ΜΟΝΙΜΕΣ ΣΤΗΛΕΣ- ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ

Η Κοινοτοπία του Καλού. Γράφει ο Κώστας Βέργος.

Ο Αντώνης Μόλχο, Εβραίος Θεσσαλονικιός, ιστορικός που δίδαξε σε πανεπιστήμια του εξωτερικού, ανασύρει μνήμες ενός Εβραιόπουλου στα χρόνια της Κατοχής στην Ελλάδα. Στην ένατη δεκαετία της ζωής του, γράφει την «Κοινοτοπία του Καλού» (Εκδ. Πατάκης, 2022) για να μιλήσει για το σωτήριο καλό. Στην περίπτωσή του το καλό ήταν αυτό που τον έκρυψε, τον τάισε και τελικά τον έσωσε από τις ναζιστικές θηριωδίες.
Ένα από τα επιδραστικότερα βιβλία του 20ου αιώνα είναι η «Κοινοτοπία του Κακού» της Χάνα Άρεντ. Πλήρης τίτλος: «Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ. Αναφορά στην Κοινοτοπία του Κακού.» Ο Άιχμαν, βασικός οργανωτής του Ολοκαυτώματος και της φρικώδους «Τελικής Λύσης», δεν ήταν κερασφόρος δαίμων, κατά την Άρεντ. Ήταν ένας «κανονικός» άνθρωπος, που έκανε «πολύ καλά» την πιο βρώμικη δουλειά που επινόησε ποτέ ανθρώπινος νους. Την διοικητική δουλειά για να μεταφερθούν εκατοντάδες χιλιάδες Εβραίοι στο Άουσβιτς.
Έξι δεκαετίες μετά την «Κοινοτοπία του Κακού», ο Αντώνης Μόλχο στην «Κοινοτοπία του Καλού» καταθέτει τις μνήμες ενός Εβραίου που, ως μικρό Εβραιόπουλο στην Κατοχή, ανάμεσα σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα, βρέθηκε σε κρυψώνες, σπίτια, μοναστήρια, υπόγειες αποθήκες, για να βγει τελικά ζωντανός από αυτή την κόλαση των διωγμών των Εβραίων από τους Γερμανούς κατακτητές. Ποια δύναμη προστάτευσε τον μικρό Αντώνη, όταν σχεδόν όλοι οι συγγενείς και γνωστοί του από την παλιά Εβραϊκή Θεσσαλονίκη αφανίσθηκαν στο Άουσβιτς; Αυτό που μένει από τις παιδικές μνήμες, λέει ο Μόλχο, είναι το σημαντικό γεγονός ότι, μέσα σε εκείνη την πύρινη λαίλαπα, βρέθηκαν απλοί καλοί άνθρωποι, που ο καθένας, με μια μικρή ή μεγαλύτερη πράξη διακινδύνευσης και ανιδιοτελούς προσφοράς, συνέβαλε στο να σωθεί ένα παιδί. Και μαζί, να σωθούν οι ηθικές αξίες της ανθρωπότητας. Σε εκείνη την εποχή που το κακό ήταν περίσσιο παντού.
Η Άρεντ, Εβραία η ίδια, παρακολούθησε την δίκη του Άιχμαν στα Ιεροσόλυμα, το 1961, και έγραψε αυτά που είδε σε ένα βιβλίο, εκδοθέν το 1963. Το βιβλίο έμελλε να αποτελέσει σταθμό στην φιλοσοφική συζήτηση περί του καλού και του κακού. Ο Άιχμαν μπορεί να στέλνει εκατομμύρια Εβραίους στα κρεματόρια των στρατοπέδων συγκέντρωσης, αλλά ό,τι πράττει, το πράττει εφαρμόζοντας τους νόμους και μάλιστα με ιδιαίτερη επιμέλεια. Γίνεται ο ειδικός της εξολόθρευσης των Εβραίων, αλλά όχι από κάποια βαθύτερα συναισθήματα εναντίον τους. Πρόκειται για τον άνθρωπο της διπλανής πόρτας, που τώρα μετέχει σε ένα μεγάλο απάνθρωπο σχέδιο. Δεν αναλογίζεται την ευθύνη που την συγκεκριμένη στιγμή φέρει έναντι των συνανθρώπων του εν γένει. Αυτών των εκατοντάδων χιλιάδων που δεν γνωρίζει, που δεν αντίκρισε ποτέ μπροστά του και που για λογαριασμό τους τώρα αυτός αποφασίζει. Μέσα στο μυαλό αυτού του οργανωτή της γενοκτονίας υπάρχει η σκέψη ή καλύτερα, όπως παρατηρεί η Άρεντ, η μη-σκέψη ενός ναζί. Ρατσιστικά στερεότυπα της ναζιστικής ιδεολογίας, σύμφωνα με τα οποία οι Εβραίοι δεν είναι ακριβώς άνθρωποι, αλλά υπάνθρωποι που σφραγίζονται με αριθμούς στο χέρι.
Το οδοιπορικό εκείνων των χρόνων του Αντώνη Μόλχο μας δείχνει την ακριβώς απέναντι πλευρά του ηθικού μας σύμπαντος: το καλό, το κοινότοπο καλό, που είναι διασκορπισμένο παντού. Το καλό που βρίσκεται εκεί που δεν το περιμένεις. Σε έναν άνθρωπο που συναντάς τυχαία στο τραμ και που, στον έλεγχο που κάνουν οι Γερμανοί, αυτός θα αναλάβει τον μικρό Αντώνη να τον εμφανίσει σαν δικό του παιδί. Χωρίς να τον ξέρεις, χωρίς να σε ξέρει, με ένα νεύμα απόγνωσης της Εβραίας μητέρας, που κατεβαίνει στην στάση για να γλιτώσει, αυτός θα αναλάβει το παιδί και θα κατέβει στην αμέσως επόμενη στάση να το παραδώσει στην μητέρα σώο και ασφαλές. Και οι δρόμοι θα χωρίσουν και τον άνθρωπο αυτό δεν θα τον ξαναδεί ο Αντώνης Μόλχο, αλλά η ανάμνησή του θα τον συνοδεύει πάντα. Οι «Δίκαιοι των Εθνών» δεν είναι λίγοι κατά τον Μόλχο.
Έγραφε η Χάνα Άρεντ, απαντώντας στην αρνητική κριτική που της έγινε τότε από αυτούς που πίστευαν και πιστεύουν ότι το κακό είναι πάντα εντυπωσιακά τερατώδες, με τα μεγάλα κέρατα να προβάλλουν και να τρομοκρατούν: «Το κακό δε είναι ποτέ ριζικό, είναι μόνο ακραίο, και δεν διαθέτει μήτε βάθος μήτε δαιμονική διάσταση. Μπορεί να μεγαλώσει και να ρημάξει τον κόσμο ακριβώς επειδή απλώνεται σαν την μούχλα στην επιφάνεια.»
Κατά τον ίδιο τρόπο, ο Αντώνης Μόλχο μας μιλάει τώρα για τα βιώματα εκείνων των χρόνων κατά τους οποίους υπήρχε κάθε μέρα, από την μια μεριά, η απειλή σύλληψης και μεταφοράς στο Άουσβιτς, από την άλλη, κάποιος ή κάποια που με ρίσκο και αυταπάρνηση έσωζε ένα παιδί και, μαζί με το παιδί, την τιμή όλων.
Ναι, δεν ήταν όλοι τυχεροί σαν τον μικρό Αντώνη, αλλά ο μεγάλος Αντώνης Μόλχο μάς λέει εδώ ότι το καλό δεν έχει απαραιτήτως φωτοστέφανο στο κεφάλι, αλλά μόνο μια καλοσύνη και ένα χαμόγελο στην καρδιά. Και είναι κι αυτό παντού.