Ποιος κατασκευάζει το διεθνές δίκαιο? γράφει ο Ιωάννης Χρυσογονίδης Νομικός
..”Δεδομένων των συσχετισμών δυνάμεων, η «ουδετερότητα» της διεθνούς έννομης τάξης δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο από ένας μύθος. Στα ζητήματα των επενδύσεων, οι διμερείς εμπορικές συνθήκες –τουλάχιστον της πρώτης γενιάς– σχεδιάστηκαν ή εφαρμόστηκαν κατά τρόπο ώστε να αποτελούν ένα εργαλείο για την εξασφάλιση της προστασίας των συμφερόντων των επιχειρήσεων των ανεπτυγμένων ή των πρώην αποικιοκρατικών χωρών, σε βάρος των χωρών που φιλοξενούσαν την επένδυση, κυρίως την περίοδο όπου οι πρώην αποικίες αποκτούσαν την ανεξαρτησία τους. Με τις νεότερες συνθήκες, αυτή η κατάσταση έχει γίνει λιγότερο έντονη.
Η μάχη εξουσίας αρχίζει ήδη από τη στιγμή όπου ένα κράτος, ή μια ομάδα κρατών, προτείνει τη δημιουργία δικαίου. Ποιος προεδρεύει στην ομάδα εργασίας; Ποια θα είναι η σύνθεσή της; Οι συνεδριάσεις της θα είναι δημόσιες; Ποιος θα είναι ο εισηγητής; Η διαδικασία θα απαιτεί ψηφοφορίες ή τα κείμενα θα εγκρίνονται ομόφωνα; Ποια θα είναι η γλώσσα εργασίας; Οι απαντήσεις που θα δοθούν σε αυτά τα προκαταρκτικά ερωτήματα θα επηρεάσουν σημαντικά τις διαπραγματεύσεις και το περιεχόμενο των κανόνων που θα υιοθετηθούν.
Έτσι, όταν η Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για το Διεθνές Εμπορικό Δίκαιο (UNCITRAL) θέλησε το 2016 να μεταρρυθμίσει τον κανονισμό για τις διενέξεις σε ζητήματα ξένων επενδύσεων, σχέδιο που υποστηριζόταν από την Ευρωπαϊκή Ένωση, τον Καναδά και ορισμένες λατινοαμερικάνικες χώρες, αλλά έβρισκε αντίθετες τις ΗΠΑ, τη Ρωσία και αρκετές άλλες χώρες, πρόεδρος της ομάδας εργασίας εξελέγη ένας Καναδός, φανερώνοντας με αυτόν τον τρόπο ποιο «στρατόπεδο» είχε κερδίσει την πρώτη μάχη για την οργάνωση της διαδικασίας. Επιπλέον, το πρόσωπο που επελέγη ήταν εκπρόσωπος κράτους, γεγονός που θεωρήθηκε ως μια πρώτη νίκη της πλευράς των κυβερνήσεων, οι οποίες δεν ήθελαν να χάσουν το «πάνω χέρι» σε ένα τόσο ευαίσθητο ζήτημα. Ο πρόεδρος της ομάδας εργασίας διαθέτει πράγματι ορισμένα περιθώρια ελιγμών που του επιτρέπουν να κατευθύνει τις συζητήσεις, ενώ μπορεί επίσης να επιλέξει να στρέψει τις διαπραγματεύσεις προς μία κατεύθυνση και όχι προς κάποια άλλη, επηρεάζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο το αποτέλεσμα των συζητήσεων.
Οι μάχες επιρροής είναι πολύ πιο εμφανείς κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή των κανόνων. Για παράδειγμα, αν και υπάρχει ομοφωνία των κρατών όσον αφορά την εφαρμογή του διεθνούς δικαίου στον κυβερνοχώρο, δεν υπάρχει καμία συμφωνία για τις διαδικασίες υλοποίησής του. Έτσι, παραμένει πλήρως ανοικτό το ερώτημα κατά πόσον μπορεί μια κυβερνοεπίθεση να χαρακτηριστεί παραβίαση της εθνικής κυριαρχίας ενός κράτους, ή ακόμα και ένοπλη επίθεση, και συνεπώς να στοιχειοθετηθεί η ευθύνη ενός κράτους ή να δικαιολογηθεί η αντίδραση στο πλαίσιο της νόμιμης άμυνας με βάση αυτή τη νομική θεμελίωση. Εάν τα κράτη δεν συναινέσουν να παραχωρήσουν σε ένα όργανο –κατά προτίμηση δικαιοδοτικό, με δικαστικές αρμοδιότητες– την εξουσία ερμηνείας του κανόνα και να αναγνωρίσουν μεταξύ τους αυτόν τον ορισμό ως υποχρεωτικό, τότε οι δικές τους ερμηνείες, πιθανότατα αποκλίνουσες, θα συνεχίσουν να συνυπάρχουν, με την μία να μην μπορεί να επιβληθεί στην άλλη, παρά μόνο στο πλαίσιο του υπάρχοντος συσχετισμού δυνάμεων”…