Έτος οριστικών αποφάσεων. Του Διονύση Γράψα

Μέσα σε ένα νέφος πολιτικής αβεβαιότητας ξεκινάει το 2023. Η οριστική τοποθέτηση των εκλογών στο ημερολόγιο και τα «γράφε-σβήσε» των επιτελών του Μαξίμου, παρατείνουν την αγωνία των όσων θέλουν να μπουν στις λίστες των κομμάτων. Και μάλιστα σε εκλογικές αναμετρήσεις που θα είναι απανωτές. Όμως η επιλογή των «αρίστων» σε ένα κομματικό ψηφοδέλτιο, δεν είναι απλά αποτέλεσμα κομματικών συσχετισμών, αλλά και ευθύνη του λαϊκού ακροατηρίου. Που με την δική του σφραγίδα αποδέχεται ή αποδοκιμάζει τα ψηφοδέλτια.

Οι περιπτώσεις Χειμάρα και Πάτση στην ΝΔ, όσο και το κραυγαλέο περιστατικό Καϊλή στο ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ, δείχνουν πως ακόμα και όταν οι μηχανισμοί επιλογής των κομμάτων σφάλλουν, οι πολίτες πολλές φορές με την στάση τους επιβραβεύουν αυτά τα λάθη. Πράγμα που σηματοδοτεί πως η ενασχόληση με τα κοινά για κάποιους δεν είναι τίποτε άλλο, παρά ένας ιμάντας προσωπικής ανέλιξης σε επαγγελματικό και οικονομικό επίπεδο. Που ελάχιστη επαφή διατηρεί με τις κοινωνικές ανάγκες και τα αιτήματα της εποχής.

Τα κόμματα σε επίπεδο ηγεσιών κυρίως, έχουν ξεχάσει πως οι πολιτικές μπαίνουν σε σωστή βάση όταν υπάρχουν και τα κατάλληλα πρόσωπα να τις υπηρετήσουν. Ειδικότερα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, φαίνεται να θέλγεται από το μεταρρυθμιστικό κέντρο και είναι βέβαιο πως θα ήθελε να μείνει στην ιστορία ως ο «Σημίτης της ΝΔ» που της έδωσε νέο περιεχόμενο και νέα πνοή οδηγώντας την ξανά στην εξουσία. Κινούμενος μακριά από την βαριά «γκωλική» Δεξιά, με την οποία γεννήθηκε η Καραμανλική ΝΔ. Όπως ο Σημίτης όμως, απέκτησε «μαύρες κηλίδες» στην υστεροφημία του με το χρηματιστήριο, τα Ίμια και τους S 300, έτσι και ο Μητσοτάκης θα βρεθεί απολογούμενος στο λαϊκό ακροατήριο για τις παρακολουθήσεις, την διαχείριση της πανδημίας, την διάλυση του ΕΣΥ, τις ελλείψεις βασικών φαρμάκων αλλά και για τα στελέχη του που προκάλεσαν το δημόσιο αίσθημα και δεν μπορεί να ισχυριστεί πως δεν τους γνώριζε.

Από την άλλη ο Αλέξης Τσίπρας πασχίζει να αποδείξει από τα έδρανα της αξιωματικής αντιπολίτευσης πως ο Σύριζα άλλαξε και πως η επόμενη φορά δεν θα είναι σαν την πρώτη. Η επιλογή Τσαπανίδου για εκπρόσωπος Τύπου του κόμματος , φανερώνει την ανάγκη του να απαγκιστρωθεί από στενά κομματικά πρόσωπα, που δεν έχουν την δυνατότητα να εκτίθενται στα ΜΜΕ χωρίς επαρκή προετοιμασία. Και σε πολιτικό αλλά και σε επικοινωνιακό επίπεδο. Φτάνει όμως αυτό; Η έλλειψη στρατηγικού αφηγήματος, ως εναλλακτικής πρότασης εξουσίας, δυσκολεύει το βηματισμό του. Το να επικαλείσαι απλώς πως «πρέπει να φύγει ο Μητσοτάκης» δεν είναι επαρκές.

Το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ σε επίπεδο πολιτικού αφηγήματος αλλά και προσώπων που θα μπορούσαν να το υπηρετήσουν, θα έπρεπε να μπαίνει σε αυτή την κούρσα με καλύτερους όρους. Ωστόσο η εσωτερική γκρίνια, οι γκάφες επικοινωνιακού χαρακτήρα και οι διαγκωνισμοί μεταξύ στελεχών, κάνουν την επωδό περί διπλασιασμού των ποσοστών του να μοιάζει με όνειρο θερινής νυκτός. Χωρίς κανείς να ξεχνάει πως η υπόθεση Καϊλή, είναι ακόμα ζώσα στην πολιτική επικαιρότητα. Η ανακύκλωση προσώπων, ενός όχι και τόσο ευχάριστου παρελθόντος, και στο ΠΑΣΟΚ λειτουργεί παραλυτικά φέρνοντας το σε θέση απολογούμενου.

Η ανάληψη ρόλων στα κόμματα από ανθρώπους που αποτελούν άθροισμα συσχετισμών , έχουν τα παραπάνω αποτελέσματα. Η κοινωνία όμως, έχει αλλού στραμμένη την προσοχή της έστω και αν πολλές φορές δείχνει πως πρόσκαιρα επικροτεί τέτοιες επιλογές. Άνθρωποι με κοινωνική γείωση και με επαγγελματικές περγαμηνές και υπάρχουν και θέλουν να προσφέρουν. Αδυνατούν όμως να συμπράξουν με τους κανόνες ενός παιχνιδιού που δεν αναδεικνύει τους χρήσιμους και τους ικανούς. Αλλά ανυψώνει τους αρεστούς και ημέτερους πρόθυμους. Που στο τέλος εκθέτουν και όσους τους ευεργέτησαν.

Ο Διονύσης Γ. Γράψας είναι ιστορικός

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *