Τι είναι όντως η Ποίηση; Του Σπύρου Άνδρεϊτς
Επίμονα κι ενάντια στις κακοφωνίες των αυτάρεσκων, αυτοθαυμαζόμενων και ναρκισσευόμενων ποιητικών σκιτζήδων της εντόπιας δηθενιάς και επιτήδευσης, χωρίς αυτόν τον αναντικατάστατο κι εν πολλοίς έμφυτο ρυθμιστή, οι ήχοι της «ποιήσεως» από παλμοί ζωής φτάνουν στη συνείδησή μας κακόμουσοι και παράχορδοι σαν κρότοι κάρων που ξεφορτώνουν μπάζα.
Η ποίηση είναι η πιο ευέλικτη και ευρέως εκτεταμένη από τις λογοτεχνικές μορφές, η οποία απεικονίζει πράγματα που δεν μπορεί να γεννήσει η πεζογραφία. Είναι μια τέχνη υπερβατικού φανερώματος μέσω της αισθητικής των λέξεων, μια πράξη ανακάλυψης συγκινησιακής και ταυτόχρονα νοηματικής, που εξερευνά εις βάθος τη φύση και τη γεωγραφία της ανθρώπινης κατάστασης.
Η ποίηση, ωστόσο, που πράγματι αγγίζει, συγκινεί και εξιλεώνει διαχρονικά το δράμα της ανθρώπινης κατάστασης είναι το ισόρροπο γινόμενο των συναισθησιακά απτών ήχων (δηλαδή του ρυθμού + των μετρικών ακολουθιών + των μελωδικών σχημάτων + των αρμονικών συνηχήσεων) επί τα σημαινόμενα βάθη (των αξιών + των μνημονικών και φαντασιακών εικόνων + των ιδεών + των ηθικών παρορμήσεων).
Οι λέξεις για τους ποιητές αντιπροσωπεύουν νοηματικούς αστερισμούς γεμάτους από συναισθηματικές υποδηλώσεις, μοναδικές λεκτικές συνάψεις, λεπτούς συσχετισμούς, υπονοούμενα, ετυμολογίες και ιστορίες, νοερές εικόνες, ρυθμό και μουσικότητα. Από αυτές τις ιδιότητες, χτίζεται η ποίηση, μέσα από έναν συνεχόμενο διάλογο μεταξύ του ποιητή και του ποιήματος.
Ένα ποίημα διακρίνεται από το συναίσθημα που το υπαγορεύει και από την ευαισθησία που επικοινωνεί, από την οικονομία και την αντήχηση της γλώσσας του και από τη φαντασιακή δύναμη που ενσωματώνει, εντείνει και ενισχύει την εμπειρία. Το διανοητικό στοιχείο πρέπει απαραιτήτως να συγχωνεύεται με την αισθητηριακή απογείωση.
Η ποίηση είναι ακόμα το καλαισθητικό εργαστήριο της γλώσσας, όπου μπορούν να εξερευνηθούν πράγματα που ξεφεύγουν από την πεζογραφία. Η πρωτοτυπία δεν σημαίνει καινοτομία, αλλά ότι τα μέσα με τα οποία η εμπειρία παρουσιάζεται επενδύονται με τον πιο χαρακτηριστικό και δηλωτικό τρόπο. Η προσωπικότητα, η αυθεντικότητα και η πρωτοτυπία αλληλοσυνδέονται. Ακόμα και το πιο εμπνευσμένο ποίημα πρέπει να έχει κάποια μορφή και σκοπό, αποσκοπώντας να διαφωτίσει, να ευχαριστήσει και να αναδεύσει την καρδιά του αναγνώστη.
Η εικόνα βρίσκεται στην καρδιά ενός ποιήματος, δημιουργώντας έναν κόσμο που είναι πραγματικός και ολοζώντανος. Τα ποιήματα μας ευχαριστούν γιατί ξυπνούν τις επιθυμίες μας και τις προσδοκίες μας, και τελικά ολοκληρώνονται μόνο όταν η δομή είναι συνεκτική, πλήρης και σταθερή. Οι τυπικές και θεματικές δομές αλληλεπιδρούν για να προκαλέσουν την ώριμη σύνθεση του νοήματος και της καλαίσθητης μορφής.
Το σημείο εκκίνησης της κριτικής υποδοχής ενός ποιήματος είναι η ανάλυση της ανταπόκρισης του αναγνώστη ή του ακροατή, προϋποθέτοντας έναν άμεσο αντίκτυπο. Η ακινησία στο αίμα που δημιουργεί ένας καλός στίχος ποίησης, η έξαρση, η παραισθητική δύναμη, το σφίξιμο στο στομάχι καθώς οι λέξεις αναγκάζουν την προσοχή—αυτά είναι τα χαρακτηριστικά της αληθινής ποίησης. Τα ποιήματα πρέπει να επικοινωνούν, αποστάζοντας την ουσία του ποιητικού κειμένου, βρίσκοντας το κέντρο βάρους τους.
Η αυτοέκφραση, η εξερεύνηση και η ανακάλυψη είναι απαραίτητες. Ορισμένες λέξεις και ρυθμοί αναδύονται φυσικά όταν μιλάμε από την καρδιά. Ο άνθρωπος χρειάζεται συνοχή και συνέπεια, και οι τέχνες παρέχουν νόημα, σημασία και σκοπό. Η γλώσσα είναι αναπόφευκτα μεταφορική, και η ποίηση γνωρίζει τις παρελθούσες χρήσεις των λέξεων, τις λανθάνουσες ιδιότητές τους, τις φιλοδοξίες, αλλά και τις απάτες και τις διαφθορές τους. Καταγράφει τη μείζονα αλήθεια, κάνοντάς μας να δούμε τον εαυτό μας και τον κόσμο με μεγαλύτερο βάθος και σαφήνεια. Ένα ποίημα διακρίνεται από το συναίσθημα που το υποκινεί και αυτό το οποίο κατορθώνει να επικοινωνεί, από την οικονομία και τον συντονισμό της γλώσσας του και από την ευφάνταστη ισχύ που ενσωματώνει, εντείνει και αναδεικνύει την κάθε ξεχωριστή εμπειρία. Το διανοητικό πρέπει να συνδυάζεται πάντοτε με την αισθησιακή σημασία.
Πάει να πει ότι μόνο η περίπλοκη σύνθεση των διανοητικών και αισθητικών στοιχείων στην ποίηση δημιουργεί την εξαιρετική συγχώνευση νοήματος και ηχητικής ομορφιάς. Γι αυτό, η σιωπηλή ανάγνωση ενός ποιήματος το στερεί από την φωνητική του ψυχή, μετατρέποντάς το σε ένα άψυχο κείμενο. Η προφορική απόδοση δίνει ζωή στους στίχους, επιτρέποντάς τους να πάλλονται με ρυθμό και συναίσθημα, πλαστουργώντας έναν άνεμο ψυχοδιανοητικής αναζωογόνησης.
Οι διανοητικές διαστάσεις ενός ποιήματος συγχωνεύονται με τα αισθητικά του χαρακτηριστικά για να αιχμαλωτίσουν πλήρως τον αναγνώστη. Η απλή εγκεφαλική κατανόηση δεν αρκεί για να κατανοηθεί το βάθος ενός ποιήματος· πρέπει να το νιώσουμε επίσης. Η καρδιά του αναγνώστη πρέπει να συγκινείται όσο και το μυαλό του — μια ευαίσθητη ισορροπία που επιτυγχάνεται μόνο με την άξια ποίηση. Ο τόνος, η έμφαση και ο ρυθμός που συνοδεύουν την εκφορά των στίχων αποκαλύπτουν επίπεδα νοήματος που παραμένουν κρυμμένα όταν οι λέξεις διαβάζονται σιωπηλά. Έτσι, η ποίηση απαιτεί ερμηνεία· πρέπει να ακουστεί.
Η έννοια ότι η ποίηση πρέπει να διαβάζεται φωναχτά αναγνωρίζει τις ρίζες της στην διαιώνια προφορική παράδοση. Πριν κλειστεί στα βιβλία και τα περιοδικά, η ποίηση άνθισε κατ’ εξοχήν μέσω του προφορικού λόγου, ως μορφή κοινοτικής τραγουδιστικής τέχνης. Οι πρώιμοι επικοί στίχοι και ωδές απαγγέλονταν σε δημόσιους χώρους, σχεδιασμένοι να ανταλλάσσονται και να απορροφώνται συλλογικά από τους ακροατές. Αυτή η προφορική παράδοση δεν είναι απλώς μία ιστορική υπόμνηση· αντίθετα, παραμένει κεντρική για την αυθεντική εμπειρία της ποίησης. Η πραγματική δύναμη ενός ποιήματος αποκαλύπτεται όταν οι ηχητικές του διαστάσεις συμπληρώνουν την σημασιολογική του ουσία, σμίγοντας τόσο το μυαλό όσο και τις αισθήσεις σε μια εκλεπτυσμένη ένωση.
Η ακουστική φύση της ποίησης είναι εκεί που εδρεύει η βαθιά, εσωτερική μουσική της. Αυτή η μουσικότητα δεν είναι μια τυχαία μελωδία αλλά μια αρμονία ιδεών και συναισθημάτων, οργανωμένη μέσω της προσεκτικής επιλογής των λέξεων. Αυτή η ηχητική ποιότητα διαφοροποιεί την ποίηση από την πεζογραφία, απαιτώντας την ενεργοποίηση της ακοής μας για πλήρη κατανόηση και απόλαυση. Οι ποιητές επιλέγουν τις λέξεις τους όχι μόνο για το νόημά τους αλλά και για τον ήχο τους, εξασφαλίζοντας ότι κάθε στίχος αντηχεί με εκφραστικά συναισθήματα και ρυθμό. Αυτή η πλούσια ακουστική διάσταση ενισχύει την πνευματική επίδραση του ποιήματος, μετατρέποντάς το σε μια εμπειρία που είναι συνάμα πνευματική και συναισθηματική.
Επιπλέον, η έμφαση στην προφορική εκτέλεση επισημαίνει τη συλλογική διάσταση της ποίησης. Μπορεί να προκαλέσει μια κοινή εμπειρία, συνδέοντας τα άτομα μέσω των πανανθρώπινων συναισθημάτων και θεμάτων που εξερευνά. Η απαγγελία ενός ποιήματος ενισχύει την αίσθηση ενότητας, καθώς οι ακροατές συμμετέχουν συλλογικά στην ρυθμική και θεματική του ομορφιά. Μέσω του προφορικού λόγου, το ποίημα δεν είναι πλέον μόνο προσωπικό, αλλά και δημόσιο, υπερβαίνοντας τους περιορισμούς της ψόφιας σελίδας.
Συμπερασματικά, η πραγματικά μεγάλη ποίηση ξεπερνά τη γραπτή λέξη μέσω της αλληλεπίδρασης της σκέψης και της μουσικής, της ηχητικής αίσθησης. Δεν μπορεί να περιοριστεί στην σιωπηλή ανάγνωση, καθώς αυτό ακυρώνει τη δύναμη και τη βαρύτητά της. Για να κατανοήσουμε πλήρως και να εκτιμήσουμε την ποίηση, πρέπει να επιστρέψουμε στις ρίζες της ως προφορικής τέχνης. Απαγγέλλοντας ένα ποίημα, τιμούμε την κληρονομιά του και αποκαλύπτουμε το βάθος του νοήματός του. Επομένως, η ποίηση πρέπει να εξωτερικεύεται μεγαλοφώνως, καθώς μόνο τότε μπορούμε να κατανοήσουμε την αλληλεπίδραση της σκέψης και της ρυθμικής ευαισθησίας που συνιστούν το πνεύμα της.
Άλλωστε, χωρίς την αναντικατάστατη μοναδικότητα της ποιητικής σύνθεσης ως ταυτόχρονης και αξεχώριστης φωνητικής μελωδίας και νοηματικής αρμονίας, θα υπήρχαν άπειρες και απολύτως εφάμιλλες εκδοχές του κάθε ποιήματος με αναρίθμητες συνωνυμικές μόνο παραφράσεις των λεξικών μονάδων που το απαρτίζουν.
Μ’ άλλα λόγια, χωρίς γλωσσική αρμονία, ποιητική πρώτ΄απ’ όλα, αλλά κι ευρύτερα λογοτεχνική φωνή δεν νοείται. Και τούτη θέλει εξάπαντος κι εξαρχής αφτί ποιητικού μελωδού. Επίμονα κι ενάντια στις κακοφωνίες των αυτάρεσκων, αυτοθαυμαζόμενων και ναρκισσευόμενων ποιητικών σκιτζήδων της εντόπιας δηθενιάς και επιτήδευσης, χωρίς αυτόν τον αναντικατάστατο κι εν πολλοίς έμφυτο ρυθμιστή, οι ήχοι της «ποιήσεως» από παλμοί ζωής φτάνουν στη συνείδησή μας κακόμουσοι και παράχορδοι σαν κρότοι κάρων που ξεφορτώνουν μπάζα.
Σπύρος Άνδρεϊτς
https://www.amazon.com/stores/Spyros%20Andreits/author/B0CD2LHNRT