ΕΙΔΗΣΕΙΣΚΕΡΚΥΡΑΜΟΝΙΜΕΣ ΣΤΗΛΕΣ- ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ

Λίγες σκέψεις μετά την συζήτηση στη Βουλή για τα Τέμπη του Γιάννη Ρεβύθη

Στην εποχή διαδικτύου,του FB, του Instagram του Τik Tok και του X, στην εποχη που ο πολίτης καθημερινά βομβαρδίζεται με υπερβολική ποσότητα ειδήσεων και πληροφοριών, υπάρχει ο κίνδυνος ολα αυτά να τον οδηγήσουν σε σύγχυση. Και είναι λογικό αυτή η υπερβολική ποσότητα των δεδομένων που δέχεται, να καθιστά δύσκολη τη διάκριση μεταξύ τής αλήθειας και τού ψεύδους.
Αυτή η υπερπληροφόρηση που δεχεται ο καθε πολίτης, δημιουργεί το γόνιμο έδαφος για παραπληροφόρηση, είτε σκόπιμη είτε ακούσια. Και οι άνθρωποι μέσα στον ορυμαγδό των ειδήσεων που δέχονται καθημερινά, συχνά επιλέγουν ή αναπαράγουν τις πληροφορίες που δέχονται χωρίς προηγουμένως να τις διασταυρώνουν να τις επαληθεύουν.

Σε αντίθεση με την υπερπληροφόρηση που οδηγεί στην παραπληροφόρηση, η μη πληροφόρηση μπορεί να σημαίνει άγνοια, αλλά τουλάχιστον δεν δημιουργεί την ψευδαίσθηση της γνώσης. Κάποιες φορές μάλιστα, το να έχει κανείς λίγες αλλά αξιόπιστες πληροφορίες είναι προτιμότερο από το να έχει υπερβολικά πολλές, εκ των οποίων οι περισσότερες είναι αναξιόπιστες.

Συμβαινει και κατι άλλο. Δεν λένε ψέματα αλλά μεγεθύνουν την αλήθεια ή μικραίνουν το ψέμα. Γιατί η παραπληροφόρηση δεν βασίζεται πάντα σε καθαρά ψέματα. Συνήθως χρησιμοποιεί αληθινά γεγονότα, αλλά τα παρουσιάζει με τέτοιον τρόπο ώστε να αλλοιώνει την πραγματικότητα. Αρκεί μια μικρή λεπτομέρεια και παρουσιάζεται ως τεράστια, δημιουργώντας εντυπώσεις που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματική σημασία του γεγονότος. Αντιθέτως ένα ψέμα διατυπώνεται με τρόπο που να φαίνεται σαν μια απλή ανακρίβεια ή κάτι ασήμαντο, αποφεύγοντας έτσι την άμεση απόρριψή του.

Στηρίζουν επίσης πολλά στην συναισθηματική φόρτιση, γιατί γνωρίζουν ότι η ψήφος δίνεται με το συναίσθημα και οχι με τη λογική. Χρησιμοποιούν έντονες λέξεις ή εικόνες για να επηρεάσουν το κοινό χωρίς να του επιτρέψουν να σκεφτεί ψύχραιμα και ορθολογικά.

Το αποτέλεσμα το ξερετε. Οι άνθρωποι εχουν την ψευδαίσθηση, νομίζουν πως γνωρίζουν την αλήθεια, αλλά στην πραγματικότητα έχουν μια διαστρεβλωμένη εκδοχή της.

Αυτές τις μέρες στη Βουλή ζήσαμε τέτοιες σκηνές.
Είδαμε τα κόμματα ιδιαίτερα της αντιπολίτευσης αλλα και εκπροσώπους της κυβέρνησης να ακολουθούν την τακτική της παραπληροφόρησης.

Την παραπληροφόρηση με την έννοια της επιλεκτικής παρουσίασης της αλήθειας, της μεγέθυνσης ή της σμίκρυνσης των γεγονότων οπως π.χ της υπόθεσης της τραγωδίας των Τέμπών.
Ακούσαμε για βαγόνια που εξαφανίστηκαν, για τόνους ξυλολίου που μετέφερε το τρένο, μέχρι και για υλικά πολέμου που μεταφέρονταν στον πόλεμο της Ουκρανίας ακούσαμε.
Αυτή δυστυχώς είναι μια τακτική που δεν περιορίζεται μόνο σε συγκεκριμένα κόμματα ή πρόσωπα. Αγκαλιάζει λίγο η πολύ όλο το πολιτικό φάσμα. Όλα τα πολιτικά στρατόπεδα, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, χρησιμοποιούν τεχνικές επικοινωνίας που εξυπηρετούν τις πολιτικές τους επιδιώξεις.

Οι ομιλητες στη Βουλή ιδιαιτερα της αντιπολίτευσης συχνά καταφεύγουν σε πιο ακραίες ή εντυπωσιακές δηλώσεις για να τραβήξουν την προσοχή των πολιτών και των ΜΜΕ. Αυτό μπορεί να σημαίνει υπερβολική δραματοποίηση γεγονότων, επιλεκτική παρουσίαση στοιχείων ή και αμφισβήτηση των κυρίαρχων αφηγήσεων.
Και η κυβέρνηση όμως, μέσω της διαχείρισης των ΜΜΕ και της επικοινωνιακής πολιτικής της, παρουσιάζει τη δική της εκδοχή της πραγματικότητας, αποσιωπώντας ή ωραιοποιώντας καταστάσεις.

Και ο κόσμος; Αντιλαμβάνεται αυτές τις τακτικές ή πέφτει εύκολα στην παγίδα της επικοινωνιακής διαχείρισης;

Στον κόσμο αρέσει να αυταπατάται.Παράδειγμα τα προηγούμενα χρόνια με τις πλατείες τα λαϊκά δικαστήρια και οσους υποστήριζαν οτι με ένα νόμο κι ένα άρθρο θα άλλαζαν τα πάντα. Ο κόσμος πολλές φορές προτιμά να αυταπατάται, είτε γιατί αυτο του δίνει ελπίδα, είτε γιατί του επιτρέπει να αποφύγει τη δύσκολη πραγματικότητα.
Ο κόσμος τότε ήθελε να πιστέψει σε αυτή τη ρητορική, παρά το γεγονός ότι οι οικονομικές και γεωπολιτικές συνθήκες έδειχναν το αντίθετο. Και όταν η πραγματικότητα διέψευσε τις προσδοκίες, πολλοί δεν παραδέχθηκαν ότι είχαν αυταπατηθεί, αλλά προτίμησαν να ρίξουν την ευθύνη σε εξωτερικούς παράγοντες (Ευρωπαϊκή Ενωση, δανειστές, κατεστημένο).

Αυτό όμως δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο. Σε όλο τον κόσμο, οι λαοί συχνά γοητεύονται από τις εύκολες λύσεις και τους χαρισματικούς ηγέτες που υπόσχονται ριζικές αλλαγές. Τις μεγάλες αλλαγές που απαιτούν χρόνο, ρεαλισμό και πολλές φορές δύσκολες αποφάσεις.

Αναρωτιέμαι συχνά. Αυτό είναι ένα διαχρονικό χαρακτηριστικό της ελληνικής πολιτικής κουλτούρας; Υπάρχει ελπίδα να αλλάξει κάτι ουσιαστικά στο μέλλον; Απαντώ αβίαστα ναι. Αλλα με προϋποθέσεις.

Υπάρχει ελπίδα εφόσον οι πολιτικοι αντιληφθούν ότι πολιτική δεν γινεται χωρίς τις μεγάλες τομές, χωρίς να αναλάβουν το πολιτικό κόστος που τους αναλογεί. Πολιτική χωρίς τομές είναι απλώς διαχείριση, όχι πραγματική ηγεσία. Και όσο οι πολιτικοί φοβούνται το πολιτικό κόστος και αναλώνονται σε κινήσεις που ικανοποιούν προσωρινά την κοινή γνώμη, δεν πρόκειται να δούμε ουσιαστικές αλλαγές. Οι μεγάλες μεταρρυθμίσεις απαιτούν θάρρος, σχέδιο και αντοχή απέναντι στις αντιδράσεις.

Στην Ελλάδα, έχουμε δει πολλές φορές κυβερνήσεις να υπαναχωρούν μπροστά στο φόβο του πολιτικού κόστους. Αυτό συμβαίνει γιατί ο βραχυπρόθεσμος πολιτικός υπολογισμός μπαίνει πάνω από το μακροπρόθεσμο όφελος της χώρας.
Η φράση ότι «κάθε λαός έχει τους ηγέτες που του αξίζουν» περιγράφει με σκληρό αλλά ρεαλιστικό τρόπο τη σχέση κοινωνίας και πολιτικής ηγεσίας. Οι ηγέτες δεν αναδεικνύονται στο κενό αλλά αντικατοπτρίζουν, σε μεγάλο βαθμό, τις προσδοκίες, τις αξίες και τις αδυναμίες της κοινωνίας που τους εκλέγει.

Υπαρχουν και στη χώρα μας σοβαροί πολιτικοί.

Αλλά αυτό δείχνει να είναι μια εξαίρεση στον τρόπο που πολιτεύονται οι πολλοί. Ο σύγχρονος πολιτικός αποτελεί εξαίρεση σε σχέση με τον λαικιστή που πολιτεύεται με τον παραδοσιακό ελληνικό λαϊκισμό.
Ο σύγχρονος πολιτικός θα προσπαθήσει να εφαρμόσει έναν πιο τεχνοκρατικό τρόπο διακυβέρνησης, να πάρει δύσκολες αποφάσεις και να διατηρήσει μια σταθερή ευρωπαϊκή πορεία. Ωστόσο, ακόμα και αυτός αναγκάζεται να λειτουργήσει μέσα στα όρια που θέτει η ελληνική πολιτική πραγματικότητα, όπου το πολιτικό κόστος είναι πάντα ένας καθοριστικός παράγοντας.

Το ερώτημα είναι αν η κοινωνία είναι έτοιμη να στηρίξει έναν ηγέτη που θα προχωρήσει σε ακόμη πιο ριζικές τομές ή αν, με την πρώτη δυσκολία, θα στραφεί πάλι σε πιο λαϊκίστικες επιλογές.
Αυτό είναι ένα αισιόδοξο σενάριο, και έχει βάση. Η συμμετοχή της Ελλάδας στην Ε.Ε. και η ανάγκη να ευθυγραμμιστεί με τις ευρωπαϊκές πολιτικές και οικονομικές απαιτήσεις λειτουργούν ως ένας μηχανισμός πίεσης προς πιο ώριμες και ρεαλιστικές επιλογές.

Το μεγάλο επίσης ερώτημα που τίθετα, είναι αν το εκλογικό σώμα θα συνεχίσει σε αυτήν την κατεύθυνση ή αν υπό την πίεση κρίσεων (οικονομική ύφεση, κοινωνικές ανισότητες, μεταναστευτικό), θα στραφεί ξανά σε πιο ακραίες ή λαϊκιστικές επιλογές. Γιατί, όσο κι αν η Ευρώπη θέτει κανόνες, η τελική επιλογή των ηγετών παραμένει στα χέρια των πολιτών.