Παναγία η Μυρτιδιώτισσα του Γιάννη Ρεβύθη

Παναγία η Μυρτιδιώτισσα.

Αυτή η Κυριακή του Αυγούστου δεν ήταν σαν όλες τις άλλες…
Και πώς να είναι, αφού όλη τη βδομάδα το μοναδικό θέμα συζήτησης στις παρέες και στα καφενεία του μικρού μας χωριού, το θέμα που κυριαρχούσε στις συζητήσεις, ήταν η ποδοσφαιρική συνάντηση αυτής της Κυριακής.

Όλη τη βδομάδα συζητούσαμε για αυτόν τον ποδοσφαιρικό αγώνα…
Και να οι συνθέσεις των ομάδων, τα συστήματα που θα ακολουθούσαμε, ποια θα ειναι τα μαρκαρίσματα ποιός θα παίξει τερματοφύλακάς, ποιος θα παίξει μπακότερμα, ποιος θα χτυπά τα πέναλτι.
Ήταν βλέπετε ο επαναληπτικός αγώνας, κάτι σαν ρεβάνς. Είχε προηγηθεί ένας άλλος αγώνας την προηγούμενη Κυριακή χωρίς αποτέλεσμα καί είχε αφήσει ανοιχτούς λογαριασμούς.
Ως συνήθως για το αποτέλεσμα του προηγούμενου αγώνα έφταιγε ο «κακός» διαιτητής και ετσι, είχαμε ανανεώσει το ραντεβού μας για αυτήν την Κυριακή.

Δίκαια λοιπόν είχε χαρακτηριστεί ως ο αγώνας της χρονιάς.

Για γήπεδο θα χρησιμοποιούσαμε την τσιμεντένια πλατεία που βρισκόταν στο κέντρο του χωριού, κερκίδες ήταν τα πέτρινα πεζούλια που ήταν ασβεστωμένα και περιποιημένα γύρω από την πλατεία και φίλαθλοι οι γέροντες, οι γυναίκες, τα άλλα παιδιά και γενικότερα όλοι οι ποδοσφαιρόφιλοι του χωριού. Είχε στηθεί κυριολεκτικά σκηνικό πολέμου.
Η ποδοσφαιρική μάχη είχε ανάψει για τα καλά. Η διακύμανση του σκόρ έγερνε πότε από την μία και πότε απο την άλλη πλευρά, και οι φωνές, οι αντεγκλήσεις οι διαμαρτυρίες για τις αποφάσεις του διαιτητή, ακούγονταν μέχρι την άλλη άκρη τού χωριού.

Οι παίκτες και των δύο ομάδων, τα παιδιά δηλαδή του χωριού, γυμνά από τη μέση και πάνω, ιδρωμένα, ξυπόλυτα, με τα πόδια καμένα από το τσιμέντο της πλατείας, κατάκοπα από την συνεχή προσπάθεια για να κερδίσει η δική τους ομάδα, κυνηγούσαν με πάθος την “νάιλον” μπάλα.
Η αλήθεια είναι ότι από την πολύ ξυπολησιά ειχε φτιαχτεί ένα δεύτερο στρώμα στό κάτω μέρος του ποδιού μας πιο σκληρό κι από τη σόλα του παπουτσιού.
Αλλά ποιος νοιαζόταν για την κούραση. Ποιος νοιαζόταν για τα ματωμένα γόνατα, τους τραυματισμένους από τα συνεχή πεσίματα στο τσιμέντο αγκώνες μας! Πάνω από όλα σημασία θα είχε η νίκη. Σήμερα θα έπρεπε να κλείσουν οι λογαριασμοί.

Είχαμε φθάσει σχεδόν στα όριά μας αλλά δεν το βάζαμε κάτω.

Είχαμε χωριστεί σε δύο ομάδες, παίζαμε ‘’μικροί – μεγάλοι’’.
Από τη μια πλευρά οι μικροί, ηλικίας μέχρι 16 ετών και από την άλλη τα «γερόντια». Ήταν τόσο μεγάλο το ενδιαφέρον του κόσμου για τον αγώνα, που οι φίλαθλοι είχαν φροντίσει να έλθουν από νωρίς το μεσημέρι για να πιάσουν θέση στα πέτρινα πεζούλια της πλατείας.

Είχε περάσει η ώρα, ο ήλιος είχε σχεδόν γείρει και εμείς απτόητοι συνεχίζαμε τον υπέρ πάντων αγώνα, ώσπου, από τα γύρω καντούνια αργά-αργά, βασανιστικά αργά, οι μανάδες αμίλητες και σχεδόν αγριεμένες έκαναν την εμφάνισή τους.

Το σύνθημα είχε πλέον δοθεί και όλοι καταλάβαμε ότι μέχρις εδώ ήταν. Το παιγνίδι είχε τελειώσει.
Δεν θα περιμέναμε το σφύριγμα της λήξης από το διαιτητή, γιατί όλοι ξέραμε ότι οι μονάδες μας είχαν έλθει να μας μαζέψουν και φυσικά δεν θα σήκωναν κουβέντα.
Εάν τολμούσαμε να μιλήσουμε, εάν φέρναμε αντίρρηση εκτός από την βίτσα που είχαν κρυμμένη από πίσω τους, η κάτω από την ποδιά τους, ήταν ικανές να μας «βάλουν» ακόμα και με τις πετριές. Τα ξέραμε καλά αυτά. Είχαν συμβεί πολλές φορές στο παρελθόν, γι αυτό και μολις τις είδαμε σαμάτησαμε αμέσως το παιγνίδι χωρίς να συμφωνήσουμε ποια από τις δύο ομάδες είχε κερδίσει.
Για άλλη μια φορά δεν καταφεραμε να κλείσουμε τους λογαριασμούς μας και γκρινιάζοντας πήραμε το δρόμο του γυρισμού για το σπίτι.

– Καλά εσείς δεν έχετε σπίτι; Από τα ξημερώματα σχεδόν λείπετε μονολογούσε η μάνα μου. Σάς έχει φάει τελείως το «οξω». Και καλά τις άλλες μέρες. Ξεχνάτε ότι αύριο είναι της Παναγίας; Τσακιστείτε για ύπνο. Αύριο θα ξεκινήσουμε νωρίς για το Μοναστήρι. Πότε θα ξυπνήσετε, πότε θα πλυθείτε, πότε θα ετοιμαστείτε!!

Ξημέρωνε βλέπετε 15 Αυγούστου , η γιορτή της Παναγίας και το μοναστήρι της Παναγίας της Μυρτιδιώτισσας θα είχε την τιμητική του.

Η Παναγία η Μυρτιδιώτισσα. Ένα ξεχασμένο ιστορικό μοναστήρι που ήταν κτισμένο στο πίσω μέρος του Άι Γιώργη πάνω από το «ντριάλο” και στο παιδικό μας μυαλό, όλα αυτά, η τοποθεσία, η διαδρομή, η γιορτή, το μοναστήρι, τα τάματα, ήταν συνδυασμένα με την εκδρομή και το μπάνιο στην απίστευτης ομορφιάς παραλία της Μυρτιώτισσας.
Κάθε χρόνο όλα τα παιδιά σχεδόν ζούσαμε γι αυτήν την εκδρομή, αλλά όπως όλα τα ωραία πράγματα έτσι κι αυτό είχε το κόστος του.

Με την μάνα μου να γκρινιάζει και τις άλλες γειτόνισσες να την σιγοντάρουν με εκφράσεις του τύπου ” καλά αυτά τα παιδιά δεν έχουνε πατέρα και μάνα ” και με αυτές τις σκεψεις είχαμε φθάσει στην αυλή στο πίσω μέρος του σπιτιού μας χωρίς καν να το καταλάβω.
– Αύριο θα πάμε στο μοναστήρι και πρέπει να είσαστε καθαροί γιατί μπορεί να μεταλάβετε συνέχισε αγριεμένη η μάνα μου.
-Μπες γρήγορα στο μαστέλο και δεν θέλω να ακούσω κουβέντα.

Με λύπη μου διαπίστωσα ότι τα όργανα των βασανιστηρίων ήταν όλα τοποθετημένα με επιμέλεια στη θέση τους. Όλα ήταν έτοιμα για το μαρτύριο που με περίμενε.

Το μαστέλο ήταν σχεδόν γεμάτο με νερό, το μπουγέλο με το ζεστό νερό δίπλα, η ταβλομαστέλα ακουμπισμένη στον τοίχο και αυτό το απαίσιο πράσινο σαπούνι που αν τυχόν σου ξέφευγε και σου πήγαινε στα μάτια σχεδόν σε τύφλωνε, ήταν ακουμπισμένο στην ταβλομαστέλα.
Ποτέ δεν καταλάβαινα γιατί θα έπρεπε να υποστώ αυτό το μαρτύριο του πλυσίματος αφού την επόμενη μέρα θα πηγαίναμε στη θάλασσα και θα ήμουν όλη μέρα στο νερό. Αλλά ηξερα ότι και να το ρωτούσα θα ηταν άδικος κόπος.

Έκλεισα μοιρολατρικά τα μάτια μου, μπήκα στο λαμαρινένιο μαστέλο, έβαλα τα χέρια πάνω από τα δακρυσμένα μου μάτια κάνοντας την ευχή κι αυτό το βασανιστήριο να έχει γρήγορο και …αίσιο τέλος.

– Απόψε θα κοιμηθούμε όλοι νωρίς, γιατί θα ξυπνήσουμε από τα χαράματα. Δεν θέλω αύριο όλη τη μέρα να μου λέτε ότι νυστάζετε, άκουγα την νόνα μου να λέει, καθώς ήμουν τυλιγμένος με τις πετσέτες και προσπαθούσα να βγάλω τις σαπουνάδες από τα μάτια μου.

Έτσι κουρασμένος που ήμουν, δεν είχα κουράγιο να αντιδράσω και σχεδόν μοιρολατρικά, αμίλητος και σκεφτικός υπάκουσα στις παροτρυνσεις της μάνας μου και αφέθηκα στην αγκαλιά του Μορφέα. Άλλωστε πριν κλείσω τα ματιά θα είχα πολλά ευχάριστα να φέρω στη μνήμη, από όσα μου είχαν συμβεί σήμερα.
Πρωτίστως βέβαια τα δύο γκολ που είχα βάλει και πού θα με καθιέρωναν πλέον ως τον βασικό σέντερ φορ της ομάδας.

Είχε σχεδόν χαράξει.

Αυτό μας το θύμιζε κάθε μερα η σειρήνα του εργοστασίου που στις έξι ακριβώς σφύριζε, θυμίζοντας στους πολλούς εργαζόμενους, την έναρξη της πρωινής βάρδιας. Του εργοστασίου χαρτοποιίας που λειτουργούσε στις παρυφές του χωριού στο Κεφαλόβρυσο από τις αρχές του περασμένου αιώνα και ήταν ο τροφοδότης λογαριασμός ολόκληρης της περιοχής.
Δεν υπήρχε οικογένεια που να μην είχε τουλάχιστον ένα εργαζόμενο στο εργοστάσιο και πιθανόν άλλον ένα συνταξιούχο. Κάτι αληθινα σπουδαίο αν σκεφτεί κανείς την τραγική οικονομική κατάσταση της χώρας μας εκείνη την περίοδο.
Όλη η χώρα τότε προσπαθούσε να γιατρέψει τις πληγές που είχαν αφήσει πίσω τους η κατοχή και ο εμφύλιος πόλεμος.
Εμείς όμως είχαμε το εργοστάσιο, αυτό όταν τα άλλα χωριά εκεί γύρω στο 1960 είχαν ερημώσει από την μετανάστευση, το δικό μας έσφυζε από ζωή.

Οι παππούδες και οι πατεράδες μας δεν περίμεναν φυσικά, τέτοια γιορτινή μέρα την σειρήνα του εργοστασίου για να ξυπνήσουν.

Είχαν ήδη σηκωθεί και είχαν σχεδόν τελειώσει τις προετοιμασίες για την “βόλτα”, όπως την έλεγαν, στο μοναστήρι της Μυρτιωτισσας. Και ήταν τέτοιες οι προετοιμασίες που θύμιζαν … πολυήμερη εκδρομή στον Όλυμπο.
Είχαν ήδη βάλει και είχαν δέσει το σαμάρι στο γάιδαρο, που υπομονετικά κι αυτός «με γαϊδουρινή υπομονή» περίμενε πότε θα τελειώσει τό φόρτωμα.
Ένας μεγάλος μπόγος κρεμόταν από την μια πλευρά, που είχε μέσα την κουρελού για στρώσιμο, τις κουβέρτες για τον μεσημεριανό ύπνο, τα τραπεζομάντιλα, πετσέτες μπάνιου, πετσέτες φαγητού, που να βρεθούν τοτε χαρτοπετσέτες, και τα είδη μπάνιου.
Σε μια άλλη τσάντα δίπλα κεριά, λάδι για το μοναστήρι και άρτο για να τον ευλογήσει ο καλόγερος.

Από την άλλη πλευρά του σαμαριού, ο γάιδαρος ήταν φορτωμένος με τα φαγητά. Και τι φαγητά.
Σε ειδικές πάνινες τσάντες, πολύ αργότερα ήρθαν οι πλαστικές, είχαν βάλει μέσα προσεκτικά τους νταβάδες με τα μαγειρευτά φαγητά που είχαν ετοιμαστεί από το προηγούμενο βράδυ, προσέχοντας να είναι στεγνά χωρίς πολλά λάδια, για να μπορούν εύκολα να μεταφερθούν.
Απαραίτητο συμπλήρωμα όλα τα κηπευτικά. Ντομάτες, μελιτζάνες, πιπεριές από τον κήπο, καρπούζια και χειμωνικό όπως τους άρεσε να λένε το πεπόνι.

– Φτάνει. Τι τα θέλετε τόσα φαγητά. Ούτε κατοχή να είχαμε σιγοψιθύριζε ο πάππους, που την ίδια στιγμή προσπαθούσε να φορτώσει στο γάιδαρο το μποτιλιόνι με το άσπρο κρασί, που το είχε φυλάξει ειδικά για τη γιορτή της Παναγίας, όπως έλεγε.
– Κοίτα ποιός μιλάει, του απαντά η νόνα. Έτσι λέτε πάντα όταν είναι να κουβαλήσετε η να ετοιμάσετε τα φαγητά και μετά γλείφετε και τα πιάτα.

Με τα μάτια γεμάτα από τις τσίμπλες, σηκώθηκα σχεδόν βαριεστημένα από το κρεβάτι.
Γελούσα κάθε φορά που εβλεπα τον πάππου με τη νόνα να τσακώνονται έχοντας ως μόνιμο σημείο τριβής και τσακωμού το φαγητό με το κρασί.

Σηκώθηκα έβαλα, τα “καλά μου” ρούχα, ένα κοντό παντελόνι με τιράντες που το ειχε ράψει τον προηγουμενο χρονο η Γιάννα η ράφτρα του χωριού, και ένα ζευγάρι πέδιλα αγορασμένα για το πανηγύρι τις 21 Μαΐου. Τα πέδιλα που έπρεπε υποχρεωτικά να μου κρατήσουν μέχρι το φθινόπωρο που θα αρχίσουν οι βροχές και θα φορέσω τα χειμωνιάτικα.
Μες στη φασαρία που γινόταν, στα κλεφτά, φόρτωσα κι εγώ στο γάιδαρο την νάιλον μπάλα που είχα από το προηγούμενο βράδυ τυλίξει σε μια τσάντα.
Βλέπετε κάθε φορά η μπάλα ήταν αιτία πολέμου για τον πατέρα μου.

Όταν δόθηκε το “σύνθημα” για την αναχώρηση, ο ήλιος είχε αρχίσει να ανεβαίνει και αυτή ήταν η αιτία για να αρχίσουν οι πρώτες γκρίνιες.

– Ορίστε. Κάθε φορά τα ίδια και τα ίδια. Όπου να ναι μεσημεριάζει και θα μας φάει η ζέστη στο δρόμο.
– Ποιο μεσημέρι ακόμα δεν ξημέρωσε καλά καλά. Να, τώρα ξεκινάνε και οι άλλοι.

Κατεβαίνοντας το χωριό από τις πλάκες και παίρνοντας το δρόμο για το μοναστήρι, για άλλη μια φορά δεν μπόρεσα να λύσω την απορία που με βασάνιζε τα τελευταία χρόνια.
Κάθε χρόνο κάτι συνέβαινε. Λες και ήταν όλοι συνεννοούμενοι, λες και υπήρχε καποιος κεντρικός συντονιστής και όλες οι οικογένειες που είχαν προγραμματίσει την “βολτα” στο μοναστήρι ήταν στη θέση τους. Και όλοι, κάθε χρόνο ήταν στην ίδια σειρά.

Μπροστά πάντα ο παππούς που κρατούσε τα σκοινιά του γαϊδάρου και από πίσω να ακολουθεί η υπόλοιπη οικογένεια.
Που και που τα παιδιά ξεκόβαμε λίγο από τις οικογένειές μας για να ετοιμάσουμε τις ομάδες που θα παίζαμε στην παραλία μετά το μπάνιο. Αυτο κρατούσε λίγα μόλις λεπτά τής ώρας. Θελαμε να δείξουμε καλή διαγωγή στους πατεράδες μας, γιατί πάντα υπήρχε ο κίνδυνος να μας απαγορεύσουν την μπάλα στη παραλια. Δεν πρέπει να ενοχλούμε τους ξένους έλεγαν.

Όσο περνούσε η ώρα όλο και πιο πολύ καταλάβαινα πόσο δίκιο είχαν όσοι επέμεναν, φώναζαν και γκρίνιαζαν να μην αργήσουμε να ξεκινήσουμε, όσοι έλεγαν να φύγουμε από πολύ νωρίς το πρωί, γιατί θα μας φάει το λιοπύρι, ο ήλιος και η ζέστη.
Είχαμε φθάσει ήδη κοντά στα “κελιά” περπατώντας κάτω από τις ελιές και τα τζιτζίκια είχαν ήδη αρχίσει το τραγούδι τους. Είχε αρχίσει το θερμόμετρο να ανεβαίνει για τα καλά.

Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, ήταν κι αυτά τα πέδιλα που με ενοχλούσαν. Δεν τα άντεχα. Δεν με βόλευαν καθόλου στο περπάτημα σε αυτόν τον ανώμαλο γεμάτο λακκούβες και πέτρες δρόμο.
Ειχα να τα φορέσω πολύ καιρό και τα πόδια μου τα είχαν ξεσυνηθισει. Ξυπόλυτος σκεφτόμουν θα με βόλευε καλύτερα, αλλά έλα που θα έμπαινα στην εκκλησία και θα’πρεπε τα πόδια μου να ήταν καθαρά! Λες και ο παπά Αντώνης άλλη δουλειά δεν είχε από το να κοιτάζει τα πόδια μου.

Περάσαμε τον ελαιώνα και ανεβαίνοντας για το Κορτιράκι, η συζήτηση στην μπροστινή παρέα είχε για θέμα το όνομα της Μυρτιδιωτισσας και από που προέρχεται η ονομασια.

Ας είναι καλά ο Παπά Αντώνης που μας τα είχε πει όλα.
Μας είχε μιλήσει για την εικόνα της Παναγίας που είχε βρεθεί σε έναν τόπο γεμάτο με μυρτιές και από τότε όσες εκκλησίες έχουν εικόνα της Παναγίας με μυρτιές παίρνουν την ονομασία Παναγία Μυρτιδιώτισσα.

Κατεβαίνοντας το Κορτιράκι και βλέποντας αυτές τις εικόνες απίστευτης ομορφιάς να ξεδιπλώνονται μπροστά σου αποζημιώνεσαι διπλά και για το πρωινό ξύπνημα και για την κούραση και για τον ιδρώτα της διαδρομής.

Ένα μαγευτικό τοπίο, γεμάτο άγρια βλάστηση, με πανύψηλα πεύκα, ελαιώνες και κυπαρίσσια κρατημένα από τους άγριους βράχους πού κρέμονταν από ψηλά.
Δεν είναι τυχαίο σκεφτόμουν, που αυτή την αγριότητα της φύσης την είχαν συνδέσει με τόσες και τόσες φοβερές ιστορίες και μας τις διηγούνταν οι παλαιότεροι.

Από εδώ μας έλεγαν, έπεσε ο ένας με το άλογο του στην κατοχή, από εκεί έπεσε ο άλλος όταν τον πυροβόλησε ο τάδε.
Άγριος τόπος γεμάτος με απίθανες, σκληρές ιστορίες που ποτέ δεν μάθαμε αν ολες αυτές οι ιστορίες, ήταν μύθος η πραγματικότητα.

Στο βάθος αντικρίσαμε το μοναστήρι.
Κτισμένο στήν κορυφή του λόφου κι αυτό πνιγμένο στο πράσινο. Σημάδι πως λίγο ακόμα και θα φτάναμε.
Περάσαμε το Κορτιράκι και άρχισε η μεγάλη, η απότομη κατηφόρα για την παραλία. Ένα κακοτράχαλο μονοπάτι γεμάτο πέτρες και λακκούβες που την κάθε στιγμή αν δεν προσέχαμε, κινδυνεύαμε να συρθούμε στην παραλία παρέα με τα..ζώα.
Τι υπέροχη αμμώδης παραλία! Χωρισμένη με φυσικό τρόπο σε τρία διαφορετικά τμήματα, γεμάτη με ψιλή άμμο. Ξεραμε όμως ότι δεν είχε έλθει ακόμα η ώρα για να την απολαύσουμε.

Επιτέλους κατεβήκαμε στην παραλία, περάσαμε από το μονοπάτι δίπλα από την άμμο και άρχισε η ανηφόρα. Το τελευταίο στάδιο πριν φθάσουμε στο μοναστήρι.

Όταν φθάσαμε στη στροφιλιά ένα καταπληκτικό φυσικο πλάτωμα, γεμάτο με πεύκα και ελιες, ξέραμε ότι είχαμε φθάσει στο τέλος της διαδρομής. Και ήταν πραγματικά ο επίγειος παράδεισος. Η στροφιλιά, μαγευτική πάνω από τους άγριους βράχους, με φόντο την απέραντη Αδριατική θάλασσα και πνιγμένη στο πράσινο.

Αμίλητοι αλλά με μέθοδο και οργανωμένα όλοι στην οικογένεια ήξεραν καλά τον ρόλο τους και την δουλειά που θα έπρεπε να κάνει ο καθένας.
Πρώτη προτεραιότητα ο γάιδαρος. Θα έπρεπε πρώτα να ξεφορτωθεί και να ξεκουραστεί. Οι κουρελούδες να στρωθούν στα γρήγορα κατω απο τα πεύκα και να ετοιμαστούμε για το μοναστήρι. Σε πρώτη φάση οι γυναίκες θα παρέμεναν εκεί για να ετοιμάσουν το νοικοκυριό και οι άντρες με τα παιδιά θα πήγαιναν στο μοναστήρι. Αν προλάβαιναν τις δουλειές θα ακολουθούσαν αργότερα κι αυτές.

Ξεκινήσαμε για το μοναστήρι παρέα με τους άλλους συγχωριανούς φορτωμένοι με το λάδι για τα καντήλια, τα κεριά και τους αρτους. Ηταν γεμάτο το μοναστήρι με μυρτιές και φρεσκοασπρισμενο. Τα πάντα ήταν νοικοκυρεμένα, πεντακάθαρα και περιποιημένα. Ο παπα Αντώνης είχε φροντίσει για όλα.

Ας είναι καλά εκει που ειναι ό Παπά Αντώνης. Ένας περίεργος μοναχός πρώην οικοδόμος, σιδεράς από το λιβάδι πού στα σαράντα του αποφάσισε να αφιερώσει τη ζωή του στην εκκλησία, στο μοναστήρι του.
Δεν ήξερε καλά καλά να γράφει και να διαβάζει. Δεν κατείχε ούτε την ψαλτική τέχνη. Ήξερε όμως πως να γίνεται αγαπητός, ήξερε πως να τον σέβεται και να τον εκτιμά όλη η τοπική μας κοινωνία.

Τον θυμάμαι κάθε Μ.Παρασκευή να έρχεται στο χωριό μας για να λειτουργήσει και να φεύγει αργά το βράδυ, μες το βαθύ σκοτάδι, καποιες φορές και μες στη βροχη, καβάλα στο άλογο του, έχοντας μαζί του για να βλέπει μόνο έναν μικρό φακό.
Κατέβαινε κι ανέβαινε παρέα με το άλογο του αυτά τα άγρια, τα απότομα και επικίνδυνα μονοπάτια και όταν του έλεγαν να προσέχει, τους έλεγε ήρεμα, χαμογελαστά ότι αυτόν τον βοηθά η Παναγία και δεν έχει ανάγκη.

Ο Παπά Αντώνης λοιπον ζούσε γι αυτή τη μέρα.
Ήξερε ότι δεν θα ήταν μόνος του στο μοναστήρι. Θα είχαν έλθει οι ψαλταδες από τα γύρω χωριά αλλά και η εκκλησία θα ήταν γεμάτη από κόσμο μέχρι και την αυλή. Και δεν είχε πέσει έξω.
Κόσμος πολύς είχε έλθει από τα γύρω χωριά. Άλλωστε είχε μαθευτεί ότι ο νέος καλόγερος είχε φτιάξει μόνος του την αυλή και το μονοπάτι που οδηγούσε στο μοναστήρι και πλέον θα ήταν πιο εύκολη η πρόσβαση.

Δεν περιμέναμε να τελειώσει η λειτουργία, ούτε και να ευλογήσει ο παπά Αντώνης τούς άρτους. Πριν τελειώσει η Θεία Λειτουργία είχαμε αφήσει με τα άλλα παιδιά το εκκλησίασμα και τρέχοντας είχαμε φθάσει στη στροφιλιά, αλλάξαμε στα γρήγορα φορώντας τα μαγιό μας και τρέχοντας πέσαμε στη θάλασσα.

Περνούσε η ωρα, είχαν ηδη κατέβει στη θάλασσα και οι μεγαλύτεροι και έτσι το πρώτο τμήμα της παραλίας είχε σχεδόν γεμίσει από τους λουόμενους.
Μη φανταστείτε ομπρέλες και πλαστικά κρεβάτια. Αυτά μας ήλθαν πολύ αργότερα. Πετσέτες είχαμε απλωμένες στην άμμο και τις πιο πολλές φορές τις αφήναμε αχρησιμοποίητες.

Το ένα από το άλλο τμήμα της παραλίας το χώριζαν λίγα βραχάκια και ο Νίκος είχε την πληροφορία ότι τις προηγούμενες μέρες στο τριτο το πιο μακρινό τμήμα ήταν εκεί κάποιοι ξένοι, Σουηδοί μάλλον, άντρες μαζί με γυναίκες που δεν φορούσαν μαγιό.

Μας είχε φάει η περιέργεια να δούμε τι συμβαίνει, αλλά που να βρούμε το κουράγιο να πάμε δίπλα. Αργότερα ο Νικος το συμπλήρωσε λέγοντας ότι πήγε ο Κώστας ο Αγροφύλακας και τους έδιωξε. Αυτό βέβαια δεν μας εμπόδισε να πάμε στο διπλανό τμήμα της παραλίας να βάλουμε τα καλάμια για γκολπόστ και να παίξουμε μπάλα.

Μεσημέριαζε. Είχε φθάσει η ώρα του φαγητού και περάσαμε για το “φυσικό” ντούς. Δίπλα στα βράχια, έτρεχε υπόγεια το νερό από τον Αι Γιώργη και δημιουργούσε ένα φυσικό κρουνό. Κρύο παγωμένο νερό που ερχόταν από τα βάθη της γης.
Κάτι αντίστοιχο συνέβαινε και στη στροφιλιά. Και εκεί ερχόταν τεράστιες ποσότητες νερού που κατέληγαν στη θάλασσα. Σε μια λακκούβα που είχε προστεθεί δίπλα, διοχετεύονταν μια μικρή ποσότητα νερού, που έκανε χρήση ψυγείου. Εκεί έβαζαν τα κρασιά, και τα άλλα οπωροκηπευτικά μόλις έφθαναν, για να είναι έτοιμα φρέσκα την ώρα του φαγητού.

Δίπλα κάτω από τα πεύκα οι νοικοκυρές είχαν ήδη στρώσει στο έδαφος τα τραπεζομάντιλα πάνω από τις κουβέρτες. Αυτό θα ήταν το τραπέζι. Είχαν ήδη ετοιμάσει τα φαγητά, και είχαν κόψει τις σαλάτες.
Άλλοι πιο προνοητικοι, είχαν μεριμνήσει να φέρουν μαζί τους και κάποιες μικρές καρέκλες η μαξιλαράκια. Αλλά οι περισσότεροι χρησιμοποιούσαν αυτοσχέδια καθίσματα από πέτρες, η κάθονταν στο έδαφος.
Το μισό σχεδον χωριό ειχε μαζευτεί εκεί, και μετά από τις τυπικές ανταλλαγές ευχών και τις ουσιαστικές φαγητών και κρασιού είχαν πέσει ολοι με τα μούτρα στα φαγητά επιβεβαιώνοντας τη νόνα που έλεγε ότι θα γλειψουμε και τα πιάτα.

Τρώγοντας και πίνοντας, τα πειράγματα έδιναν και έπαιρναν, βοηθούσε σε αυτό το άσπρο κρασί, ώσπου οι φωνές πνίγηκαν από τον ήχο του Στέλιου Καζαντζίδη και του Νίκου Ξανθόπουλου.

Τι είχε συμβει;

Κάποιοι που τα προηγούμενα χρόνια δεν είχαν την τύχη να δουλέψουν στην χαρτοποιία, πήραν το δρόμο την μετανάστευσης για τα εργοστάσια της Γερμανίας και τα ανθρακωρυχεία του Βελγίου.
Είχαν όλοι την συνήθεια, με την πρώτη άδεια που έπαιρναν να φέρνουν μαζί τους μια τηλεόραση και ενα πικάπ. Δεν είχε σημασία που δεν υπήρχε τηλεοπτικός σταθμός στην Κέρκυρα, ούτε καν ηλεκτρικό ρεύμα δεν είχαμε στο χωριό, σημασία είχε ότι στο σπίτι τους υπήρχε τηλεόραση και κάποια στιγμή θα λειτουργούσε.
Με το πικάπ ομως ήταν διαφορετικά τα πράγματα, γιατί λειτουργούσε με μπαταρίες.
Ένας λοιπόν συγχωριανός μας, είχε φέρει μαζί του το πικάπ με καμιά δεκαριά δίσκους και έτσι το φαγητό το συνόδευε ο Καζαντζίδης με το “ψωμί της ξενιτιάς” την “απονη ζωή” και τα άλλα λαϊκά άσματα.

Στην υγειά μας ο ένας, στην υγεία μας ο άλλος, τα μποτιλιόνια έφευγαν το ένα μετά το άλλο, κάποιοι άρχισαν να συνοδεύουν τον Καζαντζίδη μέχρι που κάποια στιγμή η στροφιλιά είχε μετατραπεί σε “Χάραμα”. Το θρυλικό κέντρο της Καισαριανής. Ώσπου κατά το μεσημεράκι κάνει την εμφάνισή του και ο Πάπα Αντώνης, ο οποίος αφού έβγαλε το καπέλο του άρχισε να δοκιμάζει τα κρασιά και ως συνήθως τα βρήκε όλα εξαιρετικά.

Έτσι περνούσε ευχάριστα η ώρα, με μουσική και με τραγούδια μέχρι που κάποια στιγμή άρχίζουν να συνειδητοποιούν ότι η ώρα περνά και όπου να ναι φθάνει η ώρα της επιστροφής.
Οι μανάδες είχαν ξανά το γενικό πρόσταγμα αλλά και το βάρος τής προετοιμασίας για την επιστροφή.
Να μαζέψουν τα παιδιά που είχαν φύγει για το απογευματινό μπάνιο, να συγκεντρώσουν τα πράγματα, να τα φορτώσουν στο γάιδαρο και επί πλέον να συνεφέρουν τους άντρες τους που είχαν ξελαρυγγιαστεί από το τραγούδι και την οινοποσία .

Είχαμε πάρει το δρόμο του γυρισμού.

Αργά – αργά ανεβαίναμε το μονοπάτι. Άλλοι ακόμα σιγοτραγουδώντας, άλλοι κουβεντιάζοντας χαμηλόφωνα τα όσα είχαν γίνει απο το πρωί, και οι γυναίκες να καταριώνται το αλκοόλ και αυτόν που το εφηύρε.

Στο δρόμο οικογένειες από αλλά κοντινά χωριά άλλαζαν δρόμο.
Δεν ήταν τυπικοί οι χαιρετισμοί που ανταλλάσσονταν. ‘’Να ειμαστε καλά και του χρόνου’’ ήταν ο πιο συνηθισμένος χαιρετισμός.
Συνηθισμένος χαιρετισμός ακούγονταν. Αλλά γι αυτόν που τους έβλεπε να αγκαλιάζονται και να ασπάζονται ο ένας τον άλλο έβλεπε καθαρά ότι αυτός ο χαιρετισμός έβγαινε βαθειά μέσα από την καρδιά τους.

Επιστρέφοντας στο σπίτι, τίποτα δεν θύμιζε τις γκρίνιες της προηγούμενης μέρας, ούτε όμως τις φωνές και τα τραγούδια της στροφιλιάς. Ετοιμαζόμασταν για τον ύπνο όλοι σιωπηλοί, με κινήσεις αργές σχεδόν μηχανικές. Κανείς δεν είχε όρεξη για πολλές κουβέντες. Είχαμε όλοι περάσει μια υπέροχη μέρα άλλα τώρα θέλαμε όσο τίποτε άλλο να παραδοθούμε στον γλυκό καλοκαιρινό ύπνο.

Όλοι αλλωστε γνώριζαν ότι ηταν εργάσιμη η επόμενη μέρα και η σειρήνα του εργοστασίου δεν θα σφύριζε απο τα ξημερώματα να μας θυμίσει να ξυπνήσουμε για την “βολτα” του 15 Αύγουστου.
Θα σφύριζε για να καλέσει τους εργάτες να ξεκινήσουν την πρωινή τους βάρδια.

Απόψε είχαμε και μια ακόμα αλλαγή.

Αντί για την συνηθισμένη καληνύχτα που ανταλλάζαμε τα προηγούμενα βράδια λίγο πριν πέσουμε στα κρεβάτια μας το αλλάξαμε με άλλη ευχή.

Και του χρόνου να είμαστε καλά να ξαναπάμε. Να είμαστε καλά για να περάσουμε το ίδιο καλά και του χρόνου.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *