Πώς το ελληνικό λάδι πωλείται ως προϊόν Made in Italy

Η Ιταλία αποτελεί τον σημαντικότερο εμπορικό εταίρο της Ελλάδας στον τομέα του ελαιόλαδου, καθώς το 64,67% της αξίας των συνολικών εισαγωγών/εξαγωγών ελαιόλαδου και το 75,88% του συνολικού όγκου κατευθύνεται στην ιταλική αγορά.

Αυτό αναφέρεται σε έκθεση του Γραφείου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων Μιλάνου για την αγορά Ελαιολάδου της Ιταλίας. Ωστόσο, το επώνυμο ελληνικό ελαιόλαδο απουσιάζει από τις αλυσίδες supermarket της Ιταλίας καθώς εισάγεται σε μορφή χύδην και χρησιμοποιείται για την παραγωγή μίγματος ελαιόλαδου, το οποίο στη συνέχεια πωλείται στην εγχώρια αγορά και στις αγορές του εξωτερικού ως “μείγμα ελαιόλαδου Ε.Ε.” ή “μείγμα ελαιόλαδου ΕΕ και τρίτων χωρών”. Η εν λόγω διαδικασία έχει ως αποτέλεσμα την εγγραφή του “μείγματος ελαιόλαδου” στη συνείδηση των καταναλωτών διεθνώς ως προϊόν «Μade in Italy».

Κατόπιν τούτων και προκειμένου να εισέλθει στην ιταλική αγορά το επώνυμο ελληνικό τυποποιημένο ελαιόλαδο, είναι απαραίτητες σύμφωνα με το Γραφείο οι ακόλουθες ενέργειες:

-Απαιτείται σταθερή και όχι αποσπασματική προβολή του ελληνικού ελαιόλαδου με συνεχόμενη συμμετοχή σε εξειδικευμένες εμπορικές εκθέσεις τροφίμων και ποτών. Στο πλαίσιο αυτό είναι σημαντική η εθνική συμμετοχή στις διεθνείς εμπορικές εκθέσεις τροφίμων και ποτών στην Ιταλία CIBUS και TUTTOFOOD.

-Διοργάνωση ταξιδιών εξοικείωσης με δημοσιογράφους εξειδικευμένων εντύπων και εμπορικών αγοραστών (buyers) σε ελαιοτριβεία και εταιρείες παραγωγής και εμφιάλωσης ελαιόλαδου στην Ελλάδα, οι οποίες θα συνοδεύονται από παράλληλες εκδηλώσεις γευσιγνωσίας λαδιού

-Διοργάνωση στην ιταλική αγορά γαστρονομικών εκδηλώσεων με υψηλής ποιότητας ελληνικά προϊόντα και οι οποίες θα απευθύνονται σε δημοσιογράφους εξειδικευμένων εντύπων, bloggers και influencers

-Σύμφωνα με στοιχεία της Nielsen σχετικά με τις πωλήσεις ελαιόλαδου από το δίκτυο των supermarket, το 2021, το μεγαλύτερο μερίδιο πωλήσεων (26%) παρθένου και εξαιρετικά παρθένου ελαιόλαδου αφορούσε σε ελαιόλαδο ιδιωτικής ετικέτας (private label). Η προώθηση ελληνικού ελαιόλαδου ιδιωτικής ετικέτας στις αλυσίδες τροφίμων στην Ιταλία παρουσιάζει μεγάλες δυσκολίες, που οφείλονται στο υψηλό κόστος της μεταφοράς, της εμφιάλωσης και της πρώτης ύλης και έχουν σαν αποτέλεσμα το ελληνικό προϊόν να καθίσταται μη ανταγωνιστικό σε σχέση με το ελαιόλαδο που εμφιαλώνεται στη χώρα. Σε αυτό το πλαίσιο, οι εισαγωγείς/ εξαγωγείς θα πρέπει να ενώσουν τις προσπάθειές τους ώστε να διαπραγματευτούν τη θέση τους στα supermarket με επώνυμα προίόντα ελαιόλαδου «Μade in Greece»

-Συμμετοχή των Ελλήνων παραγωγών και εξαγωγέων προϊόντων εκλεκτών ειδών (delicatessen) σε διοργανώσεις διαγωνισμών γευσιγνωσίας λαδιού στην Ιταλία

-Προσπάθειες μεγαλύτερης συμμετοχής Ιταλών αγοραστών στα προγράμματα προσκεκλημένων αγοραστών των εμπορικών εκθέσεων τροφίμων και ποτών, οι οποίες διοργανώνονται στην Ελλάδα

-Αξιοποίηση της γεωγραφικής εγγύτητας και του τουριστικού ρεύματος στη χώρα μας (1.300.000 επισκέπτες/2019). Απαιτείται συλλογική προσπάθεια για την προβολή του αγροτουρισμού από τουριστικούς και άλλους φορείς (περιφέρειες, κλαδικές ενώσεις κ.α).

-Οι εξαγωγείς θα πρέπει να λάβουν υπόψη τους, την προώθηση περιβαλλοντικά βιώσιμης συσκευασίας. Το Μιλάνο και η Περιφέρεια της Λομβαρδίας, αποτελούν πόλους πρωτοπορίας στην προστασία του περιβάλλοντος και οι εταιρείες που θα επενδύσουν στην έρευνα και ανάπτυξη περιβαλλοντικά βιώσιμων συσκευασιών, θα αποκτήσουν πλεονέκτημα στον διαρκώς αυξανόμενο αριθμό των περιβαλλοντικά ευαισθητοποιημένων καταναλωτών.

Η Ιταλία σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία της Unaprol (Italian Olive Oil Consortium) και με βάση τις επίσημες εκτιμήσεις που δημοσίευσε το Διεθνές Συμβούλιο Ελαιόλαδου (IOC), την περίοδο 2021/2022, επιβεβαίωσε τον πρωταγωνιστικό της ρόλο, ως δεύτερη μεγαλύτερη παραγωγός ελαιόλαδου παγκοσμίως (εκτιμήσεις για 315.000 τόνοι), με την Ισπανία αδιαμφισβήτητα να κατέχει την πρώτη θέση (1,3 εκατ. τόνους παραγωγής).

Η Ελλάδα, την υπό εξέταση περίοδο, με εκτιμώμενη παραγωγή στους 225.000 τόνους (-18,2% σε σύγκριση με την προηγούμενη περίοδο), κατατάσσεται στην 5η θέση παγκοσμίως (2η θέση το 2020), καθώς την 3η και 4η θέση καταλαμβάνουν αντίστοιχα η Τυνησία με παραγωγή που αναμένεται στους 240.000 τόνους (αύξηση +71,4%) και η Τουρκία με παραγωγή που αναμένεται στους 228.000 τόνους (αύξηση + 8,3%). Την 6η θέση καταλαμβάνει το Μαρόκο με παραγωγή στους 200.000 τόνους (+ 25%), την 7η η Πορτογαλία με παραγωγή 206.235 τόνους ( + 20%) και την 8η η Αλγερία με παραγωγή 98.000 τόνους (+ 39%).

Η ευρωπαϊκή παραγωγή ελαιόλαδου, υπερέχει καθώς από το 2016 έως σήμερα, ο μεγαλύτερος όγκος της παγκόσμιας παραγωγής ελαιόλαδου συγκεντρώνεται στην Ισπανία, στην Ιταλία, στην Ελλάδα και στην Πορτογαλία. Επιπλέον, ο όγκος παραγωγής ελαιόλαδου της Ισπανίας είναι πολύ μεγαλύτερος από το άθροισμα του όγκου παραγωγής της Ιταλίας και της Ελλάδας, καθιστώντας την Ισπανία τον σημαντικότερο παραγωγό και εξαγωγέα της Ευρώπης. Επισημαίνεται επίσης ότι την περίοδο 2016/2021, μεταξύ των χωρών-παραγωγών ελαιόλαδου της ΕΕ, η Ιταλία και η Ελλάδα κατείχαν εναλλάξ τη δεύτερη και τρίτη θέση, συχνά δε κατέγραψαν παρόμοιο όγκο παραγωγής.

Τα τελευταία έτη, η ιταλική παραγωγή ελαιόλαδου διέγραψε πτωτική τάση, με την κατανάλωση να υπερβαίνει την παραγωγή, γεγονός που είχε σαν αποτέλεσμα την αύξηση των εισαγωγών προκειμένου να ικανοποιηθεί η εγχώρια και διεθνής ζήτηση αντίστοιχα. Ως αποτέλεσμα, οι εισαγωγές ελαιόλαδου είναι σημαντικά υψηλότερες από τις εξαγωγές και ο κλάδος παρουσιάζει σταθερά αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο σε αξία (εξαίρεση το 2020).

Σύμφωνα με το ινστιτούτο Ismea ( Ινστιτούτο Αγροτικής Παραγωγής και Τροφίμων), την περίοδο 2019-21, η εθνική παραγωγή ανήλθε κατά μέσο όρο στους 288.000 τόνους (1/3 του συνόλου του ελαιόλαδου που παράγεται, εμπορεύεται και διακινείται από ιταλικές εταιρείες), ενώ εκτιμάται ότι η συνολική αξία της ιταλικής βιομηχανίας ελαιόλαδου ανέρχεται στα 3 δισ. ευρώ και αντιπροσωπεύει περίπου το 3% του συνόλου του αγροδιατροφικού τομέα της χώρας. Τα οφέλη της χρήσης του ελαιόλαδου σε συνδυασμό με την εθνική στρατηγική προώθησής του, οδήγησαν στην αύξηση της εξωτερικής ζήτησης, με αποτέλεσμα την περίοδο 2012-2021 οι εξαγωγές να αναπτυχθούν περαιτέρω κατά 50% και το 2021 να ανέλθουν σε αξία στα 1,47 δισ. ευρώ. Παράλληλα, την ίδια περίοδο, η αξία των εισαγωγών ελαιόλαδου παρουσίασε σημαντικές αυξομειώσεις και το 2021 ανήλθε σε 1,593 δισ. ευρώ.

Η περίπτωση του ιταλικού ελαιόλαδου εντάσσεται πλήρως στην ετικέτα «Made in Italy», η οποία ορίζει ένα σύνολο προϊόντων που χαρακτηρίζονται από υψηλή ποιότητα και κατέχουν τις πρώτες θέσεις του διεθνούς ανταγωνισμού. H αναγνωρισμένη διεθνώς υψηλή ποιότητα του ιταλικού έξτρα παρθένου ελαιόλαδου και τα μείγματα ελαιόλαδου, αντιπροσωπεύουν τα βασικά στοιχεία της επιτυχίας του κλάδου στις παγκόσμιες αγορές. Σημειώνεται ότι, περίπου το 30% της εθνικής παραγωγής αποτελείται από 100% ιταλικό ελαιόλαδο.

Στην Ιταλία, παρά τo κλείσιμο των καταστημάτων εστίασης λόγω της πανδημίας, ο τομέας του ιταλικού ελαιόλαδου κατάφερε να συγκρατήσει τις απώλειές του, και να αυξηθεί η μέση κατά κεφαλήν κατανάλωση κατά 9%, ανερχόμενη στα 11,5 lt. Στις θετικές επιδόσεις του κλάδου συνέβαλε η αύξηση της κατανάλωσης τροφίμων που περιέχουν ελαιόλαδο όπως σάλτσες, κράκερ και άλλα αρτοσκευάσματα.

Οι καταναλωτικές συνήθειες

Σε μια τόσο περίπλοκη αγορά καταγράφεται μεγάλη διαφοροποίηση τιμών, η οποία τμηματοποιεί περαιτέρω τους καταναλωτές. Ο ρόλος της τιμής στην αγορά του ελαιόλαδου είναι καθοριστικός, καθώς εκτός από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του προϊόντος υφίσταται μεγάλος ανταγωνισμός από την κυκλοφορία υποκατάστατων φθηνών φυτικών ελαίων.

Έχει παρατηρηθεί ότι οι καταναλωτές οι οποίοι αγοράζουν έξτρα παρθένο ελαιόλαδο, διαθέτουν μεγάλη αγοραστική δύναμη και αναζητούν ένα ποιοτικό προϊόν στο οποίο θα αποτυπώνεται η βέλτιστη σχέση ποιότητας και τιμής.

Μέχρι τώρα η ποιοτική διαφοροποίηση των ελαιόλαδων καθορίζονταν κυρίως από τη χημική σύνθεσή τους (οξύτητα ή πολυφαινόλες), η οποία σχετιζόταν με τη μέθοδο καλλιέργειας, τις τεχνικές συλλογής των καρπών και της τεχνολογίας που υιοθετήθηκε για την εξαγωγή ελαιόλαδου από τους καρπούς.

Σήμερα, σε αυτήν τη μεταβαλλόμενη αγορά αναδεικνύεται η σημασία επιπλέον ποιοτικών παραμέτρων όπως: οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις της παραγωγικής διαδικασίας, οι πιστοποιήσεις (συμπεριλαμβανομένων των βιολογικών), το είδος της γεύσης (έντονο ή ήπιο φρουτώδες), το χρώμα (πράσινο ή κίτρινο), η καθαρότητα και τέλος το σχήμα, το μέγεθος, το υλικό και το χρώμα της φιάλης συσκευασίας, το σχέδιο της ετικέτας και οι πληροφορίες που αναγράφονται.

Από πρόσφατη έρευνα που πραγματοποίησε το ISMEA και η Ernst & Young, σχετικά με τις διεθνείς καταναλωτικές συνήθειες, διαπιστώθηκαν τα ακόλουθα:

-Η αυξητική τάση της κατανάλωσης ελαιόλαδου εκδηλώνεται παγκοσμίως π.χ. στις ΗΠΑ, η κατανάλωση αυξήθηκε από 88.000 τόνους τη δεκαετία του 1990 σε 375.000 τόνους (εκτιμήσεις) την περίοδο 2022/2023.

-Μετά την πανδημία πολλοί καταναλωτές οδηγήθηκαν σε έναν πιο υγιεινό τρόπο ζωής, επιλέγοντας προϊόντα υψηλότερης διατροφικής αξίας, που είχε σαν αποτέλεσμα την επανεκτίμηση διεθνώς της αξίας του “έξτρα παρθένου ελαιόλαδου”.

-1 στους 5 καταναλωτές ενστερνίζεται πλέον το “Πρώτα απ’ όλα η υγεία”

-1 στα 2 άτομα αποδίδει μεγαλύτερη προσοχή στον περιβαλλοντικό και κοινωνικό αντίκτυπο των αγορών του.

ΠΗΓΗ: tornosnews.gr

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *