Η αλλαγή ξεκινά από εμάς του Γιάννη Ρεβύθη
Είμαι λοιπόν στην Οβριακή και μεταξύ τσίπουρου και μεζέ συζητάμε τα παραλειπόμενα του Πάσχα.
Αντε στην υγεία σας ο ένας, φέρε κι άλλο ένα μεζέ ο άλλος και εκεί που είμαστε καλοκαρδισμένοι έρχεται κι ο άλλος φίλος, που μόλις είχε κατέβει από το φέρυμποτ.
Με το δεύτερο τσίπουρο που πίνει…..
Βρε παιδιά, μας λέει να σας πω μια ιστορία που την έζησα χτες και που αν δεν την ζούσα δεν θα το πιστευα;
Μετά χαράς…του είπαμε.
Ήταν που λέτε, μια ήσυχη μέρα στα Τρίκαλα. Τα πάντα κυλούσαν ήρεμα, ο κόσμος περπατούσε στις πλατείες, οι καφετέριες γέμιζαν από αχνιστούς καφέδες και η πόλη είχε εκείνη τη γνωστή ρουτίνα, που συνήθως δεν αφήνει χώρο για εκπλήξεις.
Βρισκόμουν λοιπον στον κεντρικό δρόμο, περνώντας μπροστά από την αγορά, όταν το βλέμμα μου έπεσε σε έναν καλοστεκούμενο άνδρα που πάρκαρε δίπλα, το αυτοκίνητό του. Ήταν μετρίου ύψους, φορούσε μαύρο παντελόνι, γκρι σακάκι, και έμοιαζε απόλυτα φυσιολογικός, αν όχι και επιβλητικός.
Σταματά λοιπον το αυτοκίνητό του, ανοίγει το καπό του αυτοκινήτου του και βγάζει μια μαύρη σακούλα με ένα παράξενο ξύλο, που στην άκρη του είχε μια ακίδα.
Η αίσθηση της απορίας με κατέκλυσε. Ο άνθρωπος, χωρίς κανένα δισταγμό, φόρεσε τα πλαστικά γάντια του και άρχισε να μαζεύει γόπες και σκουπίδια από το πεζοδρόμιο. Το έκανε σαν να πρόκειται για μία καθημερινή, αναγκαία δουλειά. Φαίνεται πως το είχε ξανακάνει. Η εικόνα ήταν τόσο ασυνήθιστη, που δεν άντεξα να μην τον πλησιάσω.
“Συγγνώμη, κύριε, να ρωτήσω σε ποία υπηρεσία του Δήμου εργάζεστε; τον ρώτησα, με απορία στο βλέμμα.
Γύρισε και με κοίταξε με ένα ήρεμο χαμόγελο, σχεδόν αναστενάζοντας….
“Δεν εργάζομαι στο Δήμο,” απάντησε με απλότητα. “Ανήκω στον Σύλλογο Κατοίκων της περιοχής μου στην πόλη.”
Η λέξη “σύλλογος” μου φάνηκε περίεργη. Στην αρχή, σκέφτηκα μήπως ήταν κάποια φιλανθρωπική ομάδα ή κάποια οικολογική ομάδα για τις πολιτιστικές εκδηλώσεις, όπως συνήθως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις. Αλλά η συνέχεια με άφησε άφωνο.
“Σύλλογος Κατοίκων της πόλης; Και… τι σχέση έχει αυτός ο σύλλογος με το να μαζεύει κάποιος σκουπίδια από το δρόμο;”, ρώτησα με αυξανόμενη περιέργεια.
“Ο σύλλογός μας, φίλε μου,” είπε, “δεν ασχολείται μόνο με διαμαρτυρίες για τη μουσική, το σκέιτμπορντ, τις γλάστρες, τις καρέκλες, ή τις αλλες διαμαρτυρίες για τη ηχορύπανση. Εμείς συνέχισε ενδιαφερόμαστε για την πόλη μας, την καθαριότητα, την καθημερινότητα, την εικόνα που αφήνουμε πίσω μας. Αν εμείς οι κάτοικοι δεν φροντίσουμε για τον τόπο μας, ποιος θα το κάνει;”
Έμεινα άναυδος. Αυτός ο άνθρωπος, που φαινόταν τόσο απλός και αθόρυβος, έκανε κάτι που σπάνια συναντάς σε καιρούς που συχνά παραπονούμαστε για την αδιαφορία των άλλων. Η πόλη του δεν ήταν απλώς η πόλη του, αλλά το σπίτι του, η γειτονιά του, η κοινότητά του, το μέρος που γεννηθηκε που αγαπούσε και για το οποίο έπαιρνε ο ίδιος πρωτοβουλίες.
“Δεν το πιστεύω,” ψιθύρισα στον εαυτό μου, σχεδόν φανταζόμενος πώς τέτοιες απλές κινήσεις θα μπορούσαν να αλλάξουν την καθημερινότητα μιας ολόκληρης πόλης. “Πόσο απλό και πόσο ισχυρό συγχρόνως.”
Ο καλοντυμένος κύριος φάνηκε να καταλαβαίνει τη σκέψη μου και χαμογέλασε πάλι. “Δεν χρειάζεται να περιμένουμε να αλλάξουν οι άλλοι για να βελτιώσουμε τον κόσμο γύρω μας. Αν ο καθένας αναλάβει την ευθύνη του, η αλλαγή έρχεται αργά αλλά σίγουρα.”
Αυτό το απλό, καθημερινό περιστατικό με έκανε να αναλογιστώ πόσο συχνά αναθέτουμε την ευθύνη στους άλλους, περιμένοντας να αλλάξουν εκείνοι πριν αλλάξουμε εμείς. Αλλά η αλήθεια είναι, όπως μου υπενθύμισε με τη στάση του ο κύριος αυτός, πως η αλλαγή μπορεί να ξεκινήσει από έναν απλό άνθρωπο, κάπου στην πόλη, που παίρνει την ευθύνη για τα μικρά πράγματα.
Γιατί η πραγματική αλλαγή δεν είναι πάντα εκεί, έξω από εμάς. Αρχίζει από τις μικρές, καθημερινές μας πράξεις. Και μπορεί να ξεκινήσει από έναν άνθρωπο, με μια σακούλα ένα ζευγάρι γάντια και ένα ξύλο.