Ευάγγελος Βενιζέλος Η θέση του Πρωθυπουργού είναι μεγάλων διαστάσεων σφάλμα
Ο Ευάγγελος Βενιζέλος, μετά τη σχετική επίσημη τοποθέτηση του Πρωθυπουργού και με βάση τα δεδομένα που έχουν καταστεί έως τώρα δημόσια γνωστά, έκανε την ακόλουθη δήλωση για το ζήτημα της παρακολούθησης τηλεφωνικών συνομιλιών με επιβεβαιωμένο στόχο τον Πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ / ΚΙΝΑΛ κ. Ν. Ανδρουλάκη:
Παρακολουθούμε ένα ολόκληρο μοντέλο συγκεντρωτικής άσκησης της εξουσίας να φτάνει με πολύ θόρυβο στα όριά του. Το μείγμα αίσθησης παντοδυναμίας και ακρισίας απέβη ανεξέλεγκτο. Το μοντέλο πρέπει συνεπώς να αλλάξει αμέσως. Αυτό είναι επιβεβλημένο για την παρούσα και κάθε μελλοντική Κυβέρνηση. Κανείς δεν έχει δικαίωμα να βυθίζει τη χώρα σε θλιβερές όψεις του παρελθόντος, απώτερου και εγγύτερου. Στα ζητήματα δημοκρατίας και κράτους δικαίου δεν χωρούν συγκρίσεις, υπάρχει απόλυτη αξίωση και απόλυτη υποχρέωση σεβασμού. Περίμενα να αναφερθεί στο θεμελιώδες αυτό ζήτημα ο Πρωθυπουργός αλλά δυστυχώς δεν το έκανε σήμερα.
Δίπλα στις τεράστιες ευθύνες αλυσίδας πολιτικών οργάνων που θα δούμε που φτάνουν, υπάρχουν εξίσου τεράστιες ευθύνες της δικαιοσύνης με τη μορφή και πάλι εισαγγελικών λειτουργών ειδικών και αποκλειστικών καθηκόντων, όπως η «εισαγγελέας της ΕΥΠ». Είχε προηγηθεί η ακραία προκλητική εμπειρία της «εισαγγελέως διαφθοράς». Η κατάργηση των ειδικών / προνομιακών εισαγγελικών αυτών θέσεων που πλήττουν ούτως ή άλλως την αρχή του νόμιμου δικαστή, είναι επιβεβλημένη.
Οι υποκλοπές τηλεφωνικών επικοινωνιών κατά παράβαση του άρθρου 19 παρ.1 Συντ, είτε με συμβατικές είτε με εξελιγμένες τεχνικές μεθόδους είτε με τη σατανική σύμπτωση και των δυο, συνιστούν πρωτίστως αξιόποινη πράξη. Δεν υπάρχει δε ούτε στοιχειώδης νομιμοφάνεια όταν παραβιάζεται το απόρρητο των επικοινωνιών ευρωβουλευτή, που διαθέτει σε εθνικό επίπεδο τη νομική προστασία του βουλευτή, με επίκληση λόγων εθνικής ασφάλειας. Το βουλευτικό απόρρητο του άρθρου 61 παρ. 3 ως ειδικότερη διάταξη θέτει, απευθείας εκ του Συντάγματος, πρόσθετα ειδικότερα όρια στις κάμψεις του τηλεπικοινωνιακού απορρήτου που προβλέπονται στο άρθρο 19 παρ.1. Τα άρθρα 8 της ΕΣΔΑ και 7 του ΧΘΔ της ΕΕ, ενισχύουν και δεν απομειώνουν τις εγγυήσεις. Δεν μπορεί να παρακολουθείται βουλευτής ή ευρωβουλευτής και κατά μείζονα λόγο αρχηγός κόμματος για λόγους «εθνικής ασφαλείας» ενδογενείς ή πολύ περισσότερο «εισαγόμενους». Τέτοιες δικαιολογίες είναι εξίσου κακές και βλαπτικές με την πράξη καθεαυτήν. Η θέση του Πρωθυπουργού ότι η παρακολούθηση ήταν τυπικά νόμιμη αλλά πολιτικά εσφαλμένη είναι μεγάλων διαστάσεων σφάλμα. Μπορούν άραγε να παρακολουθούνται πολιτικά πρόσωπα, βουλευτές και αρχηγοί κομμάτων, για λόγους «εθνικής ασφάλειας» εάν το σταθμίσει ο εκάστοτε πρωθυπουργός και το εγκρίνει ένας εισαγγελέας εφετών; Όχι βέβαια. Περιμένω ο Πρωθυπουργός να επανέλθει με σχετική διευκρίνηση.
Συνεπώς ως προς το συγκεκριμένο και ομολογημένο συμβάν οφείλουν να κινηθούν αμέσως τα αρμόδια όργανα της ποινικής δικαιοσύνης που δεν έχουν να περιμένουν καμία κοινοβουλευτική διαδικασία ως προς την ποινική ευθύνη προσώπων που δεν εμπίπτουν στο άρθρο 86 Συντ.
Προφανώς πρέπει αμέσως να κινηθεί και να ασκηθεί ουσιαστικά και ο κοινοβουλευτικός έλεγχος με πρώτο βήμα τη συγκρότηση εξεταστικής επιτροπής ή με τη μετατροπή της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας σε εξεταστική επιτροπή. Όχι μόνο για τη συγκεκριμένη υπόθεση αλλά και για όλο το ζήτημα της λειτουργίας της ΕΥΠ και συναφών υπηρεσιών, με έμφαση στο απόρρητο των επικοινωνιών. Ο κοινοβουλευτικός έλεγχος των υπηρεσιών αυτών είναι διεθνώς σοβαρή θεσμική εγγύηση. Είναι προφανές ότι η πρόβλεψη του Κανονισμού της Βουλής για τον ρόλο της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας σε σχέση με την ΕΥΠ δεν λειτουργεί αποτελεσματικά και αποτρεπτικά. Απαιτείται άμεση συμπλήρωση και του νόμου και του Κανονισμού της Βουλής. Οι χώρες χρειάζονται τις καλύτερες δυνατές και τις πιο αποτελεσματικές υπηρεσίες πληροφοριών, όχι όμως με έκπτωση των εγγυήσεων της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου.
Η πολιτική ευθύνη κρίνεται εντέλει εκλογικά. Το ζητούμενο για τους πολίτες πιστεύω και ελπίζω ότι είναι μια Κυβέρνηση ικανή να ανταποκριθεί στις μεγάλες προκλήσεις της συγκυρίας, προκλήσεις διεθνοπολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές, πρώτη από τις οποίες είναι όμως η ποιότητα και η ανθεκτικότητα της φιλελεύθερης δημοκρατίας.