Ταξίδι για το σχολείο..

Ήταν μια συνηθισμένη, μία χειμωνιάτικη, μουντή καθημερινή μέρα του Δεκέμβρη και αυτή η αργή, βασανιστικά αργή βροχή δεν έλεγε να σταματήσει.
– Ακόμα δεν συμπληρώθηκε το 40 ήμερο έλεγαν οι γεροντότεροι στο χωριό. Όταν θα συμπληρωθούν οι σαράντα μέρες βροχής, τότε θα σταματήσει να βρέχει.

Καθόμουν στο πεζούλι κάτω από τον “μπόντζο” και σκεφτόμουν ότι την επόμενη μέρα, θα έπρεπε να ξυπνήσω από πολύ νωρίς, σχεδόν από τα ξημερώματα, για να προλάβω το υπεραστικό λεωφορείο, πού θα με πήγαινε στο σχολείο στη “χώρα”. Βλέπεις εκείνα τα χρόνια δύο (2) ήταν όλα κι όλα τα σχολεία μέσης εκπαίδευσης για ολόκληρο το νησί. Το 1ο και το 2ο γυμνάσιο αρρένων. Υπήρχε άλλο ένα γυμνάσιο στην Λευκίμμη, αλλά αυτό λειτουργούσε μόνο για τις τρεις (3) πρώτες τάξεις του γυμνασίου.

Σκεφτόμουν λοιπόν το λεωφορείο που θα με άφηνε το πρωί στην τελευταία στάση, στην πλατεία Σαρόκο, και που με το ίδιο, αργότερα το μεσημέρι, θα επέστρεφα ξανά στο χωριό.
Βλέπεις τα 6 ωρα μαθήματα διαρκούσαν μέχρι αργά το μεσημέρι, και τελειώνοντας το μάθημα μάζευα στα γρήγορα την πάνινη τσάντα και μια ζωή τρέχοντας, προσπαθούσα να προλάβω το λεωφορείο με το οποίο θα επέστρεφα στο σπίτι αργά το απόγευμα. Ήταν το ίδιο, το μοναδικό λεωφορείο που υπήρχε στη γραμμή και εξυπηρετούσε το χωριό μου και τα γύρω χωριά της περιοχής.

Έπέστρεφα στο σπίτι όταν είχε πέσει σχεδόν το σκοτάδι.
Κατάκοπος, σχεδόν νυσταγμένος, θα είχε σχεδόν νυχτώσει, όταν θα ξεκινούσα το διάβασμα για τα μαθήματα της επόμενης μέρας και θα συνέχιζα με το βασανιστικό γράψιμο των εργασιών που μάς είχε “βάλει” ο καθηγητής για το “σπίτι”.

Για γραφείο χρησιμοποιούσαμε παρέα με την αδελφή μου το ξύλινο τραπέζι της κουζίνας. Το ξύλινο χειροποίητο τραπέζι πολλαπλών χρήσεων πού ίσα ίσα χωρούσε τα λιγοστά βιβλία και τετράδια. Το ξύλινο τραπέζι δίπλα στην ωγνίστρα, που η φλόγα της φωτιάς προσέθετε στο χαμηλό φώς που έδινε η μικρή λάμπα πετρελαίου που ήταν μόνιμα κρεμασμένη πάνω στην καπνοδόχο.
Το ηλεκτρικό ρεύμα, βλέπετε, δεν είχε φθάσει ακόμα σε μας, αλλά ο νέος πρόεδρος της κοινότητας πού είχε διορίσει η Εθνική Κυβέρνηση, μας διαβεβαίωνε ότι δεν θα αργούσε να έρθει.
Ήξερε αυτός, μας έλεγε. Είχε πάει, στο Νομάρχη και το είχε κανονίσει. Όπου ναναι θα βάζανε και σε μάς τις κολώνες της ΔΕΗ.

Καί κάθε βράδυ η ίδια μονότονη γκρίνια της “νόνας”.
– Τελειώνετε με τα βιβλία σας. Όλα τώρα θα τα μάθετε;
Τελειώνετε. Θα κρυώσουνε τα λάχανα και δεν τρώγονται κρύα.

Πολύ αργότερα κατάλαβα πόσο δίκιο είχε η νόνα η Αγαθή
Η ώρα του βραδινού φαγητού, ήταν η μοναδική ώρα της ημέρας που όλη η οικογένεια θα είχε την ευκαιρία να μαζευτεί γύρω από ένα τραπέζι.
Φαγητό λιτό και σιγανή η κουβέντα, με την “στια” αναμμένη και με απαραίτητη συνοδεία το ραδιόφωνο. Ένα παλιό Γερμανικό Wega που ήταν μόνιμα ακουμπισμένο δίπλα στην ωγνίστρα.
Ήταν η μοναδική ώρα της ημέρας πού συναντιόταν όλη η οικογένεια. Η μοναδική ώρα που όλοι μαζί μπορούσαμε να ανταλλάξουμε κάποιες κουβέντες.
Φαγητό, κουβεντούλα καί ραδιόφωνο.
Συνήθως ήταν η ώρα που ακούγαμε τα “χρονικά τής ημέρας”.
Τα χρονικά της ημέρας απο το κρατικό ραδιόφωνο, που ήταν κάτι σαν το σημερινό ραδιοφωνικό, ενημερωτικό magazino, με λογοκριμένες βέβαια ειδήσεις αλλά πού παρέμενε η μοναδική πηγή πληροφόρησης.
Και όταν τελείωναν τα χρονικά της ημέρας, εκεί ο,οι γνωρίζαμε ότι θα τελείωνε και η μέρα μας. Θα τελείωνε όμως ευχάριστα, με την μουσική ραδιοφωνική εκπομπή “εμείς, εσείς και το τηλέφωνο”.

Ήξερα ότι για τα άλλα παιδιά τού χωριού, τους παλιούς συμμαθητές μου από το δημοτικό σχολείο, το γεγονός ότι πήγαινα κάθε μέρα στη χώρα φάνταζε ως ευλογία και πιθανόν έτσι να ήταν σκεφτόμουν. Και θα ήταν όντως ευλογία, αν δεν υπήρχε αυτό το βασανιστικό πρωινό, αλλά και το τόσο κουραστικό ταξίδι με το λεωφορείοτης γραμμήςγια την χώρα. Το ταξίδι που έκανα κάθε μέρα για το σχολείο.

Αληθεια, ευλογία θα ήταν αν η οικονομική κατάσταση της οικογένειας θα μου έδινε την δυνατότητα να έμενα κι εγώ στην πόλη.

Αυτό το πρωινό σκεφτόμουν καθώς ήμουν καθισμένος στο λεωφορείο, με το κεφάλι μου ακουμπισμένο στο παγωμένο τζάμι του παραθύρου και έχοντας βάλει για προσκέφαλο την καινούργια, πάνινη, γεμάτη με βιβλία και τετράδια, σχολική μου τσάντα, όλα εξελίχθηκαν όπως τα είχα σχεδιάσει.

Το σχέδιο που είχα καταστρώσει από την προηγούμενη μέρα, πήγε καλά. Όλα πήγαν καλά μαι ο σχεδιασμός και η εκτέλεση και έτσι επιτέλους είχα καταφέρει να πιάσω κι εγώ μια θέση, ένα κάθισμα στο λεωφορείο της γραμμής για το σχολείο.
Ήταν μια ώρα δρόμος. Μία ώρα χρειαζότανε για να διανύσει τό λεωφορείο την απόσταση από το χωριό στην πόλη και χθες είχα βγάλει ολόκληρη την διαδρομή όρθιος. Κούραση πολύ κούραση και ταλαιπωρία. Ήμουν αποφασισμένος. Την επόμενη μέρα θα βρω όπωσδήποτε ελεύθερο κάθισμα για να καθίσω.

Αυτό το κρύο πρωινό έφυγα πολύ νωρίς και βιαστικά από το σπίτι. Καλά-καλά δεν είχα προλάβει να πιώ το κακάο πού μου είχε ετοιμάσει η Λένια.
Έβαλα στα γρήγορα στη τσάντα τα βιβλία, τα μολύβια,τα τετράδια και τρέχοντας με την ψυχή στο στόμα, βγήκα στο δρόμο για την στάση του λεωφορείου, που βρισκόταν στους πρόποδες του χωριού.

Είχα πάρει το στενό μονοπάτι, μέσα από τις “παυλούκες” που έβγαινε έξω από το χωριό για να κόψω δρόμο.
Ο δρόμος, ήταν γεμάτος λακκούβες, κακοτράχαλος, απότομος, γλιστερός. Είχε πιάσει παγωνιά από το προηγούμενο βράδυ, αλλά αυτή τη φορά ήμουν έτοιμος και αποφασισμένος.
Θα κατέβαινα από νωρίς στη στάση για να είμαι μπροστά από τους άλλους, και μόλις ο σοφέρ θα έπιανε το χερούλι για να μας ανοίξει την πόρτα, θα ορμούσα στήν ανοικτή πόρτα, θα ανέβαινα τα λιγοστά σκαλιά και θα έπιανα θέση δίπλα στο παράθυρο.

Ωραία όλα πήγαν κατ’ ευχήν.

Το λεωφορείο ήταν ένα παλιό OM τριάντα δύο θέσεων με εξωτερική σκάλα που οδηγούσε στην οροφή. Εκεί το λεωφορείο είχε μια διπλή σχάρα που την χρησιμοποιούσαν για αποθηκευτικό χώρο.

Εκεί έβαζαν τις βαλίτσες τού ταξιδιού οταν πήγαινε για την Αθήνα.Τις έδεναν τις βαλίτσες με σκοινί και στη συνέχεια άπλωναν από πάνω ένα προστατευτικό δερμάτινο κάλυμμα, έναν μουσαμά, για τον αέρα και τη βροχή.

Στο εσωτερικό του λεωφορείου όλα ήταν… μια χαρά.
Τα καθίσματα του αρκετά αναπαυτικά, με την πλάτη βέβαια του καθίσματος να μην είναι μετακινούμενη αλλά στο κάτω μέρος κάτω από το μπροστινό κάθισμα, είχε μια μεταλλική βάση για να στηρίζεις τα πόδια σου.
Όταν έμπαινες βέβαια ένιωθες μια περίεργη μυρωδιά, αλλά ήταν δικαιολογημένη σκεφτόμουν. Τόσος κόσμος έμπαινε κάθε μέρα. Δεν έκανε μπάνιο και κάθε βδομάδα!
Ήταν βέβαια κι αυτές οι κότες και τα κοκόρια πού ήταν δεμένα από τα πόδια ριγμένα στο πάτωμα, στο πίσω μέρος του λεωφορείου. Τα έπαιρναν στην πόλη για να τα πουλήσουν και για να μην τους πεταχτούν από το κάνιστρο τούς είχαν δεμένα με σπάγγο τα πόδια.

Είχαμε διανύσει σχεδόν την μισή απόσταση, όταν φθάσαμε στον κεντρικό ασφαλτοστρωμένο δρόμο για την πόλη.

Είχε τελειώσει επιτέλους ο χωματόδρομος με τις μεγάλες λακκούβες και τις πεταμένες κοτρώνες στη μέση του δρόμου. Δεν ήταν και λίγες οι φορές που αυτές οι μεγάλες πέτρες, υποχρέωναν σε αναγκαστική στάση το λεωφορείο και ανάγκαζαν τον εισπράκτορα σε συνεργασία με κάποιους από τους επιβάτες να κατέβουν για να καθαρίσουν τον λασπωμένο γεμάτο με πέτρες δρόμο.

Το λεωφορείο συνέχιζε πλέον στην άσφαλτο απρόσκοπτα την πορεία του για την πόλη.

Καθισμένος όπως ήμουν στην άκρη του παραθύρου μπορούσα πλέον απερίσπαστος να βλέπω τα συνεργεία της ΔΕΗ και του ΟΤΕ να τοποθετούν τις κολώνες στις άκρες του δρόμου.
Κάποιοι ήταν σκαρφαλωμένοι στις κολώνες δεμένοι γερά με ειδικά δερμάτινα λουριά από τη μέση και φορώντας αυτά τα ειδικά μεταλλικά πέδιλα, προσπαθούσαν να στερεώσουν τα καλώδια στην κορυφή της κολώνας.

– Τι ωραία! Όπου να’ναι θα έλθει και στο χωριό μας το ρεύμα. Θα αρκούσε ένα κλικ του διακόπτη και θα πλημμύριζε η κουζίνα μας με το ηλεκτρικό φώς. Τέρμα οι λαδοφωτιές και οι λάμπες πετρελαίου. Τέρμα και αυτό το βάσανο με τίς μπαταρίες του ραδιοφώνου. Άσε που θα παίρναμε και ηλεκτρικό ψυγείο αντικαθιστώντας το ψυγείο του πάγου, σκεφτόμουν.

Περνούσε η ώρα και χωρίς να το καταλάβω, διαπιστώνω ότι είχαμε φθάσει στα περίχωρα της πόλης.

Μάς το θύμιζαν οι μεγάλες, οι τεράστιες χρώματος μπλε μεταλλικές πινακίδες που είχαν τοποθετηθεί στην είσοδο της πόλης.

ΖΗΤΩ Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ 21ης ΑΠΡΙΛΊΟΥ 1967, έγραφαν.
ΖΗΤΩ Η ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ.

Και όσο προχωρούσαμε προς την πόλη οι πινακίδες αυτές όλο και μεγάλωναν.

ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ ΕΝΩΜΕΝΟΙ ΒΑΔΙΖΟΥΜΕ ΠΡΟΣ ΤΑ ΕΘΝΙΚΑ ΜΑΣ ΠΕΠΡΩΜΕΝΑ έγραφαν.

Δεν καταλάβαινα τι εννοούσαν ούτε και καταλάβαινα γιατί είχαν γεμίσει τα κτίρια με αυτές τις τεράστιες πινακιδες. Αλλωστε δεν με ενδιέφερε και πολύ, γιατί ακολουθούσα τη συμβουλή της μάνας μου.
– Βλέπε και μη ρωτάς πολλά. Είσαι μικρός εσύ γι αυτά, μου έλεγε.

Επιτέλους φθάσαμε στην πόλη. Φθάσαμε στο τέρμα της διαδρομής. Στην πλατεία Σαρόκο.

Κατεβήκαμε από το λεωφορείο και πήραμε το δρόμο για το σχολείο.
Θα έπρεπε να διανύσουμε μια μικρή απόσταση μέχρι το 1ο γυμνάσιο. Θα περνούσαμε κι από το κτίριο της εμπορικής. Εκεί μας έλεγαν ήταν μικτό το γυμνάσιο. Πήγαιναν αγόρια και κορίτσια.

– Τυχερά κι αυτά τα αγόρια. Είχαν την ευκαιρία να είναι όλη μέρα μαζί με τα κορίτσια ενώ εμείς ίσα ίσα που περνούσαμε και κρυφοκοιτάζαμε πίσω από τα κάγκελα.

Προχωρώντας συναντούσαμε κι άλλα παιδιά που είχαν έλθει από τα άλλα χωριά. Ήταν τυλιγμένα κι αυτά μέχρι το κεφάλι, για να προφυλαχτουν από το πολύ κρύο.

Ο Αντώνης ένας συμμαθητής μου από το διπλανό χωριό, μόλις τον συναντήσαμε, είχε την εξής φαεινή ιδέα και σκέφτηκε να την μοιραστεί μαζί μας.

– Θέλουμε, ξεκίνησε να μας λέει, περίπου μισή ώρα μέχρι να ανοίξει το σχολείο. Πού να γυρνάμε με αυτό το κρύο. Θα μας κόψει. Εδώ δίπλα στην ” μπόμπα “, συνέχισε, είναι ένα καφενείο που έχει συνέχεια την σόμπα αναμμένη και αφήνει τα παιδιά να περάσουν μέσα. Τι λέτε πάμε;

Δεν χρειαζόταν και πολύ σκέψη. Άλλωστε με την κουβέντα είχαμε φθάσει στην είσοδο του καφενείου.
– Μην φοβάστε επέμενε ο Αντώνης. Εγώ έρχομαι συνέχεια εδώ.

Περάσαμε μέσα, καθίσαμε σε ένα μικρό τραπεζάκι κοντά στη σόμπα και αληθινά ζεστάθηκε το…κοκαλάκι μας.
– Παράγγειλα και κονιάκ συνέχισε ο Αντώνης. Δεν φαντάζεστε πόσο βοηθάει. Θα μας ζεστάνει.

Κονιάκ, σκέφτηκα. Μα είναι με τα καλά του;

– Όχι Αντώνη. Εγώ δεν θέλω. Θα ζαλιστώ. Δεν έχω ξαναπιεί κονιάκ. Έδω καλά καλά λίγο κρασί πίνω και ζαλίζομαι.
– Μην φοβάσαι θα το συνηθίσεις.

Πες, πες, δεν πρόλαβα να το βάλω στο στόμα μου και είδα.. τον ουρανό με τα άστρα.

Αργότερα βέβαια έμαθα ότι ο Αντώνης και οι άλλοι ήταν συχνοί θαμώνες του καφενείου. Το είχαν συνηθίσει το κονιάκ.
Είχαν ξεκινήσει με λίγο ούζο στον καφέ και σιγά- σιγά πήγαν στο κονιάκ. Έτσι εξηγείται βέβαια και το γεγονός που κάθε πρωί που ερχόταν στο σχολείο, ήταν συνήθως αδιάβαστοι , αλλά πάντα χαμογελαστοί.

Αυτό το πρωινό τελικά δεν ήταν σαν όλα τα άλλα.

Πέρασα την βαριά μεταλλική πόρτα του σχολείου όχι όπως τις άλλες φορές.
Σήμερα, ούτε το πρωινό, σχεδόν από τα χαράματα ξύπνημα, ούτε η ταλαιπωρία του λεωφορείου, ούτε η αγωνία των μαθημάτων με επηρέασε.

Σήμερα ήμουν κι εγώ με κατακόκκινα μάγουλα και χαμογελαστός σαν τον Αντώνη. Το κονιάκ είχε κάνει το θαύμα του.
Η μόνη διαφορά ήταν ότι στο 1ο διάλειμμα έψαχνα απο τον επιστάτη για κανένα παυσίπονο, μπας και μου περάσει αυτός ο φοβερός πονοκέφαλος.
Τωρα για μαθήματα αφήστε καλύτερα. Ήμουν μεταξύ ύπνου και ξύπνου και το μόνο που σκεφτόμουν ηταν η δικαιολογία που θα έλεγα στον καθηγητή.

Αυτό λοιπόν ήταν το συνηθισμένο πρωινό ενός μαθητή μιας άλλης εποχής….

Το μόνο που συνιστώ στους μαθητές του σήμερα είναι να μην επιλέγουν ούτε το κονιάκ ούτε το ούζο ως μέσο καταπολέμησης του κρύου!

Γράφει ο Ιωάννης Ρεβύθης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *