Μια Παρτίδα Ζωής. Γράφει ο Γιάννης Ρεβύθης.
Τον θυμάμαι από τότε που ήμουν μικρό παιδί. Πρέπει να ‘χουν περάσει κοντά πενήντα και πλέον χρόνια….Εκεί, στην κάτω πλατεία, στα μαρμάρινα τραπεζάκια, κάτω από τα βόλτα στο γνωστό σκακιστικό στέκι. Καθόταν σχεδόν πάντα στο ίδιο σημείο. Όρθιος με σταυρωμένα τα χέρια, η σκυμμένος πάνω από την σκακιέρα.
Τότε, εγώ ήμουν μικρός ακόμα, μόλις ειχα αρχίσει να μαθαίνω σκάκι. Φοβόμουν ακόμα και να ρωτήσω να με παίξουν κι εμένα μια παρτίδα σκάκι.
Ο κυρ Σπύρος ήταν από τους λίγους που όταν τον πλησίαζα διστακτικά, με κοίταζε με χαμόγελο. Δεν με ρώτησε ποτέ πόσο καλός ήμουν για να με παίξει. Μου έκανε χώρο και απλώς μου έδειχνε την επόμενη κίνηση.
Πέρασαν τα χρόνια.
Στα χρόνια της μεταπολίτευσης κάποια στιγμή, τον είδα σε μια πορεία, με τον Ριζοσπάστη στο χέρι. Και τότε κατάλαβα.
Κατάλαβα γιατί στα σκοτεινά χρόνια της χούντας ήταν σχεδόν απομονωμένος. Ήταν όμως από εκείνους που δεν λύγισαν. Πάντα ήσυχος ήρεμος μα σταθερός. Σαν πιόνι που δεν υποχωρεί, που δεν γυρνά ποτέ πίσω, όσο κι αν το απειλούν. Κινείται πάντα μπροστά μέχρι που θα προαχθεί σε Βασίλισσα.
Χθες τον είδα ξανά μετά απο πολλά χρόνια. Μικρός πια στο σώμα, σκυμμένος, αλλά ίδιος στο βλέμμα και το χαμόγελο.
Έπαιζε ξανά σκάκι, αλλα τώρα έπαιζε με ένα μικρό κοριτσάκι, μάλλον θα ήταν η εγγονή του σκέφτηκα. Η μικρή σκακιέρα ήταν στερεωμένη σε άδεια κιβώτια και στις δύο πλευρές της σκακιέρας, απέναντι ο ηλικιωμένος κυριος με το μικρό κοριτσάκι.
Ήταν μια εικόνα τόσο τρυφερή που δεν άντεξα.
Σταμάτησα τους χαιρέτησα και ευχήθηκα στον κυρ Σπύρο να είναι καλά για να παίζει πολλά χρόνια ακόμα σκάκι.
Πόσες μνήμες γύρισαν μέσα μου… σαν να μην πέρασε ούτε μέρα.
Μερικοί άνθρωποι βλέπετε, κουβαλούν την ιστορία χωρίς να λένε λέξη.
Απλώς συνεχίζουν να παίζουν, να διδάσκουν, να δίνουν να προσφερουν. Και να μένουν ηρεμοι και σταθεροί, όσο κι αν αλλάζουν όλα γύρω τους.
Ήρεμοι και σταθεροί όπως ο κυρ Σπύρος στα χρόνια της χούντας όταν έπαιζε σκάκι.