ΜΟΝΙΜΕΣ ΣΤΗΛΕΣ- ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑΠΟΛΙΤΙΚΗ

Διαφθορά: Ο Θανάσιμος Εχθρός της Δημοκρατίας και της Κοινωνίας των Πολιτών Γράφει ο Σπύρος Άνδρεϊτς

https://www.amazon.com/stores/Spyros%20Andreits/author/B0CD2LHNRT

Όπως ορθά διαπιστώνει ο διαπρεπής καθηγητής οικονομικών Jakob Svensson στην εμβληματική του ανάλυση στο «Journal of Economic Perspectives (AEA)», η διαφθορά δεν αποτελεί έναν εξωτερικό παράγοντα που εισβάλλει στην κοινωνία, αλλά είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ίδια τη δομική της διάρθρωση. Είναι το δυσώδες απόστημα, η ευθεία και αναπόφευκτη αντανάκλαση των θεμελιωδών νομικών, οικονομικών και πολιτικών θεσμών που συγκροτούν τον οργανισμό μιας χώρας. Με άλλα λόγια, η διαφθορά δεν είναι απλώς μια σειρά από μεμονωμένες παράνομες πράξεις, αλλά ένα συστημικό φαινόμενο που τρέφεται και αναπαράγεται με αναπόφευκτη νομοτέλεια από τις ενσωματωμένες αδυναμίες και τις εσκεμμένες πολιτικές στρεβλώσεις του θεσμικού πλαισίου που εκδηλώνονται ως Ευνοιοκρατία, Ρουσφετολογία, Πελατειακό Σύστημα και Διαπλεκόμενα συμφέροντα.

Τρεις συνθήκες αναδεικνύονται ως οι κύριες ρίζες του κακού πάνω στις οποίες θεμελιώνεται και εξαπλώνεται η διαφθορά, διαποτίζοντας τους γραφειοκρατικούς μηχανισμούς και εδραιώνοντας νοοτροπίες που την στηρίζουν σιωπηρά ή ανοιχτά.

Οι Πηγές της Διαφθοράς

Πρώτον, η έλλειψη ενός σαφούς και σταθερού θεσμικού πλαισίου που να διέπει την λειτουργία των κρατικών υπηρεσιών και των γραφειοκρατικών διαδικασιών. Όταν οι κανόνες είναι ασαφείς, αμφίσημοι, ευμετάβλητοι ή απουσιάζουν εντελώς, δημιουργείται ένα εύφορο έδαφος για την αυθαιρεσία και την υποκειμενική ερμηνεία. Η απουσία σαφήνειας, προβλεπτικότητας και διαφάνειας στις διαδικασίες ανοίγει επικίνδυνες χαραμάδες για ευνοιοκρατία, συναλλαγές κάτω από το τραπέζι και τελικά, για τη ριζοβολία της διαφθοράς σε διάφορες μορφές της. Οι πολίτες και οι επιχειρήσεις βρίσκονται αντιμέτωποι με ένα αδιαφανές περιβάλλον όπου η πρόσβαση σε υπηρεσίες και η διεκπεραίωση υποθέσεων εξαρτώνται συχνά από προσωπικές επαφές ή αθέμιτες πρακτικές, αντί από διαφανείς, τίμιες και αντικειμενικές διαδικασίες.

Δεύτερον, η πολυπλοκότητα, η αποσπασματικότητα και η συχνά εγγενής αντιφατικότητα των νομικών κανόνων που συγκροτούν το πλαίσιο λειτουργίας των γραφειοκρατικών μηχανισμών. Ένα νομοθετικό σύστημα που χαρακτηρίζεται από έναν δαιδαλώδη πλέγμα νόμων, διατάξεων και εγκυκλίων, που συχνά όχι μόνον αλληλοεπικαλύπτονται αλλά ακόμη χειρότερα συγκρούονται μεταξύ τους, οδηγεί αναπόφευκτα σε ένα περιβάλλον θολούρας και αδιαφάνειας. Η δυσκολία στην κατανόηση και την εφαρμογή των κανόνων δημιουργεί ευκαιρίες για υποκειμενικές ερμηνείες, για την άσκηση διακριτικής ευχέρειας με αδιαφανή κριτήρια και, τελικά, για την εκμετάλλευση της σύγχυσης προς ίδιον όφελος (εν τη παλάμη και ούτω βοήσωμεν!). Η αδιαφάνεια, σε αυτή την περίπτωση, δεν είναι απλώς η απουσία πληροφόρησης, αλλά μια άμεση πρόσκληση στη διαφθορά, καθώς συσκοτίζει τις γραμμές ευθύνης και καθιστά εξαιρετικά δύσκολο τον αποτελεσματικό έλεγχο των διαδικασιών και των αποφάσεων.

Τρίτον, η χρήση μη αξιοκρατικών κριτηρίων κατά τη στελέχωση των γραφειοκρατικών μηχανισμών. Όταν η πρόσβαση σε θέσεις ευθύνης και η επαγγελματική ανέλιξη στη δημόσια διοίκηση δεν βασίζονται στην αδιαμφισβήτητη αξία, στην αποδεδειγμένη ικανότητα, στην ακεραιότητα και στην αντικειμενική αξιολόγηση των προσόντων, αλλά σε προσωπικές ή κομματικές διασυνδέσεις, σε λογικές ανταλλαγής εξυπηρετήσεων ή σε άλλες αδιαφανείς και μεροληπτικές πρακτικές, το αποτέλεσμα είναι ολέθριο. Οι γραφειοκρατικοί μηχανισμοί στελεχώνονται από άτομα που συχνότατα στερούνται των απαραίτητων δεξιοτήτων, της επαγγελματικής κατάρτισης ή της ηθικής ακεραιότητας για να ασκήσουν τα καθήκοντά τους αποτελεσματικά και υπεύθυνα. Αυτή η έλλειψη αξιοκρατίας οδηγεί στην αδυναμία των μηχανισμών αυτών να λειτουργήσουν όχι μόνο αποτελεσματικά στην παροχή υπηρεσιών, αλλά και ελεγκτικά στην πρόληψη και την καταπολέμηση της διαφθοράς. Ένας δημόσιος τομέας που δεν επιβραβεύει την αριστεία και την ακεραιότητα, αλλά αναπαράγει λογικές εύνοιας, ανοχής της καραμπινάτης ανικανότητας ή κάποτε ψυχοπάθειας και του κομματισμού, είναι εκ των πραγμάτων εντελώς ευάλωτος στην διαφθορά και ανίκανος να την αντιμετωπίσει με επιτυχία.

Η διαφθορά, επομένως, αποτελεί ένα πολυσύνθετο φαινόμενο που υπονομεύει τη λειτουργία του κράτους δικαίου και την εμπιστοσύνη των πολιτών. Ωστόσο, η έκταση και η έντασή της γιγαντώνονται σημαντικά όταν απουσιάζουν τα βασικά κριτήρια χρηστής διοίκησης: η συστηματική αξιολόγηση και η αποτελεσματική λογοδοσία. Χωρίς σαφείς μηχανισμούς ελέγχου της απόδοσης και της τήρησης των κανόνων, δημιουργείται ένα πρόσφορο έδαφος για την ανεξέλεγκτη δράση διεφθαρμένων προσώπων. Είναι σημαντικό να τονιστεί πως η διαφθορά δεν περιορίζεται μόνο σε πράξεις χρηματισμού ή κατάχρησης εξουσίας με άμεσο οικονομικό όφελος. Περιλαμβάνει επίσης την αδιάφορη, απαθή, πωρωμένη και ανεπαρκή άσκηση των υπαλληλικών καθηκόντων, ειδικά όταν συνοδεύεται από σκαιή και περιφρονητική συμπεριφορά προς τους πολίτες. Αυτή η μορφή διαφθοράς, αν και λιγότερο «θεαματική», διαβρώνει εξίσου το δημόσιο συμφέρον, καθώς καθυστερεί ή ακυρώνει την παροχή υπηρεσιών, τυραννάει τους πολίτες και καλλιεργεί ένα κλίμα αναποτελεσματικότητας και ατιμωρησίας στη δημόσια διοίκηση.

Υποθέσεις Διαφθοράς στην Ελλάδα: Μία Επισκόπηση

Η ελληνική πολιτική ζωή, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, έχει αναστατωθεί από ένα πλήθος υποθέσεων (οικονομικής κυρίως) διαφθοράς, οι οποίες αναδεικνύουν τις παραπάνω συστημικές παθογένειες. Αυτές οι υποθέσεις δεν είναι απλώς μεμονωμένα περιστατικά, αλλά συμπτώματα ενός ευρύτερου προβλήματος που ωμά και κυνικά διαβρώνει την εμπιστοσύνη στους θεσμούς και εμποδίζει την ανάπτυξη.

Το πιο πρόσφατο και ίσως πιο ηχηρό σκάνδαλο που έχει αναστατώσει την ελληνική πολιτική ζωή είναι αυτό των αγροτικών επιδοτήσεων και οι απάτες στον ΟΠΕΚΕΠΕ (Οργανισμός Πληρωμών και Ελέγχου Κοινοτικών Ενισχύσεων Προσανατολισμού και Εγγυήσεων). Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία έχει αναλάβει ενεργό ρόλο, πραγματοποιώντας εφόδους και αποκαλύπτοντας οργανωμένα κυκλώματα απάτης με ευρωπαϊκούς πόρους. Περιπτώσεις κολοσσιαίων επιδοτήσεων σε “δήθεν” αγρότες, νεκρούς δικαιούχους με ανύπαρκτες εκτάσεις έχουν οδηγήσει σε τεράστια πρόστιμα από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και σε κίνδυνο απώλειας δισεκατομμυρίων ευρώ σε ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις. Περίπου 670 εκατ. ευρώ έχει κληθεί να επιστρέψει το ελληνικό κράτος τα τελευταία χρόνια, κυρίως λόγω παρατυπιών και ανεπαρκών ελέγχων σε επιδοτήσεις και αγροτικά προγράμματα. Το σκάνδαλο αυτό υπογραμμίζει ένα διαχρονικό πρόβλημα κακοδιαχείρισης και οργίου διαφθοράς σε έναν καίριο τομέα για την ελληνική οικονομία.

Δυστυχώς, η διαφθορά δεν περιορίζεται στα ανώτερα κλιμάκια. Υποθέσεις διαφθοράς σε εφορίες και πολεοδομίες, όπως αυτές που αποκαλύφθηκαν τελευταία σε διάφορες πόλεις της χώρας αναδεικνύουν την ύπαρξη οργανωμένων κυκλωμάτων εκβιασμού, δωροδοκίας με δεκασμό δημοσίων λειτουργών σε τοπικό επίπεδο. Δημόσιοι υπάλληλοι, σε συνεργασία με ιδιώτες, εκβίαζαν επαγγελματίες για να αποσπάσουν χρηματικά ποσά, αποκαλύπτοντας τις χρόνιες εγκληματικές παθογένειες που επικρατούν στο χαρτοβασίλειο της ελληνικής γραφειοκρατίας.

Ένα από τα πιο ηχηρά σκάνδαλα που έχει απασχολήσει την κοινή γνώμη για χρόνια είναι η υπόθεση Novartis. Αφορά φερόμενες δωροδοκίες από τη φαρμακευτική εταιρεία Novartis σε Έλληνες γιατρούς και κρατικούς λειτουργούς  με σκοπό την προώθηση των προϊόντων της και τον καθορισμό ευνοϊκών τιμών. Η υπόθεση έλαβε τεράστιες πολιτικές διαστάσεις και παραμένει ενεργή στη δικαιοσύνη, με σημαντικές εξελίξεις όπως η άρση της προστασίας των προστατευόμενων μαρτύρων και η έναρξη δικών για ψευδή κατάθεση. Δυστυχώς, οι αθεμελίωτες, όπως φάνηκε, καταγγελίες εναντίων προβεβλημένων πολιτικών προσώπων της τότε αντιπολίτευσης, τα οποία και αθωώθηκαν, εκτροχίασε την εξέλιξη με αποτέλεσμα την μέχρι τώρα ουσιαστική ατιμωρησία των αληθινών ενόχων.

Επιπροσθέτως, το σκάνδαλο των υποκλοπών (Predatorgate) συγκλόνισε το πολιτικό σκηνικό, αν και δεν αποτελεί αμιγώς οικονομική διαφθορά. Η παρακολούθηση κινητών τηλεφώνων δημοσιογράφων, πολιτικών και επιχειρηματιών με το λογισμικό Predator έθιξε καίρια ζητήματα διαφάνειας, δημοκρατίας, κράτους δικαίου και ενδεχόμενων αθέμιτων οικονομικών συμφερόντων. Οι έρευνες συνεχίζονται, με δημοσιεύματα να κάνουν λόγο για πιθανές διώξεις και την εμπλοκή εικονικών τιμολογίων και φοροδιαφυγής.

Οι υποθέσεις εξοπλιστικών προγραμμάτων, αν και πολλές από αυτές χρονολογούνται παλαιότερα (π.χ. Siemens), συνεχίζουν να απασχολούν τη δικαιοσύνη. Αφορούν δωροδοκίες και παράνομες πληρωμές για την προμήθεια εξοπλιστικών συστημάτων στο ελληνικό δημόσιο, αναδεικνύοντας ένα πεδίο όπου η διαφθορά έχει βρει πρόσφορο έδαφος λόγω των υψηλών ποσών και της πολυπλοκότητας των διαδικασιών.

Επίσης, τα τραπεζικά δάνεια σε κόμματα και ΜΜΕ έχουν εγείρει επανειλημμένα ερωτήματα σχετικά με τη νομιμότητα και τη διαφάνεια της χορήγησης και εξυπηρέτησής τους. Αυτό έχει προκαλέσει συζητήσεις για τη διαπλοκή οικονομικών και πολιτικών συμφερόντων, υπονομεύοντας την αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος και των μέσων ενημέρωσης.

Η Ανάγκη για Συστημική Αντιμετώπιση

Συνεπώς, η αντιμετώπιση της διαφθοράς δεν μπορεί να περιοριστεί σε ευχολόγια και αποσπασματικές παρεμβάσεις. Απαιτεί μια ολιστική και συστημική προσέγγιση, μια βαθιά και ριζική μεταρρύθμιση των θεμελιωδών θεσμών της χώρας. Χρειαζόμαστε επειγόντως ένα θεσμικό πλαίσιο σαφές, σταθερό, απλό και προσβάσιμο σε όλους τους πολίτες. Ένα νομικό σύστημα που θα διακρίνεται για την διαφάνεια, τη συνέπεια, την προβλεπτικότητα και την σαφήνεια στην κατανόηση και την εφαρμογή των κανόνων. Και πάνω απ’ όλα, ένα αξιοκρατικό σύστημα στελέχωσης της δημόσιας διοίκησης, όπου η αξία, η ικανότητα, η ακεραιότητα και η αντικειμενική και συνεχής αξιολόγηση θα αποτελούν τα αδιαπραγμάτευτα κριτήρια για την πρόσληψη και την επαγγελματική εξέλιξη. Ο δημόσιος τομέας διαχειρίζεται τα χρήματα των φορολογουμένων. Επομένως, μόνο η αξιολόγηση διασφαλίζει ότι οι πόροι θα χρησιμοποιούνται με αποδοτικό και υπεύθυνο τρόπο, συμβάλλοντας στην ελαχιστοποίηση της σπατάλης, της προκλητικής ακαταλληλότητας και της κακοδιαχείρισης.

Μόνο όταν αντιμετωπίσουμε τις βαθύτερες, συστημικές αιτίες που τροφοδοτούν και αναπαράγουν τη διαφθορά, θα μπορέσουμε να ελπίζουμε σε μια κοινωνία πιο δίκαιη, πιο διαφανή και απαλλαγμένη από τη σαπρία της διαπλοκής και της ηθικής εξαχρείωσης που υπονομεύει την εμπιστοσύνη, την ανάπτυξη και την ευημερία. Η μάχη κατά της διαφθοράς είναι μια μάχη για την ίδια την ποιότητα της δημοκρατίας μας και το μέλλον των παιδιών μας. Το κορυφαίο ερώτημα είναι: Πώς οι υγιείς πολιτικές δυνάμεις θα μπορέσουν να διασφαλίσουν ότι οι αναγκαίοι μηχανισμοί αυστηρού ελέγχου και αποτροπής κάθε είδους βορβορώδους χρηματισμού θα είναι πραγματικά αποτελεσματικοί και δεν θα παραμείνουν απλώς στα χαρτιά;