Η ξιπασιά των ημιμαθών ‘σοφολογιότατων’ Του Σπύρου Άνδρεϊτς

Στα χρονικά της ανθρώπινης ιστορίας, υπήρξαν αμέτρητα παραδείγματα μεγάλων μυαλών που είχαν όμως ταυτόχρονα βαθιά ταπεινοφροσύνη. Από τον Αλβέρτο Αϊνστάιν έως τον Ισαάκ Νεύτωνα, από τον Λεονάρντο ντα Βίντσι έως τη Μαρί Κιουρί, η λίστα είναι ατελείωτη. Αυτές οι ύψιστες φυσιογνωμίες του νου θαυμάζονταν όχι μόνο για το ιδιοφυές πνεύμα τους, αλλά και για την ταπεινότητά τους.

Ωστόσο, εξ αντιθέτου, βλέπουμε τακτικά το παράδοξο φαινόμενο ότι ορισμένα άτομα με πολύ χαμηλότερες διανοητικές ικανότητες να εκφράζονται συχνότατα με ένα ύφος έπαρσης, υπεροψίας και ακλόνητης αυταρέσκειας. Ο συνώνυμος όρος “μικρολογιότατοι” ή ψευτο-διανοητές όπως τους ονομάζει ο φίλος Βαγγέλης, αναφέρεται σε εκείνα τα άτομα που ενώ διαθέτουν ένα μέτριο επίπεδο νοημοσύνης και το γνωρίζουν καλά, εντούτοις ποζάρουν για πεφωτισμένοι λόγιοι και θεράποντες των γραμμάτων και των τεχνών. Ενδέχεται να έχουν αποκτήσει κάποιες γνώσεις ή μια περιορισμένη ειδίκευση σε ένα συγκεκριμένο πεδίο, αλλά απέχουν πάρα πολύ βέβαια από το να θεωρούνται αληθινοί διανοούμενοι. Και είναι ακριβώς αυτή η συνείδηση των στενών ορίων τους που φαίνεται να τους οδηγεί να υιοθετούν μια στάση υπερφίαλου μικρομεγαλισμού.

Μια πιθανή εξήγηση για αυτό το φαινόμενο βρίσκεται στην έννοια της αντισταθμιστικής ναρκισσιστικής συμπεριφοράς. Ο ναρκισσισμός, όπως τον ορίζει ο Ζίγκμουντ Φρόυντ, είναι ένας ψυχολογικός μηχανισμός που χαρακτηρίζεται από υπερβολική αγάπη προς τον εαυτό και ένα φουσκωμένο αίσθημα υπεροχής. Οι άνθρωποι με αυτό το χαρακτηριστικό τείνουν να είναι εγωκεντρικοί, να έχουν έλλειψη συναισθηματικής ταύτισης ή ενσυναίσθησης και να αναζητούν διαρκώς το θαυμασμό των άλλων. Η ναρκισσιστική συμπεριφορά, δηλαδή, συμβαίνει όταν άτομα αναπτύσσουν τέτοιες τάσεις ως έναν τρόπο εξισορρόπησης των βαθύτερων αισθημάτων της ανεπάρκειάς τους. Οι ψευτο-στοχαστές, λόγω του περιορισμένου διανοητικού τους ταλέντου, κουβαλούν συνήθως ένα βαθύ αίσθημα αναξιότητας. Για να κρύψουν αυτές τις ανασφάλειες, προβάλλουν μια εικόνα ανωτερότητας και κοιτάζουν αφ’ υψηλού εκείνους που θεωρούν ότι κατέχουν λιγότερες γνώσεις από τους ίδιους. Αυτή η συμπεριφορά βοηθά να ενισχύεται κάπως η εύθραυστη αυτοεκτίμησή τους και να δημιουργεί μια πρόσοψη αυτοπεποιθήσεως και ικανότητας.

Ένας άλλος παράγοντας που συμβάλλει σε αυτό το παράδοξο είναι το φαινόμενο του Ντάνινγκ-Κρούγκερ. Ο όρος δημιουργήθηκε από τους ψυχολόγους David Dunning και Justin Kruger και αναφέρεται στην τάση των ατόμων με χαμηλή ικανότητα σε ένα συγκεκριμένο πεδίο να υπερεκτιμούν την ικανότητά τους. Αντιστρόφως, εκείνοι με υψηλότερη ικανότητα είναι πολύ πιθανό να υποτιμούν τις δικές τους δεξιότητες. Με άλλα λόγια, άνθρωποι που έχουν έλλειψη άρτιων, σφαιρικών γνώσεων και ουσιαστικής παιδείας έχουν ένα φουσκωμένο αίσθημα των ικανοτήτων τους. Οι ψευτο-στοχαστές, λόγω του ότι κατέχουν μονοδιάστατες γνώσεις ή μια μονόπλευρη ειδίκευση, ενδέχεται να έχουν αποκτήσει μια περιορισμένη κατανόηση ενός ζητήματος και, έτσι να πιστεύουν πως είναι βαθύτεροι γνώστες από ό,τι είναι πραγματικά. Αυτή η υπερεκτίμηση των διανοητικών τους ικανοτήτων τους οδηγεί να υιοθετούν ένα ύφος υπεροχής και υπερτέρησης, ακόμη και όταν υπάρχουν αντίθετες ενδείξεις. Η φουσκωμένη αυτοαντίληψή τους καθιστά δύσκολο να αναγνωρίσουν τους δικούς τους περιορισμούς και εμποδίζει την εξέλιξή τους ως πραγματικών διανοητών. Η θεωρία κοινωνικής σύγκρισης (Social Comparison Theory), που προτάθηκε από τον ψυχολόγο Leon Festinger, προσφέρει ακόμη μια οπτική σε αυτό το θέμα. Σύμφωνα με αυτήν τη θεωρία, τα άτομα αξιολογούν τις ικανότητές τους και τις απόψεις τους συγκρίνοντας τον εαυτό τους με τους άλλους. Όταν αυτά τα άτομα βρίσκονται σε καταστάσεις όπου θέλουν να νιώσουν ανώτερα, μπορεί να υφίστανται την ανάγκη να υποβαθμίσουν άλλους για να ενισχύσουν την αυτοεκτίμησή τους. Αναδεικνύοντας τα ελαττώματα των γύρω τους, δημιουργούν ένα αίσθημα σχετικής ανωτερότητας και ανακουφίζουν προσωρινά τα αισθήματα της ανεπάρκειας τους. Οι μικρολογιότατοι, αντιμετωπίζοντας με τρόμο τη δική τους μετριότητα, ενδέχεται να εμπλακούν σε τέτοιες κοινωνικές συγκρίσεις ως έναν τρόπο διατήρησης ενός ανεκτού επιπέδου αυταξίας. Είναι πιθανόν να μειώνουν τα επιτεύγματα των γνήσιων διανοητών, να απορρίπτουν τις ιδέες τους ως ασήμαντες ή ελαττωματικές, και να αναζητούν ευκαιρίες να επιδείξουν τη δική τους τάχα ανωτερότητα. Ίδιον επίσης των μικρολογιότατων είναι η αταλάντευτη και νευρωτική εμμονή τους σε κατεδαφισμένα ιδεολογήματα. Ωστόσο, αργά ή γρήγορα, η αποκάλυψη της μεγάλης πνευματικής τους ένδειας επέρχεται νομοτελειακά και επιβεβαιώνεται πλήρως όταν πασχίζουν να γράφουν με επιτηδευμένες περικοκλάδες οι οποίες δεν έχουν κανένα νοηματικό κέντρο ή κάποιο σαφές περιεχόμενο.

Συνολικά, το φαινόμενο της αλαζονείας και του κομπασμού μεταξύ των ψευτο-στοχαστών μπορεί να αποδοθεί σε μια συνδυασμένη επίδραση παραγόντων. Η αντισταθμιστική ναρκισσιστική συμπεριφορά, το φαινόμενο του Ντάνινγκ-Κρούγκερ, και η θεωρία κοινωνικής σύγκρισης συμβάλλουν στην ανάπτυξη αυτής της παράδοξης και ενίοτε φαιδρής συμπεριφοράς. Είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε ότι η αληθινή διανοητικότητα δεν είναι απλώς ένα ζήτημα παράθεσης παπαγαλισμένων γνώσεων ή αναγνώσεων, αλλά περιλαμβάνει κυρίως ταπεινότητα, ανοιχτωσιά του πνεύματος και συνεχή προθυμία να μαθαίνει κανείς από τους άλλους. Όπως δηλαδή ακριβώς με έμφαση επεσήμανε ο Σόλωνας με τη διάσημη φράση του, ‘’Γηράσκω δ΄αιεί πολλά διδασκόμενος”.

Ο Σπύρος Άνδρεϊτς υπηρετεί επί δεκαετίες τον χώρο της διδακτικής των Αγγλικών και ευρύτερα των Ξένων Γλωσσών, κατέχοντας συναφή ειδίκευση με μεταπτυχιακά προσόντα. Δοκιμιογραφεί από τα νεανικά του χρόνια επί θεμάτων κοινωνικών, πολιτικών, φιλοσοφικών και λογοτεχνίας. Ήδη 9 βιβλία του κυκλοφορούν στα Αγγλικά σε ηλεκτρονική, χαρτόδετη και σκληρόδετη μορφή στο AMAZON.COM (2 βιβλία δοκιμίων, 3 λογοτεχνικά, και 4 διδακτικής της Αγγλικής γλώσσας). https://www.amazon.com/stores/author/B0CD2LHNRT/allbooks?ingress=0&visitId=b54b18bb-4f99-4345-afab-8c4b2791a8d4&ref_=ap_rdr

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *