Η απουσία μιας ισχυρής αστικής τάξης στην Ελλάδα: Μια επισκόπηση των συνεπειών Του Σπύρου Άνδρεϊτς
Η πορεία της Ελλάδας από την ίδρυσή της ως ανεξάρτητο κράτος μέχρι σήμερα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ιδιαιτερότητα της κοινωνικής της δομής. Σε αντίθεση με τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης, όπου η ανάδυση και η ενδυνάμωση μιας ισχυρής αστικής τάξης διαμόρφωσε καθοριστικά την πολιτική και οικονομική τους εξέλιξη, η Ελλάδα δεν απέκτησε ποτέ μια αντίστοιχη, δυναμική αστική τάξη με τα καίρια χαρακτηριστικά που είχαν οι δυτικές. Αυτή η θεμελιώδης διαφορά είχε βαθύτατες επιπτώσεις στην πολιτική, κοινωνική και οικονομική ζωή της χώρας, αφήνοντας ανεξίτηλα τα σημάδια της μέχρι τις μέρες μας.
Η δυτική αστική τάξη: Ένας κινητήριος μοχλός αλλαγής
Για να κατανοήσουμε την ιδιαιτερότητα της ελληνικής περίπτωσης, είναι απαραίτητο να αναφερθούμε στον ρόλο της αστικής τάξης στη Δύση. Από τον Μεσαίωνα και ιδίως κατά την Αναγέννηση και τον Διαφωτισμό, η αστική τάξη, που αποτελούνταν από εμπόρους, τραπεζίτες, βιοτέχνες και αργότερα βιομηχάνους, αναδείχθηκε σε έναν ισχυρό οικονομικό και κοινωνικό παράγοντα. Με κέντρα της τις πόλεις, ανέπτυξε νέες οικονομικές δραστηριότητες, συσσώρευσε κεφάλαια και σταδιακά αμφισβήτησε την κυριαρχία της αριστοκρατίας και των απολιθωμένων φεουδαρχικών δομών.
Η δυτική αστική τάξη δεν ήταν απλώς μια οικονομική δύναμη. Ήταν και φορέας νέων ιδεών: της ατομικής ελευθερίας, της αξιοκρατίας, του ορθολογισμού, και της αμείωτης πίστης στην πρόοδο. Αυτές οι ιδέες, που αποτέλεσαν τη βάση του πολιτικού φιλελευθερισμού, οδήγησαν σε επαναστάσεις (όπως η Γαλλική Επανάσταση) και σε μεταρρυθμίσεις που άλλαξαν ριζικά την πολιτική και κοινωνική φυσιογνωμία της Ευρώπης. Η αστική τάξη διεκδίκησε και απέκτησε πολιτική εξουσία, δημιουργώντας κοινοβουλευτικά συστήματα και θεσμούς που προστάτευαν την ιδιοκτησία και προωθούσαν την ελεύθερη οικονομία. Η δίψα της για κέρδος και η επιδίωξη της συνεχούς οικονομικής ανάπτυξης οδήγησε στην εκβιομηχάνιση και στη δημιουργία σύγχρονων εθνικών κρατών.
Η ιδιάζουσα περίπτωση της Ελλάδας: Μια αστική τάξη χωρίς ρίζες
Στην Ελλάδα, η κατάσταση ήταν διαφορετική. Κατά την περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας, η οικονομική δραστηριότητα των Ελλήνων περιοριζόταν σε μεγάλο βαθμό στο εμπόριο και τη ναυτιλία, με κέντρα κυρίως εκτός των εδαφών που αποτέλεσαν το νεοσύστατο ελληνικό κράτος (π.χ., Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη, Αλεξάνδρεια, Τεργέστη, Βιέννη). Αυτοί οι Έλληνες έμποροι και πλοιοκτήτες, οι λεγόμενοι «ομογενείς», απέκτησαν σημαντικό πλούτο και ανέπτυξαν αξιόλογες εμπορικές δραστηριότητες. Ωστόσο, η σύνδεσή τους με την ελληνική γη ήταν συχνά χαλαρή, και τα συμφέροντά τους δεν ταυτίζονταν πλήρως με αυτά του νεογενούς κρατιδίου.
Με την απελευθέρωση και την ίδρυση του ελληνικού κράτους, η εγχώρια οικονομία ήταν πρωτόγονη, αγροτική και χωρίς ισχυρή βιομηχανική βάση. Οι κυρίαρχες κοινωνικές ομάδες ήταν οι κοτζαμπάσηδες (τοπικοί πρόκριτοι, κάτοχοι μεγάλων γαιοκτησιών), οι στρατιωτικοί (που προέρχονταν από τους οπλαρχηγούς της επανάστασης) και οι παραδοσιακοί διανοούμενοι. Μια πραγματική, παραγωγική αστική τάξη, που να βασίζεται στη βιομηχανική παραγωγή και να έχει ισχυρή πολιτική εκπροσώπηση, απουσίαζε. Οι πολύ λίγοι αστοί που υπήρχαν, συχνά συνδεδεμένοι με το κράτος και τις κρατικές προμήθειες, λειτουργούσαν περισσότερο ως πελάτες του πολιτικού συστήματος παρά ως αυτόνομη δύναμη που θα μπορούσε να το μετασχηματίσει.
Ημιμάθεια και κακόζηλη μίμηση: Τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά της ελληνικής «αστικής» τάξης
Αυτή η απουσία πραγματικής αστικής τάξης οδήγησε στην ανάδυση ενός στρώματος που, ενώ υιοθετούσε μαϊμουδίζοντας τα εξωτερικά καταναλωτικά χαρακτηριστικά του αστικού τρόπου ζωής, στερούνταν την ουσιαστική πολιτισμική και πνευματική του υπόσταση. Η ελληνική «αστική» τάξη, συχνά προερχόμενη από τυχάρπαστους κι αστοιχείωτους νεόπλουτους ή από όσους επωφελήθηκαν από την κομματικοκρατία, επέδειξε μια κακόζηλη μίμηση δυτικών προτύπων. Αντί να αναπτύξει μια αυθεντική κουλτούρα βασισμένη στην παιδεία, την καινοτομία και την κοινωνική ευθύνη, κατέφυγε σε μια κραυγαλέα και καρακίτς επίδειξη πλούτου και σε μια ημιμάθεια που χαρακτηρίστηκε από την έλλειψη βάθους και κριτικής σκέψης. Η προσήλωση σε ξενόφερτα πρότυπα, χωρίς την οργανική προσαρμογή τους στην ελληνική πραγματικότητα, και η απουσία μιας ισχυρής διανοητικής παράδοσης μέσα από αυτό το στρώμα, συνέβαλαν στην πλήρη αδυναμία του να λειτουργήσει ως καθοδηγητικός φορέας ουσιαστικού εκσυγχρονισμού και πολιτισμικής ανύψωσης.
Οι επιπτώσεις της απουσίας: Πελατειακές σχέσεις και κρατικοδίαιτη ανάπτυξη
Η απουσία μιας ισχυρής αστικής τάξης είχε πολλαπλές αρνητικές επιπτώσεις στην πολιτική και κοινωνική εξέλιξη της Ελλάδας.
α) Κυριαρχία πελατειακών σχέσεων: Χωρίς μια ισχυρή αστική τάξη που να βασίζει την ισχύ της στην αποτελεσματική παραγωγή και την οικονομική δραστηριότητα, το κράτος έγινε ο κύριος φορέας κατανομής πλούτου και θέσεων. Οι πολίτες στρέφονταν ικετευτικά προς το κράτος για να εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους, δημιουργώντας ένα εκτεταμένο δίκτυο πελατειακών σχέσεων. Οι πολιτικοί, αντί να εκπροσωπούν τα συμφέροντα κοινωνικών τάξεων, λειτουργούσαν ως «πάτρωνες» που διανέμουν χάρες και εξυπηρετήσεις στους «πελάτες» τους κι έτσι ο κρατικός μηχανισμός κατάντησε φέουδο των κυβερνητικών κομμάτων. Αυτό το σύστημα υπονόμευσε ανεπανόρθωτα την αξιοκρατία, γιγάντωσε τη διαφθορά που συνεχίζει και σήμερα να βρίσκεται σε κολοσσιαία επίπεδα και να διατηρεί έτσι ακέραιη την ισχύ της και παρεμπόδισε τη δημιουργία ενός σύγχρονου, αποτελεσματικού κράτους δικαίου.
β) Έλλειψη παραγωγικής βάσης και εξάρτηση: Η αδυναμία ανάπτυξης μιας ισχυρής βιομηχανικής αστικής τάξης σήμαινε ότι η ελληνική οικονομία παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό αγροτική και εξαρτημένη. Η έλλειψη εγχώριας παραγωγικής βάσης οδήγησε στην εισαγωγή βιομηχανικών προϊόντων και στην εξάρτηση από ξένα κεφάλαια και δάνεια. Αυτή η δομική αδυναμία έγινε ιδιαίτερα εμφανής σε περιόδους κρίσης, οδηγώντας σε χρεοκοπίες και σε περιορισμό της εθνικής κυριαρχίας.
γ) Πολιτική αστάθεια και διχασμός: Η απουσία μιας ισχυρής αστικής τάξης που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως σταθεροποιητικός παράγοντας και να προωθήσει τον εκσυγχρονισμό, συνέβαλε στην πολιτική αστάθεια. Οι πολιτικές διαμάχες συχνά δεν αφορούσαν διαφορετικά ιδεολογικά ρεύματα ή συμφέροντα τάξεων, αλλά προσωπικές αντιπαλότητες και διαμάχες για την εξουσία. Αυτό, σε συνδυασμό με τις ξένες επεμβάσεις, οδήγησε σε περιόδους διχασμού και εμφυλίων συγκρούσεων.
δ) Καθυστέρηση στον εκσυγχρονισμό: Η έλλειψη μιας αστικής τάξης με μεταρρυθμιστικό πνεύμα καθυστέρησε την υιοθέτηση σύγχρονων θεσμών και πρακτικών. Η εκπαίδευση, η δικαιοσύνη, και η δημόσια διοίκηση παρέμειναν σε μεγάλο βαθμό ξεπερασμένες, αναποτελεσματικές και προσκολλημένες σε παρωχημένες δεινοσαυρικές δομές, εμποδίζοντας την πρόοδο της χώρας.
Η μεταπολεμική «ισχνή» αστική τάξη και οι προκλήσεις της
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και ιδίως κατά τη μεταπολεμική περίοδο, σημειώθηκε κάποια ανίσχυρη ανάπτυξη αστικών στοιχείων στην Ελλάδα. Η αστικοποίηση, η ανάπτυξη του τουρισμού, και η αύξηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας σε ορισμένους τομείς δημιούργησαν μια πιο πολυποίκιλη κοινωνική δομή. Ωστόσο, ακόμα και αυτή η «νέα» αστική τάξη σφιχταγκαλιάστηκε με το κράτος, είτε μέσω δημοσίων έργων είτε μέσω φωτογραφικών ρυθμίσεων και προνομιακών επιδοτήσεων. Η ανάπτυξη, σε μεγάλο βαθμό, παρέμεινε κρατικοδίαιτη και όχι βασισμένη σε μια ισχυρή, διεθνώς ανταγωνιστική παραγωγική βάση.
Η πρόσφατη οικονομική κρίση ανέδειξε για άλλη μια φορά τις χρόνιες αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας, οι οποίες έχουν τις ρίζες τους στην ιστορική αδυναμία δημιουργίας μιας ισχυρής, παραγωγικής αστικής τάξης. Η εξάρτηση από τον δανεισμό, η έλλειψη ανταγωνιστικότητας, και η υπερβολική συγκέντρωση πλούτου σε συγκεκριμένους τομείς, είναι ενδεικτικά αυτής της δομικής υστέρησης.
Συγκεφαλαιώνοντας, η απουσία μιας πραγματικής, ισχυρής αστικής τάξης στην Ελλάδα, με τα χαρακτηριστικά που είχε στη Δύση, αποτελεί έναν από τους καθοριστικούς παράγοντες που διαμόρφωσαν την πολιτική και κοινωνική της εξέλιξη. Η έλλειψη ενός δυναμικού, παραγωγικού κοινωνικού στρώματος που θα μπορούσε να οδηγήσει σε έναν αυθεντικό εκσυγχρονισμό, συνέβαλε στην εδραίωση πελατειακών σχέσεων, την πολιτική αστάθεια και την οικονομική εξάρτηση, αλλά και στην ανάπτυξη μιας επιφανειακής, κακόζηλα μιμητικής κουλτούρας. Η κατανόηση αυτής της ιστορικής ιδιαιτερότητας είναι κρίσιμη για να αντιληφθούμε τις σημερινές προκλήσεις της Ελλάδας και να χαράξουμε μια πορεία προς ένα πιο βιώσιμο και ευημερούν μέλλον.