα, λεφτά. Τα έκλεβε ένας στρουμπουλός κύριος με μουστάκι, ένας απατεωνίσκος που μόλις είχε βγει από τη στενή, μαθαίνοντας τα κόλπα, ένας ιδιότυπος χάκερ του 1960, παραβιάζοντας τη (στοιχειώδη τότε) ασφάλεια ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή και πείθοντάς τον να στέλνει επιταγές σε ανθρώπους που –πολύ βολικά– είχαν πεθάνει από καιρό, όπως στον Ζαν-Ζακ Ρουσσώ και τον Τζουζέπε Βέρντι. Δηλαδή στον εαυτό του. Ο Πίτερ Ουστίνοφ, σε ένα ρεσιτάλ ερμηνείας. Η ταινία εκείνη τη χρονιά απέσπασε υποψηφιότητα για Όσκαρ.
Ο υπολογιστής σε εκείνο το έργο είχε την τιμητική του: με τις μαγνητικές ταινίες σε μεγάλες ντουλάπες (τη μνήμη του υπολογιστή, οι δίσκοι τότε ήταν μικροί και πανάκριβοι), να πηγαίνουν μπρος πίσω μανιωδώς, φωτάκια να αναβοσβήνουν και πληκτρολόγια να μοιάζουν με Underwood. Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο υπολογιστής ήταν ο σταρ: είχε εμφανιστεί και στον Χρυσοδάκτυλο, τον Τζέιμς Μποντ, τέσσερα χρόνια πριν· αλλά τότε οι μόνες ταινίες που έβλεπα ήταν Μίκυ Μάους, Αλφάλφα και Χοντρό Λιγνό, άντε και την Αλίκη που από το 1961 κάθε χρονιά την καλούσαν να καταταγεί εξ εφέδρων στο Ναυτικό.
Ήταν η αρχή του ειδυλλίου μου με τους υπολογιστές και αυτή η κολόνια κρατάει μισόν αιώνα τώρα. Όχι, δεν ήθελα να πάρω τα λεφτά και να τρέξω στο Ρίο ντε Τζανέιρο· μαγικά κόλπα ήθελα να μάθω να κάνω, να γευτώ την (απατηλή, όπως διαπίστωσα αργότερα) παντοδυναμία της τεχνολογίας.
Στην ταινία αυτή, όμως, ξεκίνησε και ένα άλλο ειδύλλιο. Και ένα μάθημα ζωής. Ο ήρωάς μας γνωρίζει μια γυναίκα, πολυτεχνίτισσα κι ερημοσπίτισσα, που τα έχει πάει σκατά σε ό,τι έχει κάνει: γραμματέας (βγάζει την μπλούζα της όταν αλλάζει μελανοταινία για να μη λερωθεί), εισπρακτόρισσα, ταξιθέτρια και δημοτική υπάλληλος (που δεν της πάει η καρδιά να κόψει κλήσεις παράνομης στάθμευσης). Λίγο μετά παντρεύονται και παρευθύς η κοιλιά της αρχίζει να φουσκώνει. Η ηθοποιός που την υποδυόταν τα κατάφερνε –εντελώς φυσικά, χωρίς προσπάθεια, ήταν φανερό– να λάμπει. Δεν ήταν καλλονή· ήταν, θυμάμαι ωστόσο, ξεχωριστή.
Από τότε δεν την έχω ξεχάσει. Μία γυναίκα που εξέπεμπε εξαιρετική γοητεία, πολύ θελκτική χωρίς να ικανοποιεί τα συμβατικά, πλαστικά πρότυπα ομορφιάς εκείνης της εποχής. Η γυναίκα εκείνη, με τη σπιρτάδα και τη φυσικότητά της, ήταν σαν να μου έκλεινε το μάτι, σε εμένα το δεκάχρονο, και να μου άνοιγε την πόρτα στην ουσία της ζωής. Ένα πολύτιμο μάθημα για το είναι και το φαίνεσθαι, πριν καλά καλά μάθω το απαρέμφατο.
Παρέμεινα ερωτευμένος (ο έρως χρόνια δεν κοιτά) ακόμη και όταν έκανε την μάγισσα, τη γριά ξεπεσμένη αριστοκράτισσα, την εκκεντρική άστεγη. Όταν την έβλεπα να καταφέρνει πάντα, κάτω από το βρετανικό φλέγμα, να δείχνει την εξυπνάδα, τη ζεστασιά, το χιούμορ, τη χαρά τη ζωής. Ήταν η Μάγκι Σμιθ.