Ορέστης Αλεξάκης: Ο Τελευταίος Σολωμικός Κρίκος Στην Αλυσίδα Της Ποιητικής Μελωδίας Η Αρμονία ως Ύψιστη Ποιητική Ιδιότητα Του Σπύρου Άνδρεϊτς
Περίληψη
Το παρόν δοκίμιο εξετάζει τη αξιοσημείωτη ποιητική και πνευματική συγγένεια ανάμεσα στον Ορέστη Αλεξάκη και τον Διονύσιο Σολωμό. Ο Αλεξάκης, μακριά από την απλή μίμηση, μετατρέπει την Σολωμικής υφής έμπνευση σε συνειδητή ποιητική πράξη, προβάλλοντας την αρμονία ως ύψιστο ποιητικό ήθος. Στο έργο του, η μουσικότητα του λόγου και το βάθος του νοήματος συντήκονται, αναδεικνύοντας τη συνέχιση της σολωμικής παράδοσης στο σύγχρονο ποιητικό γίγνεσθαι.
Η Σολωμική Αφετηρία
Ως συστηματικός αναγνώστης του έργου του Ορέστη Αλεξάκη, ένιωσα απαρχής τη μυστική, σχεδόν μεταφυσική συγγένεια που συνδέει τον ποιητή αυτόν με τον γενάρχη της νεοελληνικής ποιήσεως, Διονύσιο Σολωμό. Δεν πρόκειται για επιφανειακή επίδραση ή μίμηση, αλλά για εσωτερική πνευματική συνέχεια. Ο Σολωμός ενσάρκωσε με μεγαλοφυή εσωτερική αναζήτηση και πνευματική ενόραση ό,τι ο Αλεξάκης επανεπιβεβαίωσε με εξελικτικό στοχασμό: ότι η ποίηση είναι η αρμονική συνένωση ήχου και νοήματος, ρυθμού και συνείδησης.
Ο Σολωμός, όπως γνωρίζουμε, διέπρεψε στην αριστοτεχνική χρήση του ρυθμού και της μουσικότητας της δημοτικής γλώσσας. Στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» η γλώσσα του αναπνέει με τον παλμό του λαού, ενώ στον «Ύμνον εις την Ελευθερίαν» η μουσική του στίχου γίνεται ύμνος του έθνους. Ο λυρισμός του δεν είναι διακοσμητικός αλλά ηθικός και φιλοσοφικός· επιδιώκει την ενότητα μορφής και ουσίας, αισθήματος και ιδέας. Η ποίηση, κατά τον Σολωμό, είναι ταυτόχρονα μεταρσιωτική μουσική και φωτισμός της συνείδησης.
Η Ποιητική Γονιμότητα του Αλεξάκη- Ο Διττός Ορισμός της Ποιητικής Αξίας
Ο Αλεξάκης έρχεται να συνεχίσει αυτή τη σολωμική αρχή, όχι ως απλός υμνητής της, αλλά ως σύγχρονος υπερασπιστής της. Μέσα από τη δημιουργική του πράξη, διατυπώνεται ένας διττός ορισμός της ποιητικής αξίας, που μπορεί να συνοψιστεί ως εξής:
- Η Υποταγή στους «Συναισθησιακά Απτούς Ήχους»
Η πρώτη αρχή αφορά τον ήχο — τη ρυθμική και μελωδική συγκρότηση του λόγου, που αντανακλά τις έρρυθμες λειτουργίες της καρδιάς και της αναπνοής. Ο ποιητής πρέπει να «υποτάσσεται» στους ήχους που γεννά η ίδια η ζωή.
Στον Σολωμό, αυτή η αίσθηση προκύπτει από τη δημοτική λαλιά και το τραγούδι του λαού. Στον Αλεξάκη, μετασχηματίζεται σε συγκινησιακή εμπειρία. Η ποίησή του δεν περιγράφει· πάλλεται. Κάθε στίχος του έχει τη δόνηση ενός καρδιακού σφυγμού, κάθε λέξη είναι ρυθμός, κάθε παύση αναπνοή. Ο λόγος του δεν είναι θεωρητικός αλλά βιωματική φωνή — ένας τρόπος ύπαρξης. Ο ήχος δεν στολίζει το νόημα· το γεννά.
Έτσι, ο Αλεξάκης αποδεικνύει ότι η μουσικότητα είναι η γέφυρα ανάμεσα στο άρρητο και το εκπεφρασμένο, ανάμεσα στην εσωτερική εμπειρία και τη λεκτική της μορφή. Η ποίησή του τραγουδά χωρίς να κραυγάζει, μιλά χωρίς να εξηγεί· απλώς υπάρχει, όπως υφίσταται και ο φυσικός παλμός της ζωής.
- Η Αρμονική Σύζευξη με τα «Σημαινόμενα Βάθη»
Η δεύτερη αρχή αφορά τη σύνδεση του ήχου με τα βαθύτερα νοήματα, τις αξίες και τις ηθικές παρορμήσεις του ανθρώπου. Ο Αλεξάκης επιτυγχάνει αυτήν την αρμονική συζυγία μέσα από την υπαρξιακή του ειλικρίνεια.
Η ποίησή του δεν ασχολείται με επιφάνειες· εισχωρεί στο άχρονο, αγγίζει τον πυκνό πυρήνα της ανθρώπινης εμπειρίας: τη μνήμη, την απώλεια, τον φόβο, τη νοσταλγία, τη φθορά. Ο αγώνας του δεν γίνεται για την ετικέτα μιας προσχηματικής ιδεολογίας που πλανερά εφησυχάζει εαυτόν και αλλήλους, αλλά είναι βαθύτατα οντολογικός — αγώνας για λίγο φως μέσα στο σκοτάδι της ύπαρξης. Στον κόσμο του Αλεξάκη, ο θάνατος δεν είναι απλά το τέλος αλλά η αναδρομική αφετηρία της αποκάλυψης του ολικού και συνεκτικού πλέον νοήματος. Ο θάνατος είναι ζωτικής σημασίας για την έννοια της ζωής, επειδή παρέχει ένα πεπερασμένο όριο. Είναι όμως aυτή η οριστικότητα (το τέλος) που επιβάλλει τις κρίσιμες επιλογές μας, και η αναγκαιότητα λήψης αυτών των επιλογών είναι αυτό που τελικά προσδίδει νόημα στη ζωή. Όπως και στον Σολωμό, η φθορά γίνεται δοκιμασία της ψυχής, μέσο καθαρμού και εσωτερικής ανάτασης. Γι αυτήν την ανάταση, όμως, είναι αναγκαία η σολωμική αρχή της ποίησης ως ταυτόχρονης μουσικής και νοηματικής αρμονίας· ο μελωδικός ήχος και το βάθος του νοήματος σμίγουν, δεν διαχωρίζονται.
Η Δικαίωση της Σολωμικής Επιλογής
Ο Αλεξάκης, με την καθαρότητα της ποιητικής του φωνής, δικαιώνει τη σολωμική επιλογή απέναντι στην κενή ρητορεία. Πρεσβεύει την ποίηση ως καθαρή συγκίνηση, ως αλήθεια που αγγίζει το ανθρώπινο βάθος. Με άλλα λόγια, ποιήματα που δεν τρέφονται ολότελα από τις φυσικά, ψυχικά και πνευματικά βιωμένες και απολύτως συγκεκριμένες σκληρές αλήθειες της ολοζώντανης ύπαρξης, δεν είναι τίποτες άλλο από παραφουσκωμένες γενικευτικές μπουρμπουλήθρες. Και πολλαπλασιάζονται τόσο συχνότερα στις μέρες μας όσο μεγαλύτερος είναι ο ασφυχτικός ετεροκαθορισμός, ο πανικός της «λογοτεχνικής» ανομοιότητας με την προσώρας κυρίαρχη τάση, ο τρόμος της μη ομοίωσης με τις κρατούσες πλαδαρές αντιλήψεις του σιναφιού, τουτέστιν η μοναξιά της ανεπανάληπτα προσωπικής φωνής.
Γι’ αυτό, η ζωντανή ποίηση —σε αντίθεση με την άψυχη ή τη ανούσια— αναγνωρίζει ότι η αξία ενός ποιήματος έγκειται στην αρμονική και αδιάσπαστη συγχώνευση των έναρθρων ήχων με τα σημαινόμενά (το περιεχόμενό) τους. Ο Γέιτς (Yeats) πρέσβευε ότι η ποιητική συγκίνηση δεν υφίσταται καν, αν δεν καταστεί αισθητή, σωματικά αντιληπτή και ενεργή — βρίσκοντας δηλαδή την αλάθητη έκφρασή της μέσα από το ιδιαίτερο χρώμα, τον ιδιαίτερο ήχο και την ιδιαίτερη μορφή της.
Η ποίηση που όντως αγγίζει, συγκινεί και εξιλεώνει διαχρονικά το δράμα της ανθρώπινης κατάστασης είναι το ισόρροπο γινόμενο των συναισθησιακά απτών ήχων (δηλαδή του ρυθμού + των μετρικών ακολουθιών + των μελωδικών σχημάτων + των αρμονικών συνηχήσεων) επί τα σημαινόμενα βάθη (των αξιών + των μνημονικών και φαντασιακών εικόνων + των ιδεών + των ηθικών παρορμήσεων).
Οι συναισθησιακά απτοί ήχοι, έχοντας υλική υπόσταση, αντιλαλούν σωματικά όχι μόνο τις έρρυθμες λειτουργίες της καρδιάς και της φυσικής μας ανάσας, αλλά διεγείρουν συνδετικά τις πρωταρχικές αισθήσεις της οργανικής μας ζωής.
Και αυτό, ιδιαίτερα στην ποίηση, δεν εξασφαλίζεται με πομπώδεις λογιοτατισμούς! Ούτε υφαίνεται με αναμείξεις στους αργαλειούς των έντυπων και ηλεκτρονικών λεξικών… Κατακτάται με την πλήρη και σεμνή υποταγή στην αξεπέραστη ζωντάνια της αυθεντικής προφορικής λαλιάς.
Ενώ τα σημαινόμενα βάθη δεν είναι κάποιοι αφηρημένοι και αιωρούμενοι στοχασμοί, αλλά το σύνολο των μύχιων συναισθήσεων, των πνευματικών εκλάμψεων και των ουσιωδών βιωματικών συλλήψεων – τα οποία, όταν μεταγγίζονται, φωτίζουν διερμηνευτικά τις συνειδήσεις που αγρυπνούν.
Όταν απουσιάζει ή χωλαίνει το ένα από τα δύο αυτά θεμελιώδη σύνολα και ιδίως το πρώτο, που αποτελεί τον καμβά και την ηχώ του νευρικού μας συστήματος, χάνεται αμέσως η ικανότητα της μαγικής ανάκλησης των συναισθημάτων που γεννιούνται από την εύηχη ακολουθία των φθόγγων. Τότε η ποίηση καταντά αδιάβατη δυσλαλία και άγαρμπη δυσαρμονία και το μόνο που πιθανόν πια της μένει είναι η επίδειξη ρητορικών περικοκλάδων ή ηχηρών ψευτοδιλημμάτων που εκφέρονται με σμπάρους και βολές εναντίον αντίθετων «ιδεολογιών». Η ρητορική όμως, και μάλιστα η ποιητική ρητορική, αυτή που κάνει επίδειξη παπαγαλισμένης πολυμάθειας με «σοφές» παραπομπές και «περίφημα» αλλότρια αποσπάσματα, ουδεμία έχει σχέση με την αισθητική βίωση, αφού είναι αιωνίως θεραπαινίδα της «πνευματικής» εξουσιομανίας και του αυτάρεσκου στόμφου που τη συντροφεύει.
Άλλωστε, και κατά κύριο λόγο, χωρίς την αναντικατάστατη μοναδικότητα της ενιαίας ποιητικής σύνθεσης ως ταυτόχρονης και αξεχώριστης φωνητικής μελωδίας και νοηματικής αρμονίας, θα υπήρχαν αναρίθμητα άπειρες και απολύτως ισότιμες και ισάξιες εκδοχές του κάθε ποιήματος, απλά και μόνο, με συνωνυμικές παραφράσεις των λεξικών μονάδων που το απαρτίζουν.
Όθεν, ο ποιητικός λόγος πρέπει πρωτίστως να έχει σωματική ανάσα και ρυθμικό σφυγμό, να είναι κάτι που το αισθάνεσαι, όχι απλώς κι αφηρημένα να το νοείς. Αυτή είναι και η ουσία της άξιας ελληνικής ποιητικής παράδοσης: η ποίηση ως αξεχώριστο σύντηγμα του νοητού και του αισθητού.
Ο «Ανάκουστος Κιλαηδισμός» και η Μυστική Αρμονία
Μία από τις πολλές υποδειγματικές κορυφώσεις αυτής της αρμονικής σύλληψης βρίσκεται στο έργο του Αλεξάκη «Το Άλμπουμ των Αποκομμάτων», όπου η σιωπή και ο ήχος, η απουσία και η μνήμη, αλληλοφωτίζονται. Εκεί, η ποίηση γίνεται πράξη λύτρωσης, μια ανάμνηση που τραγουδά τον εαυτό της.
«Κι ενώ καλά κρυμμένος στο κρησφύγετό μου
περίλυπος σας παρακολουθώ
προβάλλοντας στον φωτεινό σας κύκλο
το κατασκευασμένο ομοίωμά μου
-δήθεν πως συμμετέχω στο παιγνίδι-
ταυτόχρονα μακράν του συρφετού
τα παιδικά μου σύνεργα ανασύρω
και δραπετεύω σε βαθιές κοιλάδες
Στο θάλπος και το φως μιας εποχής
αιώνιου γλυκασμού και ανθοφορίας»
Οι στίχοι αυτοί αποκαλύπτουν τον ποιητή ως μύστη της εσωτερικής ακρόασης, εκείνον που άκουσε τη σιωπή του κόσμου και την μετέτρεψε σε μελωδική ποίηση. Ο Αλεξάκης φέρει μέσα του τον «ανάκουστο κιλαηδισμό» του σολωμικού μέλους — τον ήχο που δεν ωρύεται αλλά αισθητοποιείται στην ψυχή. Είναι ο ποιητής της μετάβασης, ο κρίκος που συνδέει το παλαιό όραμα με τη σύγχρονη υπαρξιακή ευαισθησία.
Επίλογος: Η Ποίηση ως Αναζήτηση του Μελωδικού Νοήματος
Ο Ορέστης Αλεξάκης αναδεικνύεται ως ο νεότερος κρίκος στην αλυσίδα του σολωμικού ήθους, εκείνου που ταυτίζει το ωραίο με το αληθινό, τη μορφή με την ψυχή. Στο έργο του βλέπουμε την αγωνία του ανθρώπου να δώσει μουσική στο άρρητο, να σταθεί «αράγιστος μπροστά στο φοβερό ναυάγιο των ονείρων».
Η ποίησή του είναι μια ανοιχτή λαβωματιά που τραγουδά, μια μαρτυρία ότι ο άνθρωπος εξακολουθεί μέχρι τελευταίας πνοής να αναζητά την ποιητική εμμέλεια. Ο ήχος από το χτύπημα στο ρόπτρο, ακόμη κι αν δεν υπάρχει θύρα, εξακολουθεί να αντηχεί — σαν απόδειξη πως η αληθινή ποίηση, όπως και η καθαρή ψυχή, δεν παύει ποτέ να γυρεύει την ψυχοσωματική ευφορία της μουσικότητας, της μελωδικότητας και της πνευματικής αρμονίας.

