Είναι ανίκητοι οι «φονιάδες της ασφάλτου»; «O νομοθέτης οφείλει να αλλάξει στάση». Γράφει ο Κώστας Κούρκουλος
Τροχαία δυστυχήματα: Tα εγκλήματα της ασφάλτου, η επικίνδυνη οδήγηση και ο ποινικός κώδικας
Το έχουν πει και τα πιο έγκυρα χείλη: δεν αποφεύγεις να σκοτώσεις κάποιον επειδή μπορεί και να σε βλέπουν αλλά γιατί δεν θέλεις να ζήσεις το υπόλοιπο της ζωής σου με έναν φονιά.
Αν όμως κανείς μας δεν θέλει –στο συνειδητό του βεβαίως και όχι στα «σκοτάδια» της ψυχής- να γίνει φονιάς, τότε τι είδους άνθρωποι είναι αυτοί που οδηγούν σαν να βιάζονται να γίνουν «φονιάδες της ασφάλτου»;
Μήπως πρόκειται για κάποια δαιμονικά τέρατα τα οποία, μεταμφιεσμένα σε οδηγούς, παίρνουν ζωές στους δρόμους;
Η απάντηση είναι ότι ούτε δαίμονες, ούτε τέρατα, ούτε καν μανιακοί δολοφόνοι είναι όσοι αφαιρούν ζωές στην άσφαλτο. Αντίθετα, για κανονικούς ανθρώπους πρόκειται, που κι αυτοί κλαίνε με την ίδια οδύνη τους δικούς τους νεκρούς.
Και κάτι ακόμη: δεν σκοτώνουν καν από ηλιθιότητα αλλά από κάτι ακόμη πιο κοινότοπο: Την απουσία κάθε σκέψης για τις συνέπειες της οδηγητικής τους τρέλας.
Έτσι, τα εγκλήματα της ασφάλτου είναι τα μόνα εγκλήματα που διαπράττονται μέσα στο απόλυτο κενό το οποίο δημιουργούν αφ’ ενός η απουσία οποιουδήποτε ανθρώπινου κινήτρου, (όπως συμφέροντος, μίσους, έχθρας, ζήλειας, «αγάπης» κ.ο.κ., αφού δράστης και θύμα δεν γνωρίζονται καν) και αφ’ ετέρου η απουσία οποιασδήποτε σκέψης. Κάτι που τα αναδεικνύει στα πιο α-νοηματικά και α-νόητα εγκλήματα.
Τι είναι όμως αυτό που επιτρέπει τέτοια θανατηφόρα ρηχότητα και απερισκεψία; Είναι η ανεδαφική ελπίδα του δράστη ότι αυτός αποτελεί εξαίρεση και θα αποφύγει το ατύχημα, έστω και αν παραβιάζει όλους τους κανόνες.
Και είναι τόσο ισχυρή αυτή η ελπίδα, ώστε να θεωρεί ότι η τιμωρία για τα αποτελέσματα ενός ατυχήματος δεν τον αφορά, διότι θεσπίστηκε μόνον «για τους άλλους».
Με συνέπεια να εξουδετερώνεται εκ των προτέρων η αποτρεπτική λειτουργία κάθε ποινικής πρόβλεψης, που τιμωρεί την παράβαση «εκ του αποτελέσματος».
Έχουμε και την απόδειξη, που μας δίνει η ίδια η πραγματικότητα:
Με το άρθρο 290Α του ΠΚ απειλείται μέχρι και ποινή των ισοβίων, για τα σοβαρότερα αποτελέσματα της «επικίνδυνης οδήγησης».
Και παρά την δρακόντεια αυτή ποινική απειλή, συνεχίζεται ατελείωτος ο χορός των νεκρών της ασφάλτου.
Τίθεται λοιπόν το ερώτημα: υπάρχει «αντίδοτο» σ’ αυτήν την ανθρώπινη τρέλα που εκδηλώνεται σαν «αμεριμνησία» και μας κρατάει δεμένους στον χορό του θανάτου;
Η απάντηση είναι ρητά ναι.
Είναι η έλλογη νομοθέτηση. Μία δηλαδή νομοθέτηση που -αποκαθαρμένη από ιδεολογικές διαστροφές οι οποίες καταργούν τη διάκριση ανάμεσα σε φαντασία και πραγματικότητα- θα προτάξει την προστασία της ανθρώπινης ζωής, με βάση την ανθρώπινη εμπειρία.
Η οποία μας λέει ότι είναι μάταιη η θέσπιση οποιασδήποτε τιμωρίας, για να αποτρέψει τα αποτελέσματα της «αμεριμνησίας», όπως είναι οι φόνοι της ασφάλτου.
Και ότι γι’ αυτό ο νομοθέτης οφείλει να αλλάξει στάση. Και να καταστήσει ασύμφορη για τον οδηγό την ίδια την εκδήλωση «αμεριμνησίας».
Πρώτη λοιπόν πράξη για μία έλλογη νομοθέτηση, είναι η προσφυγή στην στατιστική, ώστε να έχουμε μία επιστημονική ταξινόμηση των οδηγητικών παραβάσεων που «ευθύνονται» για τα σοβαρά ατυχήματα.
Δεύτερη πράξη, η εγκατάσταση των αναγκαίων μέσων που προσφέρει η τεχνολογία (π.χ. κάμερες), για την καταγραφή των παραβάσεων και τον εντοπισμό των παραβατών.
Και τρίτη πράξη η θέσπιση δρακόντειων μέτρων όχι μόνον για τα αποτελέσματα της παράβασης, άλλωστε αυτά είναι εντελώς τυχαία, αλλά για την ίδια την παράβαση σύμφωνα με την κατάταξή της στην κλίμακα της επικινδυνότητας, ανεξάρτητα από την πρόκληση ατυχήματος. Με κορυφαίο μέτρο τον χαρακτηρισμό ως φονικού όπλου του οχήματος, με το οποίο πραγματοποιήθηκε η επικίνδυνη για τη ζωή των υπολοίπων οδήγηση. Χαρακτηρισμός που θα έχει συνέπεια την κατάσχεση και δήμευσή του, με δικαστική απόφαση.
Μόνον έτσι η πολιτεία θα στερήσει από κάθε επίδοξο «εξ απερισκεψίας» φονιά, όχι βεβαίως την ελπίδα ότι δεν θα εμπλακεί σε ατύχημα –η ελπίδα αυτή δεν μπορεί να αποκλειστεί δια νόμου– αλλά μία άλλη πραγματικά «φονική ελπίδα»: ότι θα συνεχίσει να κατέχει το όχημά του και μετά την εκδήλωση της επικίνδυνης οδήγησης, προκειμένου να το χρησιμοποιεί ως φονικό όπλο.
Είναι το μοναδικό μέτρο που θα αποτρέψει τον εφιάλτη που αρνούμαστε να δούμε: το να εξαφανίζεται κάθε χρόνο μία μικρή πόλη κυρίως νέων ανθρώπων και στη θέση της να δημιουργείται μία άλλη «πόλη φάντασμα» με νεκρούς, ανάπηρους και ακόμη περισσότερους «νεκροζώντανους» πενθούντες, που παράγουν «βιομηχανικά» οι φονιάδες της ασφάλτου.
Και όχι μόνον, αλλά θα λυτρώσει και τους ίδιους τους «εξ απερισκεψίας» επίδοξους φονιάδες, ανεξάρτητα από τα ασυνείδητα αίτια που τους οδηγούν στην τρέλα της ασφάλτου, από την κόλαση να συμβιώσουν για το υπόλοιπο της ζωής τους με έναν φονιά.
Με μία επιφύλαξη: Η κυβέρνηση που θα νομοθετήσει με τέτοια μέριμνα για την ανθρώπινη ζωή, πρέπει να ξέρει ότι δεν θα έχει κανένα πολιτικό κέρδος αλλά μόνον κόστος. Για τον απλούστατο λόγο ότι όλοι οι επίδοξοι νεκροί και όλοι οι επίδοξοι φονιάδες, θα αγνοούν από τι θα έχουν γλυτώσει.
Αντίθετα, αυτήν ακριβώς την άγνοια θα εκμεταλλευτούν οι δημαγωγοί, για να υποδυθούν τους προστάτες των «αυτοκινήτων του λαού», έστω και αν τρέπονται σε προπομπούς των νεκροταφείων. Γι’ αυτό ακριβώς η ίδια η ζωή επιβάλλει να τους αγνοήσουμε.
Και ιδιαίτερα οι γονείς, που ξαγρυπνούν κάθε βράδυ με την αγωνία αν θα επιστρέψουν τα παιδιά τους.
ΠΗΓΗ: athensvoice.gr